Μέρα 4. Τα αδύναμα γόνατα των προσκυνητών
Das Johannisfeuer springen wir
nicht über. Gott will es so
die kurze Nacht, die hohe Flammen
die kurze Lunte der Lust, die hohe Erwartungen
der Preis, den man zahlt für Zauberei
ist das Heißbrand man bekommt wenn man liebt
die weiche Knie der Pilger.
---
Στις ανοιχτωσιές ετοιμάζουν τα γαϊτανάκια. Παραμονή Μεσοκαλόκαιρου. Από το Ρίμπερσμποργκ φαίνεται η γέφυρα του Όερεσουντ το δόντι του φιδιού. Είναι νωρίς αλλά έχει ήλιο. Οι σανίδες είναι κρύες. Ξεγυμνωνόμαστε βιαστικά και τρέχουμε στο νερό. Είναι πιο κρύο απ'τις σανίδες. Ένας κύκνος κάνει τον ωραίο. Βουτάω ξανά και ξανά και πιάνω τις φυτρωμένες πέτρες του βυθού και τη λεπτή λάσπη ώσπου ζαλίζομαι. Αυτός κάνει απλωτές και ξεφυσάει σαν φώκια. Όταν βγαίνουμε έχουμε τις μικρότερες ψωλές της Σκανδιναβίας και ένας γέρος κάθεται παραδίπλα φορώντας μόνο την πετσέτα του. Καθόμαστε κάτω με τους γυμνούς κώλους και στεγνώνουμε στον ήλιο. Hei, tag et bilde av oss, vil du? λέει ξαφνικά στο γέρο. Ο γέρος απαντάει κάτι στα σουηδικά, αυτός του δίνει το κινητό του, και μας βγάζει δυο φωτογραφίες για καλό και για κακό. Είμαστε φοβερά χαρούμενοι. Τις εγκρίνει. For når jeg er gammel og rynkete som deg. (Για όταν θα είμαι γέρος και ρυτιδιάρης σαν κι εσένα.) Ο γέρος γελάει.
---
Στο σταθμό αναπνέουμε ακόμα τους υδρατμούς της πρωινής βουτιάς. Μου κρατάει το χέρι κοντά στην τσέπη μου, σχεδόν μέσα, και με σφίγγει. Το τραίνο ετοιμάζεται να φύγει, κάνω να φύγω και με σφίγγει πιο πολύ. -Vil du virkelig gå? -Nej. Jeg gider ikke togene uden dig. Τραβιέμαι και ανεβαίνω ενώ σφυρίζει το μπιπ-μπιπ-μπιπ. Τελευταία στιγμή ανεβαίνει κι αυτός. Έχει φρικόρτ όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων. Τον βλέπω καχύποπτα, πού έχεις να πας, πονηριάρικο ζωάκι; -Hvor skal du hen? -Frem og tilbake bare. -Ærinde? -Tvert imot.
Κάνει τη διαδρομή μαζί μου μέχρι τη δυτική ακτή. Όταν φτάνουμε, αρχίζει η βροχή που υποσχέθηκαν, πρώτα μαλακή και μετά σεντόνια. Ο σταθμός είναι άδειος όπως πάντα, εδώ έχει ησυχία, είναι η κωλότρυπα της Δανίας, η άκρη του μικρού μας κόσμου. Η κοπελίτσα στο 7-11 ακουμπάει το πηγούνι στον πάγκο. Η Γροιλανδέζα κυρία της καθαριότητας καθαρίζει τα πλακάκια εμπρός από τις τουαλέτες. Κουμπώνω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής και φοράω την κουκούλα. Ο ελεγκτής με φιλάει στο στόμα, βγάζει το κουτί με το σνους και ρίχνει μια ματιά στον πίνακα με τα δρομολόγια. Τον αφήνω να στέκεται δίπλα στην παλιά ξύλινη πόρτα του σταθμού, με τα στρωμένα του μαλλιά-πατέ-συκωτιού, πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας του Κάουρισμακι.
---