Μέρα 3. Χορτάρι που χορεύει στον αέρα
Sieh, das schwankende Gras
in mir schwanket es leise
Sieh, die Felder im Sommer
in mir liegen sie saftig
Sieh, die strahlende Sonne
in mir scheint sie schön
Warte nicht auf Gott
sprechen wird er nicht
außer durch mich.
Du bist wach.
---
Σταματάμε πάνω στο δρόμο έξω από το Γκίλλαστι για να ξεπιαστούμε, έχει ερημιά. Γύρω χωράφια με ξανθοπράσινα σπαρτά και πιο πέρα δάσος. Ανοίγει ένα Φάξε Κόντι που λιαζόταν στο πίσω κάθισμα μαζί με το κουβερτάκι.
-Du vet hvordan... se hvordan... Markerne om sommeren. Solen skinner. Gress svaier hit og dit i vinden. Sånn har jeg det.
-Hej, P. Må jeg spørge dig noget?
-Absolut.
-Tager du pis på mig, mand?
-For en tosk!
(-Ξέρεις πώς... δες πώς... Τα λιβάδια το καλοκαίρι. Ο ήλιος λάμπει. Το χορτάρι χορεύει πέρα δώθε στον αέρα. Έτσι αισθάνομαι.
-Έι, Π. Να σε ρωτήσω κάτι;
-Φυσικά.
-Με δουλεύεις ρε;
-Για δες έναν ηλίθιο!)
Το στόμα του έχει γεύση Φάξε Κόντι, το πρόσωπό του μυρίζει σκόνη, τα μάτια του είναι σχεδόν κλειστά απ'το φως. Είναι ζεστός και όπου τον βλέπει ο ήλιος πιο ζεστός ακόμα. Τα μάγουλά μου έχουν καεί. Για τις αμαρτίες κανείς δεν κρατάει λογαριασμό. Το ραβδί βρίσκει την πλάτη ολωνών. Η τιμωρία του χειμώνα σ'αυτά τα μέρη διαρκεί πολύ και είναι σκληρή, το χρώμα χάνεται απ'τον κόσμο. Μετά έρχεται μια μέρα σαν κι αυτή και συγχωρούνται όλα.
---
Η Καρολίνα δουλεύει σε μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια και μπεζ ρούχα για τα μωρά των πλουσίων. Είναι η τροφός-κολλητή, μια σαρανταπεντάρα με σιδερωμένα μαλλιά και χελιδόνια τατουάζ στις κλείδες. Είναι κι αυτή κομπάρσος. Είναι η μόνη από τον κύκλο που ξέρει πως ο ελεγκτής πειραματίζεται, τώρα και με ποιον. Στην τρίτη μπύρα, η Καρολίνα μας δείχνει το ίνστα-στόρυ που ανέβασε: ο φίλος της κι εγώ σκυμμένοι σαν επιμελείς μαθητές πάνω από το διπλωμένο περιοδικό με τα σταυρόλεξα. Η λεζάντα λέει gav dom korsord, får nu ingen kontakt. (τους έδωσα σταυρόλεξα, τώρα δεν έχω καμία επαφή.) Με αιφνιδιάζει που μας βλέπω από ξένη οπτική. Φαίνομαι τσονταρισμένος σαν εισβολέας σε ένα σκηνικό από άλλη ταινία, καθόμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον αλλά όχι χωρίς δικαιολογία, φαίνεται ευτυχής και ανέμελος παρότι δε χαμογελάει, πάλι μικρό παιδί και θέλω να τον πάρω αγκαλιά και να τον λιώσω. Δεν ανήκω εδώ, στη θέση αυτή έπρεπε να ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που πηγαίνει στο κουρείο μια φορά το μήνα, που τη μέρα δουλεύει σε ένα μεγάλο μεσιτικό, που βγαίνει πάντα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, και που το καλοκαίρι κάνει γουήντ-σερφ. Κι όμως είμαι εδώ, ένα ισχνό αδηφάγο τέρας, έχω κλέψει τη θέση εκείνου που θα ήταν σωστό να είναι εδώ, τον έχω κατασπαράξει και τον έχω χέσει και δεν υπάρχει πουθενά, ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.
Η Καρολίνα με βολιδοσκοπεί όλο το βράδυ. Ξέρω πως όταν φύγω θα συναντηθούν για να του δώσει το πόρισμά της. Ξέρω επίσης πως ό,τι κι αν πει το πόρισμα, ο ελεγκτής δεν έχει σωτηρία. Είμαι τυχερός. Είναι στο όνομά μου. Κάθε άλλο ενδεχόμενο θα με έσπαγε σε εκατομμύρια θρύψαλα. Είμαστε τραγικά τρωτοί, είναι αυτό που διασκεδάζει περισσότερο από κάθε τι τα θεία. Τώρα δε φαίνεται ούτε ένα μικρό ράγισμα. Κάποτε θα χειμωνιάσει πάλι, αλλά όταν στέκεσαι στον ήλιο και χαζεύεις το χορτάρι που χορεύει, δε θέλει πολύ για να πειστείς πως αυτή τη φορά, ανάθεμα, πέτυχες το αιώνιο καλοκαίρι.
---