© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 5

Έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα που στάθηκα να πάρω μια ανάσα κοίταξα πίσω και η διαδρομή με διαπέρασε κατάστερνα σαν βέλος. Από την τρύπα που άνοιξε στο στήθος μου άρχισε να ρουφιέται όλο μου το παρελθόν, ξαφνικά ήμουν με την πλάτη στα επικείμενα, το βάρος της παλιάς μου απελπισίας μ'έσκιζε λίγο λίγο, και το αίμα που πήγε να τρέξει από την πληγή με ζέστανε παρήγορα-

-θύελλα και παλίρροια πλημμύρα, η παραλιακή κλειστή κάτω από δυο μέτρα θαλασσόνερο και φλοίσβος στον πεζόδρομο, το φέρρυ είχε κόψει, δεν είχε που να δέσει, η μύτη μου θα ξεκόλλαγε απ'το κρύο, απέναντι θολούρα, δε θα 'φτανα στο Χούζουμ ούτε αύριο, δεν έχει δουλειά σήμερα, μπήκα πάλι στ'αμάξι και πέντε λεπτά αργότερα στέγνωνα τις κάλτσες μου στο καλοριφέρ του παιδικού δωματίου του φίλου μου του Μ. ενώ αυτός έτρωγε σταφύλια Αιγύπτου από το τάπερ μισοξαπλωμένος στο καλοστρωμένο κρεβάτι του με τις χειροποίητες κουβέρτες. Τότε ήμουν με την Όλγα που ήταν στο Αμβούργο, δεν ξέρω πώς κατάφερνε και εκτιμούσε εκείνη την ελεεινή εκδοχή του εαυτού μου που της σέρβιρα, αλλά τελοσπάντων με θεωρούσε βαθύτατα γοητευτικό, με πήρε τηλέφωνο και άκουγα τη θύελλα να κάνει χου-χου στην αόρατη γραμμή μέσα στο θαλπερό δωμάτιο ενώ το ξύλο του κρεβατιού μου μούδιαζε την πλάτη, και με ρωτούσε καχύποπτα πού ήμουν και με ποιον γιατί την είχα ήδη κάψει, και ως συνήθως της έλεγα αλήθεια, είμαι με τον Μ. στο νησί, έχω ξεμείνει, το δελτίο καιρού είπε θα μείνουμε χωρίς φέρρυ ως την Πέμπτη, Mach bitte keine Dummheiten, ο Μ. που άκουγε από δίπλα μου μασουλώντας μου'κλεισε το μάτι, της είπα παιχνιδιάρικα Keine Sorge, Fräulein, schbin immer etepetete, du kennst mich da gut, ε, ναι, της έβαζα φωτιά, αναστέναξε, ήμουν αδιόρθωτος, δεν είχα σωτηρία, νομίζω αυτό τη συγκινούσε κάπως, τότε δε διαννοούμουν άλλο, ήμασταν ένας άστοχος συνδυασμός εν τέλει, η Όλγα κι εγώ, όμως με χρειαζόταν και τη χρειαζόμουν για να ναυπηγηθούμε ανάμεσα στις ξέρες εκείνων των εποχών, είμαι ανακουφισμένος που ξέφυγε απ'την τροχιά μου, ο καλβινισμός της με ανεχόταν όσο ήμουν σε πόλεμο με τις παρεκκλίσεις μου, αλλά ήταν τόσο μακρυά εκεί πέρα στο Αμβούργο, εμένα μ'έκρυβε καλά η Sturmflut, και μέσα στο πέπλο της αρμύρας, με τους γονείς του Μ. στον κάτω όροφο, έχωνα τη γλώσσα μου στο στόμα του και είχε γεύση από καλοκαίρι στις όχθες του Νείλου. 

-μια μέρα μισοσυννεφιάς όψιμη ανοιξιάτικη στο Στρατόνι με την ενοχή του ορυχείου μάρτυρα οι πατούσες μου στην παράξενη άμμο, η μικρή επέπλεε λίγο πιο κει σαν να την είχε πάρει ο ύπνος, την τράβηξα απαλά κοντό κυματάκι και την έφερα κοντά μου, το δέρμα της που μ'άγγιξε δε διέφερε απ'το νερό και την άμμο και την ανεμοπνοή και τις πευκοβελόνες όλα ένα, όλα ψήγματα Χαλκιδικής, ήξερα πως είχα ξεμείνει από χρόνο, ήξερα πως ο φρουρός ερχόταν να με σύρει πίσω στο κελί, αλλά ήμουν τόσο απελπισμένος που έκανα πως ήμουν ταξιδιώτης μ'ένα σκάφος που πορευόταν κάπου πέρα από τις ώρες και τις μέρες, φεύ για φαντασιόπληκτος. Η μικρή είχε μια εντυπωσιακή αντοχή μες στο νερό ακόμα και το χειμώνα, εγώ μελάνιαζα γρήγορα στ'ακροδάχτυλα, αυτή ζεστή και πάντα αυγουστιάτικη, την κράτησα εκεί, πανάλαφρη χάρη στον Αρχιμήδη, το κεφάλι της στον ώμο μου, ανέπνεε ήρεμα στ'αυτί μου, ήταν ύποπτα ήσυχη, Τι κάνεις ρε;, καμία απάντηση, έκανα να την σπρώξω λίγο πέρα και το κεφάλι μου σα να είχε πιαστεί κάπου, ψηλάφησα πίσω μου, είχε πλέξει τα μαλλιά μου με τα μαλλιά της, βρεγμένα και αλατωμένα όπως ήταν, ένα δίχρωμο τριχωτό τσουρέκι, το μήνυμα ήταν σαφές, εγώ όμως ήμουν πολύ απασχολημένος με την παράξενη εκείνη αίσθηση, πώς κατάφερνε να είναι και να μην είναι, ημιαόρατη σαν μέδουσα στα μεγάλα βάθη, πώς σχεδόν δεν υπήρχε γύρω μου τίποτε άλλο παρά η φιλόξενη θάλασσα, και μέσα σ'εκείνο το πέπλο της αρμύρας, με τον φρουρό να βαράει τις μπότες του  σε κάθε βήμα, ο χρόνος ξεπηδούσε από άπατο κουβά και πλημμυρίσαμε, οδήγησα Στρατόνι Σταυρό σαν τρελός ενώ αυτή μου έκλεινε τα μάτια στις στροφές, χτύπησε το κεφάλι της στην επικλινή στέγη ενώ μ'έπαιρνε ολόγυμνο με λύσσα με τα χέρια σφιχτά γύρω απ'το λαιμό μου, έχυσα σε ακριβώς δεκαοχτώ δευτερόλεπτα, Κι αν γκαστρωθείς; -Δε θα το μάθεις ποτέ. Το άλλο πρωί ξύπνησα μόνος δίπλα στη μισοδιαβασμένη Καρδιά του Σκότους.

-Πρωτοχρονιά στο πανάκριβο δωμάτιό μου στο Όσλο στην Χόλμπεργσπλαςς, το τραμ περνούσε κάθε τόσο και έτριζαν τα πάντα, από το γυρτό παράθυρο φαινόταν μόνο η ουράνια μαυρίλα. Ίσα που χωρούσε ένα διπλό κρεβάτι και ένα γραφειάκι, και επάνω στο κρεβάτι οκλαδόν εγώ και ο φίλος μου ο Μ., πίναμε εναλλάξ φραουλόγαλα και φτηνή σαμπάνια, είχαμε περάσει όλη τη μέρα περιπλανώμενοι στο μικρό χιονάκι και είχαμε ξυλιάσει στο πάρκο του Βίγκελαντ. Geh'n wir! -Hä? -Auf den Platz runter. -Warum denn bloß nicht? και βγήκαμε πάλι, και πήγαμε εκεί στην ανοιχτωσιά που ήταν μαζεμένος κόσμος καλοντυμένος με τα μπουκάλια κρυμμένα σε χαρτοσακούλες, και έφυγε ο χρόνος και σαν να εξαφανίστηκαν όλοι εκτός από εμάς, και εκεί μπροστά στο παλάτι τελείωσα το φραουλόγαλα και τελείωσε τη σαμπάνια, Ach du fucking Milchbart, μου είπε τρυφερά και μου σκούπισε το μουστάκι, και μετά άρχισε να μου λέει πού θα λιαζόμασταν το καλοκαίρι.

-στη μνήμη μου η πραγματικότητα είναι εκεί για να με φροντίζει, να μ'έχει ευχαριστημένο, να με πληγώνει, να με απελπίζει, είναι εκεί επειδή είμαι εγώ εκεί, στη μνήμη μου όλα υπάρχουν για να αφήνουν κάποιο σημάδι στο λεπτό κοκκινοτρίχικο πετσί μου, όταν σκαλίζω μες στο κεφάλι μου δε μπορώ να βρω τίποτα που απλά μου συνέβη χωρίς να με τσαλακώσει, δεν είμαι εγωπαθής, είναι ο μηχανισμός που με εκθέτει έτσι, το πώς λειτουργεί ο αστείος κοινός νους, έχω άλλοτε ισχυριστεί πως έχω ασθενική μνήμη, ψέμα, θυμάμαι αποσπασματικά, αλλά θυμάμαι όλες τις σκηνές που με τσαλάκωσαν με κάθε λεπτομέρεια, θυμάμαι τι μάρκα ήταν το φραουλόγαλα, θυμάμαι τι χρώμα ήταν το καπάκι του τάπερ με τα σταφύλια, θυμάμαι τι σαπούνι μας έπλυνε μετά από εκείνο το κολύμπι, θυμάμαι πολύ καλά τις λέξεις και τις μυρωδιές και τις εκφράσεις, κι ας πάνε πέντε δέκα δεκαπέντε χρόνια, το παρελθόν συμπυκνώνεται και γίνεται σαν κεντρί από πάγο και όταν με καρφώνει λιώνει και δεν αφήνει ίχνος, δεν είμαι ποτέ μόνος, δεν είμαι ποτέ μόνος

έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα στέκομαι να πάρω μια ανάσα
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα όμως
δεν είμαι μόνος
οπότε κάτι θα καταφέρουμε.