Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.
Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.
Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.
Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.
Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.
Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.
Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.
Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.