© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μεγάλος κανελλής σκύλος

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Ένα μυστήριο πράγμα. Ομίχλη στο ενάμισι μέτρο ύψος σαν αιωρούμενη ζώνη και από κάτω και από πάνω τα πάντα διαυγή. Ένας βιαστικός κοκκινολαίμης που αποφάσισε να κάτσει σε έναν ώμο. Το Βόρειο Σέλας και ο μαλακός αποβροχάρης δυτικά του Ράμπεργκ. Τα φρούτα του ευώνυμου του ευρωπαϊκού πασπαλισμένα με πρώιμο χιόνι. Το ζυμάρι κάτω από την πετσέτα σε μια ζεστή κουζίνα. Τα πόδια, το ένα εμπρός από το άλλο, βήμα βήμα, χιλιόμετρα στην ψιλή άμμο και στο βάθος το μπούνκερ.
Ξύπνα!
Τα γυαλιά που θολώνουν μόλις μπαίνω στον παλιό φούρνο του Κερτεμίνε απ'το κρύο έξω. Το παράθυρο στο Ραβελίνεν που βλέπει τη λίμνη στολισμένο με λαμπιόνια. Τα πράσινα τσουλούφια των υακίνθων. Οι πεταλούδες το καλοκαίρι γύρω απ'τους θάμνους στη δυτική ακτή. Η κουβέρτα που μου έκανε δώρο το νοσοκομείο πριν δυο τρία χρόνια τώρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ανάμεσα στα κουκλιά και τα μαξιλαράκια. Φλάουτο τραβέρσο, Τέλεμανν και κυριακάτικη ησυχία.
-Ξύπνα!
Τα βλέφαρά μου είναι πρησμένα και ξερά από την αγρύπνια, ανοίγω τα μάτια σαν να ξεκολλάω το περιτύλιγμα από καραμέλες που έμειναν στον ήλιο. Είμαι ανάσκελος στο άβολο κρεβάτι, χωρίς σκέπασμα, με τα ρούχα της δουλειάς και το τηλέφωνο στο χέρι πάνω στην κοιλιά. Από το κόκκινο ντουβάρι κρέμεται η κοκκινωπή ζωγραφιά. Το ψηλό λαμπατέρ γυρισμένο πέρα από μένα για να μη με καρφώνει στο μυαλό ρίχνει το άσκοπο φως του προς την πόρτα. Ο ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός, μένουν σίγουρα τέσσερεις πέντε ώρες ακόμα. Αλλάζω γνώμη, κλείνω τα βλέφαρα, αφού δε χτυπάει το τηλέφωνο όλα καλά, αν είμαι έξτρα τυχερός θα λαγοκοιμηθώ ως την πρώτη ενημέρωση στις εφτά.
-Το βλέπω που είσαι ξύπνιος ρε.
Αισθάνομαι ξένη ζέστη στο κούτελό μου. Ανοίγω τα μάτια πάλι, βλέπω μια μούρη κολλημένη στη δικιά μου, η πλαστική θήκη του στρώματος τρίζει σαν μικρές κλανιές ενώ προσπαθώ να φτάσω τα γυαλιά μου απ'το περβάζι, ρίχνω τη λίστα των πεθαμένων στο πάτωμα, το στηθοσκόπιο, το άδειο πλαστικό ποτήρι, τώρα έχω ξυπνήσει οριστικά, την ανάσα αυτή την έχω ξαναμυρίσει.
-Τι στην ευχή, πώς μπήκες μέσα;
-Δεν είχες κλειδώσει.
-Πώς ήξερες πως ήμουν εδώ;
-Ρώτησα τη Μαριόλλα στο ισόγειο.
-Ποια είναι η Μαριόλλα; Ρεσεψιόν;
-Ναι.
Θέλω να τον πάρω αγκαλιά αλλά αποφασίζω να τρίψω τα μάτια μου που ζουμιάζουν και με φαγουρίζουν. Καθαρίζω το λαιμό μου, ο εξαερισμός του νοσοκομείου με κάνει σαν αφυδατωμένο λαχανικό. Πατάω πάνω στα σαμπώ χωρίς να βάζω τις πατούσες μέσα. Αυτός στέκεται ένα μέτρο απ'το κρεβάτι. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει να πει, αλλά φαίνεται φορτωμένος.
-Γιατί είσαι εδώ πάνω;
-Δεν έχει κίνηση.
-Γιατί δεν κοιμάσαι; Να κοιμηθώ κι εγώ, έγινε της πουτάνας όλο το βράδυ με τις ανακοπές.
Κάθεται κολλητά μου, τρίβει κι αυτός τα μάτια του, καθαρίζει και το λαιμό του, μου πιάνει σφιχτά το χέρι, το στρώμα τρίζει πάλι να σου οι μικρές κλανιές, οι παλάμες μου ιδρώνουν και τα αυτιά μου παίρνουν φωτιά, δεν έχει καν αρχίσει να μιλάει κι αισθάνομαι ήδη άβολα. Για λίγο δε λέει τίποτα και είναι σα φουσκόψαρο έτοιμο να εκραγεί. Τα νύχια του είναι ωραία και πλατιά και ομαλά από το βουρτσάκι των χειρουργείων. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά. Γέρνω το κεφάλι μου, το μάγουλό μου ακουμπάει στην κορυφή του κρανίου του. 
-Η Σουκριγιέ είπε να έρθετε για Πρωτοχρονιά, θέλει να σε γνωρίσει, δεν αντέχω άλλο, παίρνω όποια εφημερία ορφανεύει μήπως και συντονιστούμε, μου λείπεις, δεν αντέχω άλλο, η Σουκριγιέ με έχει εξαντλήσει, θέλει να έρθετε για Πρωτοχρονιά, νομίζει πως είμαι σαν τον πατέρα της, από τότε που έγινα δεκαοχτώ τα έκανα όλα όπως έπρεπε, όσο πιο σωστά ήταν όλα, τόσο πιο κοντά στο ευτυχισμένος θα ήμουνα, να μείνω στην ποδηλατική ομάδα, να γίνω ο πατέρας της Σουκριγιέ και ο πατέρας των παιδιών της Σουκριγιέ και ο πατέρας των πατεράδων μας και να γίνω ειδικός και να έχω σπίτι με αυλή και δυο αμάξια και δεν ήμουν ποτέ τόσο ευτυχισμένος και τόσο δυστυχισμένος όσο τώρα.

Ο τωρινός μου εαυτός, ο καινούριος, θέλει να ρωτήσει γιατί τα κάνει όλα πιο δύσκολα απ'όσο είναι. Αλλά ο άλλος εντός μου, ο περασμένος εαυτός, καταλαβαίνει στο μεδούλι το μαλακισμένο μηχανισμό, την αυτοκαταπίεση, την ψευδαίσθηση του σφιχτού γιακά των υποχρεώσεων και των προσδοκιών. Φιλώ το κρανίο του, ρουθουνίζω, μυρίζει παρήγορα, λες και πήγα από όνειρο σε όνειρο και από φαντασία σε φαντασία, και είναι ακόμα Κυριακή πρωί και το τραβέρσο κελαηδάει Τέλεμανν και δεν έχω ξυπνήσει. Ξέρω απ'έξω κι ανακατωτά πώς είναι, δεν έχω ξεχάσει τα χρόνια που όλα τα τρομαχτικά και όλα τα γυναικεία τα είχα καταχωνιασμένα κλειδωμένα και κρυμμένα κάπου πίσω απ'το στομάχι μου, και τώρα που έχω κάνει πέρα το χαλί και τα σανίδια πλημμύρισε όλο το υπόγειο με όλα αυτά που με μια για χρόνια λέξη σιχαμένη και ταμπού λέγονται αγάπη, τι σκατά, ακόμα κάπως με ζορίζει, να σταθώ και να τη δω στα μάτια, αλλά με λίγο σφιγμένα δόντια το κάνω και το ξανακάνω και γίνεται πιο εύκολο κάθε φορά, και οι ζωές μου και οι ζωές των άλλων μπλέκονται σαν λεπτό νήμα που παράπεσε και δε μαζεύτηκε σωστά, καύλα και νοιάξιμο και φόβος του θανάτου και τρυφεράδες, ανάθεμα, τίποτα δε με τρομοκρατεί, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο, και ψάχνω εντός μου αλλά δε βρίσκω πια εκείνο το θυμό, εκείνες τις αμφισβητήσιμες προθέσεις, το πουτανιάρικο αρχίδι έχει αντικατασταθεί από ένα μεγάλο κανελλή σκύλο, με ένα άπατο βαρέλι καλοπροαίρετων σκέψεων γι'αυτούς που το ερπετομυαλό μου κρίνει άξιους, και μια ξερή αδιαφορία για όλους τους υπόλοιπους και να πάνε να γαμηθούνε. Έχω προδώσει πολλά από τα απόλυτα τσιτάτα που είχα για πυξίδα π.χ. δε χέζουμε εκεί που τρώμε, οι σκύλοι άλλωστε τρώνε και σκατά δεν έχουν τέτοιες αναστολές, αλλά όπως και να'χει η καταστροφή δεν εμφανίστηκε, και από τις τουλίπες αναδύθηκα σαν κακοταϊσμένος φυματικός Βούδας. 
-Σε βλέπω στον ύπνο μου όταν έχω καιρό να σε δω στ'αλήθεια. Θέλω να σε λιώσω κάθε φορά που σε πετυχαίνω. Και κόψε τις μαλακίες με τις εφημερίες λες και δεν έχουμε αρκετές.
Βγάζω το πρόγραμμά μου από τη βυζοτσέπη, ένα χαρτί Α4 διπλωμένο σε μικρό κωλοχαρτάκι, και το μπάζω στη δικιά του. 

Τα τηλέφωνα κάνανε μόκο ως το πρωί. Παραλίγο να χάσω την ενημέρωση των οχτώ, την πρώτη την έχασα και από συναδερφική αλληλεγγύη δε με πήρε κανείς από τους υφιστάμενούς μου να με ξυπνήσει, κάτι που προς τιμήν τους κάνουν συχνά. Έχυσα πάνω στο κλαζοκρεβάτι και ο Άλμπερτ έχυσε στο στόμα μου. Όταν φύτρωσε ο χλωμιάρης ήλιος με την πορτοκαλιά άλω που μου έμοιαζε ύποπτα πολύ, το πρόγραμμα εφημεριών μου συνέχιζε να βρίσκεται στη βυζοτσέπη του Άλμπερτ, τα λόγια του συνέχιζαν να αράζουνε στο νου μου, οι ταρίφες έρχονταν και έφευγαν από την πιάτσα της κύριας εισόδου, οι γλάροι κάθονταν στις στέγες δίπλα στα περιστέρια, οι νεκροί περίμεναν στο νεκροθάλαμο τη φρέσκια πρώτη γραμμή να τους γράψει τα θανατόχαρτα, ακάθεκτος στ'αρχίδια του ο κόσμος, όπως κάθε πρωί. Ο μεγάλος κανελλής σκύλος κοίταξε καλά την κοκκινωπή ζωγραφιά και βγήκε απ'το εφημερείο, η Μαριόλλα είχε σχολάσει και το κλειδί το πήρε η πρωινή βάρδια, ο Άλμπερτ κίνησε χαρωπός για τη δικιά τους ενημέρωση, περίμενε να μ'ακούσει να λέω "έχεις δίκιο, όλα είναι εφιαλτικά" αλλά αντ'αυτού είπα εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι τίποτα, είναι φανταστικό φάρμακο όταν το εννοείς, και ανάθεμά με αν δεν το εννοούσα, έχω ασθενική καρδιά αλλά έχει πείσμα, ε ναι, γαμήσαμε εν ώρα υπηρεσίας, αλλά δουλέψαμε κιόλας, τα περιστατικά ήταν τσίφτικα, την Πρωτοχρονιά θα με γνωρίσει και η Σουκριγιέ για να της παίξουμε το θεατράκι από κοντά και να της βγει το άχτι και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Το δύσκολο είναι να διαλέξεις στρατόπεδο, άπαξ και περάσει η πρώτη νύχτα στο αντίσκηνο όλα παίρνουν το δρόμο τους, και η νύχτα πάντα περνάει.