© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Dinestrup Strand

Your gods in my hands
totems of salt and the end

your keen eye behind my lens
jealous of my women but never of my men

the wind lingers by the foredune at Dinestrup Strand
a sheltered little patch of sand

your boiling blood, your seeking heart
your brave lungs, your patient guard

my freediving muse
up for a breath
down for a glance
hell, what a dance

I stand by your can't-leave-behinds
you stand by my can't-press-forwards

a still war that will never be won
but don't say it hasn't been fair

give me your crabs
I'll pass them along.



Es liegt im Blute



A bow-shot from her bower-eaves,
he rode between the barley-sheaves,
the sun came dazzling thro' the leaves,
and flam'd upon the brazen greaves
       of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight for ever kneel'd
to a lady in his shield,
that sparkled on the yellow field,
       beside remote Shalott.

Tennyson

+

 I am in blood
stepp'd in so far, that, should I wade no more
returning were as tedious as go o'er

Shakespeare

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά








Στη φόρα 9

 



auf und ab

///

There's a certain slant of light,
winter afternoons – 
that oppresses, like the heft
of cathedral tunes – 

heavenly hurt, it gives us – 
we can find no scar,
but internal difference,
where the meanings, are – 

none may teach it – any – 
'tis the seal despair – 
an imperial affliction
sent us of the air – 

when it comes, the landscape listens – 
shadows – hold their breath – 
when it goes, 'tis like the distance
on the look of death – 

E. Dickinson

Pone me ut signaculum super cor tuum




Give other coasts a chance
they'll reward your infidelity
you have but a flash

stray pleasures all over the map
why stick to a few
when you can roll in a seaful.

-

Empty your pockets
fall on your knees
by the end of the day

you'll always go back
no shame in that.
Many can cut you

-

but your blood belongs to one.





0 2  /  2 0 2 2
H E L N Æ S  /  F Ö H R



---

 True Love in this differs from gold and clay,
that to divide is not to take away.
Love is like understanding, that grows bright,
gazing on many truths; ’tis like thy light,
Imagination! which from earth and sky,
and from the depths of human phantasy,
as from a thousand prisms and mirrors, fills
the Universe with glorious beams, and kills
Error, the worm, with many a sun-like arrow
of its reverberated lightning. Narrow
the heart that loves, the brain that contemplates,
the life that wears, the spirit that creates
one object, and one form, and builds thereby
a sepulchre for its eternity.

from Epipsychidion, P. Shelley

Μικροί αστοί, μεγάλοι πειρασμοί


Αργά το απόγευμα. Περιμένω να κάψει το σιδεροτήγανο. Το αλεύρι κάθεται μες στην κούπα που έπεσε και το σμάλτο έσπασε στο χείλος και έφυγε ένα κομμάτι σαν κάποιος να το δάγκωσε. Ανάπαυση εν αναμονή. Η κουβέρτα που έπλεξε η μακαρίτισσα η πεθερά είναι διπλωμένη τέσσερεις φορές πάνω στην καρέκλα για να μην κρυώνει ο κώλος μου. Το φως από το παράθυρο συναντάει το φως από το γατολαμπατέρ και εκεί στο ένωμα είναι τα σταφύλια και τ'αυγά. Το βιβλίο αντί ρολογιού. Διαβάζω μια σελίδα και η κρέπα θέλει γύρισμα. Άλλη μια και είναι έτοιμη. Σύστημα.

-Μίλησα στη Σουκριγιέ.
Τώρα δεν έχω διαφυγή. Βολεύομαι πάνω στη διπλωμένη κουβέρτα. Πιάνω τα ξερακιανά γόνατά μου. Το δέρμα είναι ελεεινό. Βλέπω σχεδόν τις ίνες των μυών μου. Μια μέρα θα γίνω ένας από εκείνους τους σαρκοπενικούς γέρους με το μικρό μπακάκι. Από το παράθυρο έξω όλα μούσκεμα. Τα χρώματα πιο έντονα μετά από τη βροχή. Μίλησα στη Σουκριγιέ, όχι Μίλησα με τη Σουκριγιέ.
-"Από πότε είσαι γκέη δηλαδή;", μιμούμενος τη Σουκριγιέ. Και μετά, με την κανονική του φωνή: Δεν είμαι γκέη.

Σηκώνομαι να βάλω την πρώτη κρέπα. Χωρίς το σύστημα πρέπει να είμαι σε εκγρήγορση. Του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζει να μιλάει, συνεχίζω να ακούω. Μιμείται τη Σουκριγιέ απανωτές φορές. Η φωνή του ανεβοκατεβαίνει, όπως των ψυχωσικών στα τρελάδικα που διαβουλεύονται με τους φανταστικούς τους στρατηγούς. Περιγράφει το βράδυ της Τετάρτης. Ως εδώ με το δούλεμα. Δεν το είχε πλάνο να τ'ομολογήσει. Το αποφάσισε εν θερμώ. Η Σουκριγιέ ήταν ανήσυχη, εκείνη η διαβρωτική αμφιβολία την είχε τουμπάρει. Η αμφιβολία, πιο καυστική κι από βιτριόλι. Κάτι έχει αλλάξει εδώ και δυο τρία χρόνια, δεν είναι αυτός που ήξερε. Πήρε σβάρνα τις ρητορικές ερωτήσεις, ούτε που περνούσε από το νου της πως θα ήταν κάτι τόσο πεζοδρομιακό. Την έκοψε. Βρίσκομαι με τον Φ. Έτσι μου είπε πως της είπε. Ποιον Φ.; Τον Φ. της Ν.; -Ναι. 

Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Είναι αρκετά παραδοσιακή. Ή είσαι πούστης ή δεν είσαι. Ή είσαι παντρεμένος ή δεν είσαι. Δυναμική μουσουλμάνα, αμάντηλη αλλά όχι ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι μια Τουρκάλα απ'το Ρέγκενσμπουργκ, από αυτές που πήγαν κανονικό σχολείο και πανεπιστήμιο και κάνουνε καριέρα, αλλά στέκονται προσοχή στους πατεράδες τους που είναι μουστακαλήδες και έχουν λαμαρινάδικο ή ρεστωράν, και δύσκολα τους ξεχωρίζεις από τους άλλους, που στέλνουνε τις κόρες τους στα τούρκικα σχολεία και τις φοράνε τη μαντήλα και τις παντρεύουν στην Τουρκία με εγχώριο παπούτσι. Αντί για το Ρέγκενσμπουργκ, το σόι της Σουκριγιέ βρήκε άκρες στην Κοπεγχάγη. Πιο καλά λεφτά, πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση, μικρότερο το γκέτο, ευοίωνες προδιαγραφές για τη Σουκριγιέ που επιβεβαιώθηκαν, διδακτορικό, καλά μισθά, επιφανής εκλεγμένη στη δανοτουρκική ένωση, πολιτικός γάμος έξω απ'τη μειονότητα, με τύποις προτεστάντη, πρόοδος. Από πότε είσαι γκέη δηλαδή; -Δεν είμαι γκέη. -Με κοροϊδεύεις; Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Χαστούκι από το πουθενά. ΣΛΑΤΣ. Της κόστισε στη γυναικεία της υπερηφάνεια και στη θρησκευτική της υπερηφάνεια και στην κοινωνική της υπερηφάνεια. Πλήγμα. Όλες οι υπερηφάνειες στα γόνατα. Όπως ο Άλμπερτ στη ζούλα. Τον φαντάστηκε σίγουρα, παραστατικά πίσω από τα μάτια της, τον φαντάστηκε βρώμικο και γελοίο. Τη βλέπω εμπρός μου με εκείνο το σφιχτό χαμόγελο που κρύβει τα δόντια και το λαμπερό σκουλαρίκι στη μύτη, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά, τα αλφαδιασμένα φρύδια, ακούραστη ακόμα και μετά από νυχτέρι, με τις βαμμένες βλεφαρίδες που κάνουν μικρούς κόμπους, σα γυναίκα σε γιγαντοαφίσα, σαν γυναίκα από διαφήμιση ιδιωτικής κλινικής με το στηθοσκόπιο κολιέ και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός από το στήθος.

Την κυρίως Σουκριγιέ την ξέρω απ'τον Άλμπερτ και απ'τη γυναίκα μου. Στο νου μου είναι χαλκομανία. Την έχω δει φευγαλέα στη δουλειά εδώ κι εκεί. Ίσως έχουμε μιλήσει στο υπηρεσιακό κάνα δυο φορές. Γνωριστήκαμε κανονικά την Πρωτοχρονιά που πήγαμε προσκεκλημένοι. Είχε φτιάξει ταβούκ κιοκσού και παπουτσάκια που τα είπε στα τούρκικα και δε θυμάμαι τη λέξη. Την ενδιέφερα, όχι επειδή είμαι και τόσο χαρισματικός. Την ενδιέφερα επειδή πίστευε πως είχα κάτι κοινό με τον Άλμπερτ, όπως αυτός, έτσι κι εγώ πλάι σε μια δυνατή γυναίκα όπως η ίδια της. Στ'αλήθεια αυτό που την κέντριζε είναι πως έχω κάτι κοινό με εκείνην, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου μυστικό για να τ'ομολογήσω. Την απασχολούσε γιατί δε με πέτυχε όταν ο Άλμπερτ έπαθε τον πνευμοθώρακα, ήθελε να μ'ευχαριστήσει και τα λοιπά. Όλα καλά, χωρίς εκπλήξεις. Καριερίστα με αυτοπεποίθηση, ούτε μύγα στο σπαθί της και, ανάθεμα, είναι κοφτερό σπαθί, πήρε ειδικότητα στα γρήγορα, βέβαια πριν απ'το σύζυγο, βαριά χειρουργεία, αρθροπλαστικές, πολυτραυματίες, απέραντες υπερωρίες, δε σταματάει πουθενά, ξαρχιδώνει σφίχτες στους προθαλάμους για χόμπυ, η κτηνοτρόφα με τη λάμα και το κοπάδι γουρούνια την εποχή του ευνουχισμού, μια ιστορία που λίγο πολύ την ξέρω απ'τα μέσα, τα γνωστά γερμανικά χοιροτροφεία, οι γουρουνοσχολές, αλλάζουν οι σημαίες αλλά το κρέας είναι διεθνής σταθερά. Εγώ κι ο Άλμπερτ διάχυτοι, και οι δυο με μια μισοαρχινισμένη παρατημένη ειδικότητα στην πλάτη και άλλη μια, αποπροσανατολισμένοι, ανεστίαστοι, όλα μονίμως πιο δύσκολα για μας παρά για τις γυναίκες μας, όλα κάπως λάθος, λες από κάποια εγγενή αδυναμία, έτσι φαίνεται, δε λειτούργησε καλά η φυσική επιλογή.

-Θα τον σκίσει η Σουκριγιέ, θα του διανοίξει την κωλότρυπα όπως ο μετροπόντικας διανοίγει τα λαγούμια στη Σαλονίκη, αυτή είσαι εσύ, μικρή μου, κάποιο βράδυ, ενώ ξαπλώνουμε με τα φώτα σβηστά στο ίδιο μαξιλάρι, και ακούω τη φωνή σου στ'αυτιά μου και στα κόκκαλά μου. Η Σουκριγιέ είναι γεννημένη πετυχημένη, καταλαβαίνεις;

-Τι θέλεις να γίνει τώρα;
-Δεν ξέρω.
Γυρίζω την κρέπα. Είναι ματσαλιασμένη. Πάντα η πρώτη είναι με τερατογένεση. Μετά βρίσκω τη ρέγουλα και όλες είναι όμοιες και ομαλές. Ησυχία για λίγο. Μόνο ο ήχος της εστίας τσακ, ο θερμοστάτης ανάβει και σβήνει, και το σιγανό πφφιιιιιιτ ιιιιτ της κρέπας που υποφέρει.
-Δε σου πάει η καρδιά να το πεις, ε;
-Όχι, γιατί ξέρω τι θα απαντήσεις.
Θα έπρεπε να είμαι κολακευμένος αλλά είμαι θυμωμένος. Θέλω να του πω Αφού σου είπα... αλλά η σκέψη ρίχνει λάδι στη φωτιά, με θυμώνουν οι αναδρομικοί γνωστικοί πιο πολύ απ'όσο με θυμώνει που έκανε ακριβώς αυτό που τον συμβούλεψα να μην κάνει. Μέσα στο στρογγυλό γουλένιο πλανήτη που έχει για κεφάλι τα πιατίνια δίνουνε ρεσιτάλ και τ'ακούω ως εδώ, κάτω από το δικό μου κεπέγκι, στα προάστια των Σοδόμων.

Πάλι η Σίσσι και τα κλισεδοτσιτάτα της. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που την είδα τελευταία φορά, αλλά τώρα μπορώ μόνος μου να συνθέσω κλισεδοτσιτάτα σα να τα λέει αυτή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω 839 κορώνες. Αυτό μάλλον δηλώνει πως η Σίσσι έκανε καλά τη δουλειά της, και η ψυχοθεραπεία λειτούργησε, ή τελοσπάντων, άναψε μια λάμπα μέσα στην κοιλιά μου και τώρα η ενδοσκόπηση είναι πιο αποδοτική, γράψε τις δικές σου μοτιβέησοναλ κλισεδιές για τη θεραπεία της θλίψης. Σύνηθες πρόβλημα, οι άνθρωποι εξαρτούμε την ευτυχία μας από τους άλλους. Δε μπορείς να περιμένεις από τους άλλους να φροντίσουν για την ευτυχία σου. Πρέπει να τη διεκδικήσεις. Κανείς άλλος δε θα φροντίσει, αυτά είναι κατάλοιπα παιδικά.

Η κουζίνα και το μπάνιο είναι απέναντι, από τις ανοιχτές πόρτες αναθυμιάσεις χλωρίνης ανακατεύονται με τους κρεπατμούς. Σειρά σου να συμμετάσχεις στην κουβέντα (στα ελληνικά γιατί είναι πολύ πριβέ το ζήτημα).
-Να σε πάρει κι εσένα και τα κωλομαλλιά σου, σαράντα λεπτά το κωλοσίφονο, είχε στουμπώσει, και τι έβγαλα από μέσα, ναι είχε και δικά μου, αλλά τι θα γίνει, θα καραφλιάσεις επιτέλους; Τρίχες μάτσα, μαλλιά του πρίγκηπα, μάτσα! Θες να'ρθεις να δεις;
-Όχι, δε θέλω, άσε με θα κάψω τις κρέπες.
-Τι γίνεται όμως πριγκηπάκο, είσαι αγχωμένος; Γιατί τόσες τρίχες για πέταμα;

Οι κολοκυθοκρέπες κάνουν πύργο. Στέκομαι με το σωρτς Τσάμπηον με την τρύπα λιωσίματος στο κωλομέρι εμπρός από την εστία, χωρίς φανέλα, δεν ξέρω πού προσγειώθηκε, κάπου πέρα στα κουτιά που μαζεύουμε για τη μετακόμιση, το παράθυρο ανοιχτό, ιδρώνω, πάντα στο τέλος της μαγειριάς ιδρώνω από τη ζέστη που φυτρώνει από τα σύνεργα, σ'αυτό το σπίτι όταν μαγειρεύουμε είμαστε γυμνοί απ'τη μέση και πάνω, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλμπερτ κάθεται στην καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι. Δε μιλάει άλλο. Τα τροφαντά κοκκινωπά του βλέφαρα είναι κατεβασμένα ρολά, ταχτοποιεί το μαγαζί του. Όλα είναι της σαρκός, και η ψυχή μαζί, αλλά κάπου σκάει το κύμα και απ'τα βρεγμένα βρίσκεσαι στα στεγνά, και σαν να έχεις μόλις φορέσει τα καλά γυαλιά σου, αποκαλύπτονται καινούρια περιγράμματα, η σάρκα εδώ, η ψυχή εκεί, σαφώς ξεχωρισμένα.

Γελάω μόνος μου πάνω από τις κρέπες, το νοικιασμένο διαμερισματάκι του ισογείου, δίπλα στο μαλακόγερο Άρνε που μας χαζεύει πίσω απ'τις κουρτίνες, οι χοντρές αδερφές του πρώτου ορόφου, τα ποδήλατα στο στέγαστρο, ο Νικολάι του υπογείου που παίρνει ντελίβερυ και πάντα τ'αφήνουνε στη δικιά μας πόρτα και πηγαίνεις με τη ρόμπα και του δίνεις το πακέτο από το σουσάδικο και σίγουρα τον παίζει για πάρτη σου, οι σκυταλοδρομίες των μετακομίσεων, τα λεξικά δίπλα στη χέστρα, τα πράγματά μου στο συρτάρι του παιδικού μου φίλου, οι μικροί και οι μεγάλοι έρωτές μου άμμος και αμμοβολή, ανθρωπάρια του Πένφηλντ, καρικατούρες που περιφέρονται από σελίδα σε σελίδα σε κιτρινισμένους άτλαντες, μαλλιά του πρίγκηπα στο σιφόνι, ο εστεμμένος, εκείνος ο ίδιος που όταν πριν χρόνια μια γκόμενα έκλαιγε στον ώμο του γελούσε βουβά σαν ψυχασθενής, ένας εγωπαθής ερημοσπίτης όπως ο πατέρας του πατέρα μου, εγώ λοιπόν, ο μεγάλος πειρασμός. Μα τι στην ευχή; 

-Γιατί γελάς;
-Γιατί είσαι ένας χαζοβιόλης. Κι εσύ και όλοι.

Ένα μουνί σε πετάει από το πουθενά στη μέση του κόσμου, και ξαφνικά αβοήθητος και άχρηστος σαν γυμνοσάλιαγκας πρέπει να παλέψεις με τη μοναξιά ώσπου να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγαλύτερό σου φόβο. 
Σκατά επινόηση.

Sit and keep talkin' about it

(απομεσήμερο στη μαρίνα, άπνοια, πρώτη ζέστη)
 

Our anchor's too big for our ship,
so we're sittin' here tryin' to think.
If we leave it behind we'll be lost.
If we haul it on board, we will sink.
If we sit and keep talkin' about it,
it will soon be too late for our trip.
It sure can be rough on a sailor
when the anchor's too big for the ship.

Shel Silverstein

The devil's got a grip on me

We close our eyes, wait for the night to come. It just takes time. This boy is why we've come from far away, but who saves whose life? Day after day, skin burned in deadly heat - a fractional piece. Night after night, it becomes clear to me that I'm wasting time. We've tried and we're tired, but there's still much to be done. Let's not lose sight. 3:00 AM comes, he calls them to their knees and I pray we're right.

Gregor Samsa


Συγκλίνουσες ακτίνες


Εδώ μέσα είναι αλλιώς. Η κλειδαριά είναι ιδιότροπη, ο γλόμπος του κοινόχρηστου χωλ δεν αντικαταστάθηκε από τότε που η μικρή κυρία τον έσπασε με το κοντάρι της απόχης, όταν φτάνω σχολασμένος στα σκοτάδια ψαχουλεύω με το κλειδί και προλαβαίνει να ξυπνήσει, να ξεκουκουλωθεί και να έρθει με το πάσο της να μου ανοίξει από μέσα, ενώ περιμένω στάζοντας ξυπόλητος στο μωσαϊκό δίπλα στα ιδρωμένα άρβυλα ασφαλείας. Η ιστορία είναι πως από όποιο λιμάνι και αν επιστρέφω με το ποδήλατο, θα έχω τον αέρα κόντρα. Στη δυτική Γιουτλάνδη λένε πως αν ο αέρας δε σου'ρχεται στη μάπα όπου κι αν πηγαίνεις, τότε δε βρίσκεσαι στη δυτική Γιουτλάνδη. Στο νησί λέμε πως αν δεν ισιώνουνε οι μπούκλες των προβάτων ο αέρας δε λογίζεται. Το χειμώνα στην περιοχή βρέχει επίμονα αρμυρό χιονόνερο σε μικρό διαμερισμό, και μαζί με τον ιδρώτα απ'το πετάλι με λούζει κατάφατσα ο καιρός και πάντα φτάνω λιγδωμένος ακόμα κι αν έχω αφήσει το MSV μπανιαρισμένος. Το σκουφί μου βαραίνει το κεφάλι και οι μυξατμοί ανακατεύονται με βροχή στο μουστάκι και είμαι πολύ ερωτεύσιμος. Πίσω από την πόρτα είναι το forstue της συμφοράς που το διασχίζω με μια γενναία δρασκελιά, και στην ευθεία η φωτογραφία.

/

Επιστροφή απ'το Γκορμ και καρφί για εφημερία. Από την ησυχία της πλατφόρμας στο μπουρδέλο του πανεπιστημιακού. Φυσάει θυελλώδης βορειοδυτικός και στο Λίλλεμπελτ γίνεται της πουτάνας, γλίτσα απ'τον παγετό, τα φορτηγά κουνιούνται πέρα δώθε, δεν τολμάει κανείς να σκάσει μύτη δίπλα τους και πάμε όλοι καρότσι δεξιά, τελευταίος χειμώνας στο μεγάλο νησί.

Πιάνω 1524, ξεκινάμε με τέμπο στην ανάνηψη, το μενού έχει αναπνευστικές ανακοπές, κάθε εφημερία έχει ένα θέμα, είναι σαν το πιάτο της ημέρας. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα η νοσοκόμα ροής ενημερώνει πως έρχεται τροχαίο πάνω που η δουλειά μας έχει τελειώσει με την προηγούμενη κλήση, βγαίνω στον προθάλαμο να αλλάξω στολή μετά το ραμολιμέντο που ο τραυματιοφορέας κυλάει με τις ροδούδες στο νεκροθάλαμο, η οθόνη της κατάστασης του CAP μου καίει το μυαλό, κατεβαίνουν οι αναισθησιολόγοι, πρώτη γραμμή είναι εκείνη η πανέμορφη Ινδή με το εντεκασύλλαβο όνομα, και από πίσω ο γερο-Γιενς που φοράει διπλές ffp3 γιατί δεν έχει καμιά διάθεση για τέτοια, έχει πει. Ο Άλμπερτ και το τσιράκι του περιμένουν ήδη στην καθαρή αίθουσα. Ανοίγουμε την ενδιάμεση πόρτα, οι νοσοκόμες ετοιμάζουν και τη διπλανή αίθουσα, δυο εικοσάρηδες, ένα σπασμένο σβέρκο και κάτι ψιλά.

Σαράντα λεπτά στο επιτοίχιο τάημερ και έχουμε σχεδόν συμμαζέψει, ο πρώτος σμπαραλιασμένος έχει ήδη μπει χειρουργείο ν/χ, ο δεύτερος είναι στον αξονικό και όλη η ακολουθία είναι μαζί του, έχω μείνει πίσω με τον Άλμπερτ και γράφουμε οδηγίες, από την ανοιχτή πόρτα φαίνεται η οθόνη της κατάστασης του CAP που έχει αλλάξει διαρρύθμιση, η αρχινοσοκόμα με ρωτάει για την αμιωδαρόνη και γίνομαι νυχτερινός καθηγητής, και ενώ είμαι πάνω στη διάλεξη ο Άλμπερτ μου ρίχνει μια αγκωνιά, Τι; -Κοίτα στην οθόνη. Κοιτάω στην οθόνη, καμια τριανταριά ονόματα φιγουράρουν ώσπου να προχωρήσει η λίστα, ηλικίες, θάλαμοι, αίτιο προσέλευσης, δε βλέπω τίποτα εξωτικό. -Δε βλέπεις; Η Λβιν, υπερτασική κρίση. Κοιτάζω καλύτερα, και ναι, τώρα τη βλέπω και τη Λβιν, 37 χρονών λέει, υπερτασική κρίση, νευρολογικά σημεία. Η Λβιν είναι συνάδερφος απ'τη Μυανμάρ, κοντή και στρογγυλή, μονίμως στην πρέσα, έκπληξη θα ήταν να ήταν μέσα με υπόταση. -Τι σου λέει αυτό; με ρωτάει συνωμοτικά. -Δεν ήξερα πως ήταν 37. -Όχι, τι σου λέει; -Να ρίξουμε στροφές. -Όλοι θα περάσουμε απ'τη μηχανή του κιμά. Λοιπόν, την τελευταία πρόταση την είπε εκείνος και όχι εγώ, αν και τώρα που τη γράφω σκέφτομαι πως ήμουν εγώ που μιλούσα μέσα από τον Άλμπερτ σαν να ήταν δαιμονισμένος. Μαντεύω πως άλλο σκεφτόταν όταν το έλεγε και άλλο εγώ, αλλά όπως και να'χει, οι λέξεις μπήκαν η μια δίπλα στην άλλη με τρόπο ύποπτα δικό μου.

Στο μπροστινό πάρκην ο Άλμπερτ φορτώνει το ποδήλατό μου στη σκαλωσιά στον κώλο του σεντάν. Διώχνω τον πάγο απ'το παρμπρίζ με την ξύστρα με την αφράτη χειρολαβή. Δεν ξέρω τι λέει στη Σουκριγιέ, προτιμώ να μη ρωτάω. Βλέπω τη σειρά με τις συζυγοκτονίες και εύκολα γίνεται κανείς παρανοϊκός. Δυο φανάρια δυο γκαζιές και είμαστε σπίτι. Δεν έχει καλοξημερώσει. Παρκάρει δίπλα στα θαμνόδεντρα στη θέση της χοντρής που έχει ήδη φύγει για δουλειά. Μπαίνουμε στο χωλ, πάλι μαλακίες με το κλειδί και την κλειδαρότρυπα, αλλά σήμερα είμαι στεγνός και όχι τόσο ερωτεύσιμος. Τραβάω την πόρτα και κάνω στην άκρη. Ο Άλμπερτ μπαίνει πρώτος. Κρεμάει το μπουφάν και αναστενάζει όπως όταν κατουράς μετά από διπλοβάρδια. Σιγουρεύω πως δεν κατουράει στο forstue, όχι, απλά στέκεται καταμεσιού με κλειστά μάτια. -Έχω πάει σε πολλά σπίτια αλλά εδώ μέσα είναι αλλιώς. Η μικρή κυρία κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο με τη φρέσκια ιατρική φυλλάδα ενώ παίζει ο Γιώργος Φλωράκης. Παίρνουμε σειρά για τη ντουζιέρα. Τους ακούω που έχουνε πιάσει κουβεντούλα, και την ώρα που σαπουνίζω τον αφαλό μου ακούω τη γυναίκα που ρωτάει -Στη Σουκριγιέ τι είπες; και με τα χέρια μες στους αφρούς καπακώνω τα αυτιά μου μην τύχει και ακούσω τίποτα που θα μοιάζει βγαλμένο από τη σειρά με τις συζυγοκτονίες. Μετράω ως το εξήντα και όταν ξεκαπακώνω χαζογελάνε και λένε για ράμματα Έβερτινγκ οπότε τη γλιτώσαμε και σήμερα.

/

Παγετός 2


(the clearer, the colder)

·

Crossing the bar

Sunset and evening star,
  and one clear call for me!
And may there be no moaning of the bar,
  when I put out to sea,

but such a tide as moving seems asleep,
  too full for sound and foam,
when that which drew from out the boundless deep
  turns again home.

Twilight and evening bell,
  and after that the dark!
And may there be no sadness of farewell,
  when I embark;

for tho’ from out our bourne of Time and Place
  the flood may bear me far,
I hope to see my Pilot face to face
  when I have cross’d the bar.
Tennyson

Θυμήσου

-I know I'm not good enough for you. But I also know nobody else in the world is good enough for you. Because you're perfect.
-So you thought-
-Yeah, I thought I might as well be selfish. For you it'd be a lose lose situation regardless.

x

Από την ανατολική ακτή της Μεσογείου στην ανατολική ακτή της Βόρειας θάλασσας στην ανατολική ακτή του Ατλαντικού ο κόσμος και οι αδυναμίες του από τα μάτια τα πολωνικά στα μάτια τα γερμανικά στα μάτια τα μπάσταρδα της Διασποράς από στόμα σε στόμα και από γλώσσα σε γλώσσα από γωνιά σε γωνιά και από χορδή σε τύμπανο και πίσω σε κουβάλησα μαζί με μια πίστη άπιστη και βρωμερή σε τσαλάκωσα σε δίπλωσα σε άπλωσα και σε ξαναδίπλωσα και οι δυο γραμμές που ήταν γραμμένες στο χαρτί σου δε σβηστήκαν ούτε λίγο, από την απελπισία των χειρουργείων στο βόμβο της πλατφόρμας από το ιερό των εξωτερικών στον ιδρώτα της ανάνηψης απ'τους κοριούς στην αφραγκιά στις παρτίδες στα κλεφτά και πίσω στα λεφτά από εδώ εκεί και οπουδήποτε κάποτε γουλί άλλοτε με σκουριασμένη κώμη ποτέ τέλειος και πάντα απατεώνας οι δυο γραμμές σου εκεί τα δάχτυλα επί το έργον ο χορός της σκόνης στον ήλιο του μεσημεριού η πάχνη τη Δευτέρα το πρωί και η αλατολάσπη στην αυλή ανάθεμα τη σκοτεινιά ανάθεμά τα όλα 

δυο γραμμές
ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ
ΠΑΡΑ ΤΟ ΔΡΕΠΑΝΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Φ Λ Λ 

Μεγάλος κανελλής σκύλος

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Ένα μυστήριο πράγμα. Ομίχλη στο ενάμισι μέτρο ύψος σαν αιωρούμενη ζώνη και από κάτω και από πάνω τα πάντα διαυγή. Ένας βιαστικός κοκκινολαίμης που αποφάσισε να κάτσει σε έναν ώμο. Το Βόρειο Σέλας και ο μαλακός αποβροχάρης δυτικά του Ράμπεργκ. Τα φρούτα του ευώνυμου του ευρωπαϊκού πασπαλισμένα με πρώιμο χιόνι. Το ζυμάρι κάτω από την πετσέτα σε μια ζεστή κουζίνα. Τα πόδια, το ένα εμπρός από το άλλο, βήμα βήμα, χιλιόμετρα στην ψιλή άμμο και στο βάθος το μπούνκερ.
Ξύπνα!
Τα γυαλιά που θολώνουν μόλις μπαίνω στον παλιό φούρνο του Κερτεμίνε απ'το κρύο έξω. Το παράθυρο στο Ραβελίνεν που βλέπει τη λίμνη στολισμένο με λαμπιόνια. Τα πράσινα τσουλούφια των υακίνθων. Οι πεταλούδες το καλοκαίρι γύρω απ'τους θάμνους στη δυτική ακτή. Η κουβέρτα που μου έκανε δώρο το νοσοκομείο πριν δυο τρία χρόνια τώρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ανάμεσα στα κουκλιά και τα μαξιλαράκια. Φλάουτο τραβέρσο, Τέλεμανν και κυριακάτικη ησυχία.
-Ξύπνα!
Τα βλέφαρά μου είναι πρησμένα και ξερά από την αγρύπνια, ανοίγω τα μάτια σαν να ξεκολλάω το περιτύλιγμα από καραμέλες που έμειναν στον ήλιο. Είμαι ανάσκελος στο άβολο κρεβάτι, χωρίς σκέπασμα, με τα ρούχα της δουλειάς και το τηλέφωνο στο χέρι πάνω στην κοιλιά. Από το κόκκινο ντουβάρι κρέμεται η κοκκινωπή ζωγραφιά. Το ψηλό λαμπατέρ γυρισμένο πέρα από μένα για να μη με καρφώνει στο μυαλό ρίχνει το άσκοπο φως του προς την πόρτα. Ο ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός, μένουν σίγουρα τέσσερεις πέντε ώρες ακόμα. Αλλάζω γνώμη, κλείνω τα βλέφαρα, αφού δε χτυπάει το τηλέφωνο όλα καλά, αν είμαι έξτρα τυχερός θα λαγοκοιμηθώ ως την πρώτη ενημέρωση στις εφτά.
-Το βλέπω που είσαι ξύπνιος ρε.
Αισθάνομαι ξένη ζέστη στο κούτελό μου. Ανοίγω τα μάτια πάλι, βλέπω μια μούρη κολλημένη στη δικιά μου, η πλαστική θήκη του στρώματος τρίζει σαν μικρές κλανιές ενώ προσπαθώ να φτάσω τα γυαλιά μου απ'το περβάζι, ρίχνω τη λίστα των πεθαμένων στο πάτωμα, το στηθοσκόπιο, το άδειο πλαστικό ποτήρι, τώρα έχω ξυπνήσει οριστικά, την ανάσα αυτή την έχω ξαναμυρίσει.
-Τι στην ευχή, πώς μπήκες μέσα;
-Δεν είχες κλειδώσει.
-Πώς ήξερες πως ήμουν εδώ;
-Ρώτησα τη Μαριόλλα στο ισόγειο.
-Ποια είναι η Μαριόλλα; Ρεσεψιόν;
-Ναι.
Θέλω να τον πάρω αγκαλιά αλλά αποφασίζω να τρίψω τα μάτια μου που ζουμιάζουν και με φαγουρίζουν. Καθαρίζω το λαιμό μου, ο εξαερισμός του νοσοκομείου με κάνει σαν αφυδατωμένο λαχανικό. Πατάω πάνω στα σαμπώ χωρίς να βάζω τις πατούσες μέσα. Αυτός στέκεται ένα μέτρο απ'το κρεβάτι. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει να πει, αλλά φαίνεται φορτωμένος.
-Γιατί είσαι εδώ πάνω;
-Δεν έχει κίνηση.
-Γιατί δεν κοιμάσαι; Να κοιμηθώ κι εγώ, έγινε της πουτάνας όλο το βράδυ με τις ανακοπές.
Κάθεται κολλητά μου, τρίβει κι αυτός τα μάτια του, καθαρίζει και το λαιμό του, μου πιάνει σφιχτά το χέρι, το στρώμα τρίζει πάλι να σου οι μικρές κλανιές, οι παλάμες μου ιδρώνουν και τα αυτιά μου παίρνουν φωτιά, δεν έχει καν αρχίσει να μιλάει κι αισθάνομαι ήδη άβολα. Για λίγο δε λέει τίποτα και είναι σα φουσκόψαρο έτοιμο να εκραγεί. Τα νύχια του είναι ωραία και πλατιά και ομαλά από το βουρτσάκι των χειρουργείων. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά. Γέρνω το κεφάλι μου, το μάγουλό μου ακουμπάει στην κορυφή του κρανίου του. 
-Η Σουκριγιέ είπε να έρθετε για Πρωτοχρονιά, θέλει να σε γνωρίσει, δεν αντέχω άλλο, παίρνω όποια εφημερία ορφανεύει μήπως και συντονιστούμε, μου λείπεις, δεν αντέχω άλλο, η Σουκριγιέ με έχει εξαντλήσει, θέλει να έρθετε για Πρωτοχρονιά, νομίζει πως είμαι σαν τον πατέρα της, από τότε που έγινα δεκαοχτώ τα έκανα όλα όπως έπρεπε, όσο πιο σωστά ήταν όλα, τόσο πιο κοντά στο ευτυχισμένος θα ήμουνα, να μείνω στην ποδηλατική ομάδα, να γίνω ο πατέρας της Σουκριγιέ και ο πατέρας των παιδιών της Σουκριγιέ και ο πατέρας των πατεράδων μας και να γίνω ειδικός και να έχω σπίτι με αυλή και δυο αμάξια και δεν ήμουν ποτέ τόσο ευτυχισμένος και τόσο δυστυχισμένος όσο τώρα.

Ο τωρινός μου εαυτός, ο καινούριος, θέλει να ρωτήσει γιατί τα κάνει όλα πιο δύσκολα απ'όσο είναι. Αλλά ο άλλος εντός μου, ο περασμένος εαυτός, καταλαβαίνει στο μεδούλι το μαλακισμένο μηχανισμό, την αυτοκαταπίεση, την ψευδαίσθηση του σφιχτού γιακά των υποχρεώσεων και των προσδοκιών. Φιλώ το κρανίο του, ρουθουνίζω, μυρίζει παρήγορα, λες και πήγα από όνειρο σε όνειρο και από φαντασία σε φαντασία, και είναι ακόμα Κυριακή πρωί και το τραβέρσο κελαηδάει Τέλεμανν και δεν έχω ξυπνήσει. Ξέρω απ'έξω κι ανακατωτά πώς είναι, δεν έχω ξεχάσει τα χρόνια που όλα τα τρομαχτικά και όλα τα γυναικεία τα είχα καταχωνιασμένα κλειδωμένα και κρυμμένα κάπου πίσω απ'το στομάχι μου, και τώρα που έχω κάνει πέρα το χαλί και τα σανίδια πλημμύρισε όλο το υπόγειο με όλα αυτά που με μια για χρόνια λέξη σιχαμένη και ταμπού λέγονται αγάπη, τι σκατά, ακόμα κάπως με ζορίζει, να σταθώ και να τη δω στα μάτια, αλλά με λίγο σφιγμένα δόντια το κάνω και το ξανακάνω και γίνεται πιο εύκολο κάθε φορά, και οι ζωές μου και οι ζωές των άλλων μπλέκονται σαν λεπτό νήμα που παράπεσε και δε μαζεύτηκε σωστά, καύλα και νοιάξιμο και φόβος του θανάτου και τρυφεράδες, ανάθεμα, τίποτα δε με τρομοκρατεί, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο, και ψάχνω εντός μου αλλά δε βρίσκω πια εκείνο το θυμό, εκείνες τις αμφισβητήσιμες προθέσεις, το πουτανιάρικο αρχίδι έχει αντικατασταθεί από ένα μεγάλο κανελλή σκύλο, με ένα άπατο βαρέλι καλοπροαίρετων σκέψεων γι'αυτούς που το ερπετομυαλό μου κρίνει άξιους, και μια ξερή αδιαφορία για όλους τους υπόλοιπους και να πάνε να γαμηθούνε. Έχω προδώσει πολλά από τα απόλυτα τσιτάτα που είχα για πυξίδα π.χ. δε χέζουμε εκεί που τρώμε, οι σκύλοι άλλωστε τρώνε και σκατά δεν έχουν τέτοιες αναστολές, αλλά όπως και να'χει η καταστροφή δεν εμφανίστηκε, και από τις τουλίπες αναδύθηκα σαν κακοταϊσμένος φυματικός Βούδας. 
-Σε βλέπω στον ύπνο μου όταν έχω καιρό να σε δω στ'αλήθεια. Θέλω να σε λιώσω κάθε φορά που σε πετυχαίνω. Και κόψε τις μαλακίες με τις εφημερίες λες και δεν έχουμε αρκετές.
Βγάζω το πρόγραμμά μου από τη βυζοτσέπη, ένα χαρτί Α4 διπλωμένο σε μικρό κωλοχαρτάκι, και το μπάζω στη δικιά του. 

Τα τηλέφωνα κάνανε μόκο ως το πρωί. Παραλίγο να χάσω την ενημέρωση των οχτώ, την πρώτη την έχασα και από συναδερφική αλληλεγγύη δε με πήρε κανείς από τους υφιστάμενούς μου να με ξυπνήσει, κάτι που προς τιμήν τους κάνουν συχνά. Έχυσα πάνω στο κλαζοκρεβάτι και ο Άλμπερτ έχυσε στο στόμα μου. Όταν φύτρωσε ο χλωμιάρης ήλιος με την πορτοκαλιά άλω που μου έμοιαζε ύποπτα πολύ, το πρόγραμμα εφημεριών μου συνέχιζε να βρίσκεται στη βυζοτσέπη του Άλμπερτ, τα λόγια του συνέχιζαν να αράζουνε στο νου μου, οι ταρίφες έρχονταν και έφευγαν από την πιάτσα της κύριας εισόδου, οι γλάροι κάθονταν στις στέγες δίπλα στα περιστέρια, οι νεκροί περίμεναν στο νεκροθάλαμο τη φρέσκια πρώτη γραμμή να τους γράψει τα θανατόχαρτα, ακάθεκτος στ'αρχίδια του ο κόσμος, όπως κάθε πρωί. Ο μεγάλος κανελλής σκύλος κοίταξε καλά την κοκκινωπή ζωγραφιά και βγήκε απ'το εφημερείο, η Μαριόλλα είχε σχολάσει και το κλειδί το πήρε η πρωινή βάρδια, ο Άλμπερτ κίνησε χαρωπός για τη δικιά τους ενημέρωση, περίμενε να μ'ακούσει να λέω "έχεις δίκιο, όλα είναι εφιαλτικά" αλλά αντ'αυτού είπα εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι τίποτα, είναι φανταστικό φάρμακο όταν το εννοείς, και ανάθεμά με αν δεν το εννοούσα, έχω ασθενική καρδιά αλλά έχει πείσμα, ε ναι, γαμήσαμε εν ώρα υπηρεσίας, αλλά δουλέψαμε κιόλας, τα περιστατικά ήταν τσίφτικα, την Πρωτοχρονιά θα με γνωρίσει και η Σουκριγιέ για να της παίξουμε το θεατράκι από κοντά και να της βγει το άχτι και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Το δύσκολο είναι να διαλέξεις στρατόπεδο, άπαξ και περάσει η πρώτη νύχτα στο αντίσκηνο όλα παίρνουν το δρόμο τους, και η νύχτα πάντα περνάει.



もうりょう

 



(without death there is no life)

Η υγρασία στάζει απ'το μουστάκι, η σέλα του ποδηλάτου που στέκεται παρακεί έχει φτιάξει λιμνούλα στο βαθύτερο σημείο. Το κρύο δεν κολώνει, μπουφάν, πουλόβερ, πουκάμισο, πετσί, τα κόβει όλα και δε σταματάει παρά όταν βρει τα κόκκαλα. Άπνοια, πυκνά χαμηλά σύννεφα γλείφουν το έδαφος, σε πρώτη όψη λες όμιχλη αλλά όχι, είναι αλλιώτικος καιρός, είναι το ωκεάνιο κλίμα των χαμηλών ακτών, είναι η ανάσα του χειμώνα σ'ένα ανατριχιασμένο σβερκάκι. Γαλότσες, κάλτσες θινσουλέητ 40 χιλιοστών και παρ' όλ' αυτά νιώθω το νερό να μου ρουφάει τη ζέστα. Ο φακός με τυφλώνει, τα βήματά της γίνονται όλο και πιο σαφή καθώς βγαίνει στα ρηχά και ο πάτος γίνεται όλο και πιο κολλώδης και ο εξοπλισμός όλο και πιο βαρύς χωρίς την αρχιμήδεια ευλογία, οι καλαμιές του W a t t e n  λαμποκοπάνε μες στον κρύο τους ιδρώτα, φιλτραρισμένη πίσω απ'το κεντητό τους ξεχωρίζει η χλωμή μου μούρη και το αφρόντιστο μουσκεμένο μουστάκι και η λαβή του φερμουάρ κάτω απ'το στενό πηγούνι σαν να τα βλέπω σε φωτογραφία, και από την ανελέητη μέρα του φακού ανατέλλει ένα κεφάτο σφύριγμα, χαμηλώνω το βλέμμα, να οι γαλότσες μου, με τυφλώνεις, το πνεύμα του βάλτου αντηχεί κοροϊδευτικά, με τυφλώνεις, και ξαναπιάνει το σφύριγμα, σηκώνω το βλέμμα, να ο ουρανός ένα παλιό σεντόνι, το φεγγάρι φαίνεται πίσω από τους υδρατμούς σαν οιωνός αυτοκινήτου πίσω από στροφή σε δασική οδό, μου έλειψες, χαμηλώνει το φακό, το κρύο γάντι μου πιάνει το γενάκι και με γυρνάει προς το μέρος της, Τι είπες; η φωνή ανθρωπινή αλλά η όψη ξένη, η μάπα ζουληγμένη από τη στολή και τη σηκωμένη μάσκα και τα χείλια κωλοτρυπιδιασμένα από τον αναπνευστήρα, ετοιμάζεται να με κατασπαράξει, θα μου φάει τα σωθικά και θα αφήσει το τομάρι μου σαν άδειο σακούλι στην πράσινη λασπερή όχθη, αλλά δε στέκομαι από τύχη στη μέση του πουθενά στην κοιλιά της νύχτας, μια φορά γιοκάι αυτή, δέκα εγώ, μου έλειψες, οι λέξεις αναδύονται απ'το κεφάλι μου σαν σπόροι μανιταριών, ο αιώνιος πυρετός της με τυλίγει σα βλεννώδες πέπλο, ο φακός σβήνει και όλα σκεπάζονται από ένα γλυφό φιλί, δεν είναι αλληγορία, έτσι έγινε ακριβώς, και έπειτα οι κόρες στα πελώρια μάτια της εξαφανίζονται, τα σκίζει η απογοήτευση, τη γέλασα, δεν έχω σωθικά, δεν είμαι καν νεκρός, δεν έζησα ποτέ.

The labyrinth habit


 

Alle naslang wegrannte ich bis ich in die Ecke getrieben wurde und dann Simsalabin wie ein Phönix aus der Asche bin ich mit heiler Haut davongekommen, alles ist mir ein Heimspiel. Nicht schlecht, Herr Specht.

...nor will I love another one, until the day I dee


... 

My love has built up a bonny ship, and he set her on the sea
with seven score good mariners, for to bear her company
there is three score is sunk m' lads and three score dead at sea
and the lowlands of Holland hae twined my love and me

Καπνά

D I A L O G

09/2021 Στην αυλή του πατρικού είναι στημένες οι δυο μεταλλικές καρέκλες κήπου με τα αρχαία μαξιλαράκια. Έχει ήλιο. Ο πατέρας καπνίζει. Ήταν μεγάλο θέμα τότε που το Εμ-Ες Σελεμπρέησον εμβόλισε το φορτηγό Καπετάν Σαν Λουί, εσύ δεν το θυμάσαι, μιλούσες, είχες μιλήσει νωρίς, αλλά ήσουν δεκατεσσάρων, όχι, ψέματα, δεκατριών μηνών και λίγων ημερών, τι να θυμηθείς, το φορτηγό κουβαλούσε τσιμέντο, βούλιαξε σε δέκα λεπτά, ήταν πολύ μεγάλο θέμα, φρικτή ιστορία, σημαία ευκαιρίας το Σελεμπρέησον, δεν έπαθε τίποτα το τέρας, η μάνα σου το έλεγε και το ξανάλεγε, "το έκοψε σαν βούτυρο και το ρούφηξε η θάλασσα", μαζί με τον καπετάνιο που δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε και άλλους δυο. Οι υπόλοιποι σώθηκαν, τους μάζεψε το Σελεμπρέησον και μετά τους έχεσαν και από πάνω επειδή δεν είχαν ανάψει λάμπες. Δεν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το σόναρ στο Σελεμπρέησον, είχε πολύ καλό καιρό και τεμπέλιαζαν, αλλά το φορτηγό είχε διακοπή ρεύματος και δεν είχε φώτα και δεν το είδαν, τους κάλυψε όλους ο καπετάνιος, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Γκαβίνο, πέθανε ο Γκαβίνο πέρσυ, στο είπα; Μίλησα με τον Άλεξ -Ποιον Άλεξ; -Τον Αλεσσάντρο, μιλήσαμε τελευταία φορά το χειμώνα και μου το είπε. Τέλοσπάντων, έφτασε και κοντά εκατό χρονών, πλήρης ημερών, έκανε πολλά ταξίδια μετά το συμβάν, δε μασούσε.

09/2021 Ο πελάτης πήρε το αφεντικό και είπε πως δεν παραδώθηκαν ποτέ οι εκτυπώσεις. Και του έστειλε φωτογραφία την αποθήκη του άδεια με ημερομηνία για να δείξει πως δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Σοβαρά; Το αφεντικό είχε δει τις πλάκες πριν τυπώσω. Τι θα τα έκανα εκείνα τα βουνά πανί με τις ροζουλί μαλακίες, στούμπο; Ο φορτηγατζής της Ντι Χο Ελ έβγαλε φωτογραφία όταν έκανε την παράδοση και είχαμε την ίδια ακριβώς αποθήκη γεμάτη ντοκουμέντο, δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο. Φτηνιάρης κουτοπόνηρος, ακούς; Άκου. Δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Να σου στρίψω ένα; Γνέφω όχι. Έλα, θα σου στρίψω. Μετά άλλαξε το τροπάριο, πήγε να διαπραγματευτεί μήπως και γλυτώσει κανένα κατοστάρικο. Είπε οι γωνίες ήταν λυγισμένες, να του κόψουμε δώδεκα τοις εκατό. Εγώ είπα από μέσα μου να πάρει το σίδερο να τις σιδερώσει άμα είναι λυγισμένες, και εκεί που θα το έχει βάλει μπρος, να σιδερώσει και το κωλόστόμά του. Τον ταχτοποίησε το αφεντικό. Ανάβει το τσιγάρο και μου το δίνει. Ανάβει και το δικό του. Δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο, Φ. Εντάξει, ίσως εσύ, που κάθε φτηνό πλοτ τουήστ στις χαζοταινίες σε αφήνει μαλάκα. Αλλά εγώ όχι, και το αφεντικό έκλεισε τα εβδομήντα ένα, θα του έκλανε τις μπάλες.

09/2021 Ψαχουλεύω στο μπωλ της πίπας για να κάτσει ο καπνός, ανάβω και καπνίζω βιαστικά και πειναλέα και καίγεται η γλώσσα μου. Στην παλιά καρέκλα δίπλα στο παράθυρο η κοφτή κουρτίνα κάθε τρύπα και ηλιαχτίδα ρίχνω πασιέντζα αλλά είμαι μόνος μόνο στα χαρτιά στο νου μου παίζει το φιλμ της νοσταλγίας σε αέναη επανάληψη μια δυο δροσοσταλίδες από μένα σε σένα ένα πρωί στο τζάμι μια νύχτα ομιχλώδης και λίγα λόγια περήφανος για όλα με τη γενειάδα κουρεμένη με τα λιπόσαρκα μάγουλα και το στενό πηγούνι και ο λαιμός δοκιμασμένος φανερά, θα σε κάνω ό,τι θέλω και αυτό σημαίνει θα σε κάνω ό,τι θες, και μετά θα σε σκεφτώ μια ώρα σαν αυτή και να που βγαίνει και η πασιέντζα.

07/2021 Το παράθυρο της κουζίνας ανοίγει διάπλατα. Μόλις έχω πάρει τη στροφή στο χαλίκι με το ποδήλατο και ξεκαβαλάω. Η γυναίκα στέκεται πίσω από το νεροχύτη και κρατάει ένα βαρύ σακούλι και το κουνάει πέρα δώθε από το ανοιχτό παράθυρο. Από το στόμα της κρέμεται ένα σβηστό τσιγάρο κατά τα γνωστά. Τα μαλλιά της είναι ακόμα διπλωμένα εντός τους τυλιγμένα έτσι αυστηρά και το απογευματινό φως φωτίζει δυο φιλντισένιους στερνοκλειδομαστοειδείς. Της γνέφω τι, με ερωτηματικό. -Σάπιες! Σάπιες οι πουτάνες ακόμα δεν τις πήραμε. -Θέλεις τίποτα άλλο απ'τη μαρκέτα; -Την πούτσα σου. -Δεν την πουλάνε στο ΝΕΤΤΟ. Μου στέλνει ένα φιλί απ'αυτά τα επιδέξια που τα καταφέρνει πάντα με το τσιγάρο στο στόμα και ξανανεβαίνω στο ποδήλατο. Η γυναίκα μου, που ήτανε γραφτό να γίνει γυναίκα του μαφιόζου, αλλά δεν πίστευε στη μοίρα.

05/2021 Ακούγονται χαρτιά και σακούλες από το τηλέφωνο, ή ίσως είναι αρτεφάκτ από την ανοιχτή ακρόαση, είμαι στην εθνική και δεν έχει καλό σήμα, τελικά ακούγεται τσακμάκι. Η γιαγιά καπνίζει τα σλιμς, σχεδόν τη βλέπω εμπρός μου. -Έχει εκεί να μου στείλεις χαρουπάλευρο; -Χαρουπάλευρο; Να πάω στα βιολογικά να δω, στο Μασούτη δεν έχει. Ξέρεις πώς τα λέγαμε τα χαρούπια; Ξυλοκέρατα. Τα έφαγε ο κόσμος στην Κατοχή, αλλιώς ήταν για τα ζώα, θρεπτικά βλέπεις.


Mine to you:

The heart is the toughest part of the body.
Tenderness is in the hands.
-C. Forché

x

Yours to me:

O remember
in your narrowing dark hours
that more things move
than blood in the heart.
-L. Bogan


x