Γρήγορες συννεφιές γρήγορες βροχές και γρήγορα χαλάζια το κρύο νερό μουλιάζει στα ρούχα οι πατούσες μούσκεμα μέσα στα παπούτσια που δε με χωράνε ακριβώς αλλά ήταν δώρο μελαγχολία της άνοιξης από τη γλύκα στο ποτέ ξανά και ξανά μέσα στη μέρα εδώ στην καρδιά του νησιού στον πάτο του λάκκου που έχω σκάψει με τα νύχια στην κοιλιά του κήτους στα σπλάγχνα του πηγαδιού στην καρδιά του σκότους στο πουθενά η πλάτη μου ανακουφίζεται από το λασποκρέβατο και από πάνω σε εναλλαγή θέες πανέμορφες αυτοβιογραφίες και κύκνεια άσματα τα βλέφαρα ραμμένα ανοιχτά κοιμάμαι ξυπνητός
το πρασινωπό φως του μονόκλινου θαλάμου ο βόμβος του ηλεκτρισμού η ανάσα του θανάτου ο αέρας που ξυρίζει τα επίπεδα νησιά της Βόρειας Θάλασσας με ένα χνώτισμα χωρίς βοή το άδειασμα στο στέρνο το αίμα που χάνεται στο χώμα ετερόφωτο χαλίκι παγωμένο και πυρακτωμένο εκσφενδονίζεται σχεδόν αιώνια στο μαύρο βελούδο του σύμπαντος τελικός τρόμος και στένωση αορτικής ψίθυρος στο πόστο και άγριο φύσημα στη συστολή εκ γενετής τυφλός εκ γενετής θλιμμένος τα χρώματα χλωμιάζουν στο φεγγαρόφωτο της κλινικής το δέρμα φαιό και όλοι έχουν σχολάσει
χρυσός εσταυρωμένος γύρω από εβραίικο λαιμό πίσω στην αρχή στη γένεση στα πρώτα θεία λόγια πίσω στην ελεύθερη πτώση γεννιέσαι και πεθαίνεις ανελέητα η σταύρωση είναι φυσικά αλληγορία δεν είναι θυσία είναι η κάθε μαρτυρία ένα αστροπελέκι και ξαφνικά Άτλας με μια επιθυμία που ζυγίζει όσο όλος ο ουρανός και οι ώμοι ανθρώπινοι ξερακιανοί δριμεία θνητοί κι ο κόσμος γυρνάει τούμπα και μαζί του τα συμπαρομαρτούντα εσύ το καπίστρι σου και η γη που οργώνεις σαν υποζύγιο
οι θύελλες θα επιστρέψουν οι παλίρροιες θα τα πνίξουν πάλι όλα και θα γεμίσει και ο λάκκος μεταξωτό νερό και τότε θα αιωρηθώ προς τα πάνω για λίγο να μην ανησυχείς θα πάρω το μυστικό μαζί μου κανείς δεν πρόκειται να μάθει
x
x
x
x
x
x
και
κανείς δε δίνει μία