© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Οφηλία

Έφυγα απ'το χωριό ενώ σουρούπωνε και με ρούφηξε το δάσος. Πέρασα μονοπάτια και δρασκέλισα χειμάρρους και σκαρφάλωσα βράχους και μισοκρεμασμένα δέντρα και στο τέλος καθετί γνώριμο διαλύθηκε στις φυλλωσιές και το σκοτάδι. Δίπλα στις λιμνούλες μύριζε μούχλα, τα μανιτάρια γυάλιζαν σαν ιδρωμένο δέρμα, πορτοκαλί δακρυμύκητες έκαναν τους πεσμένους κορμούς πουά. Στην πλάτη μου γαντζωμένος ένας επίμονος εφιάλτης, η ραχοκοκκαλιά μου τιναζόταν προς τα εμπρός, έτρεχα σαν κυνηγημένος. Τα ρούχα μου κόλλησαν πάνω μου και άρχισαν να με κρυώνουν, το χνώτο μου ήταν το μόνο φως. Άπνοια, ομίχλη, αφεγγαριά και όλος ο κόσμος είχε ξεκολλήσει απ'το ντουβάρι και είχε κυλήσει κάπου αλλού. Ήξερα πως είχαν αρχίσει να με ψάχνουν, δεν είχα ποτέ άλλοτε εξαφανιστεί έτσι. Γλίστρησα στα μάλτσια και στα σφάγνα και κουτρουβάλησα καμιά εικοσαριά μέτρα σε ένα βάθωμα ντυμένο με λαμπερά βελούδινα βρύα. Έκλαψα ήσυχα και η δροσιά εξαφανίστηκε άηχα στη στρωματσάδα, και μετά κοιμήθηκα ως το χρυσό πρωί. Η λάμψη της ανατολής έγλειφε ανάμεσα στα κλαδιά και την υγρασία, κι εδώ κι εκεί στις σκιές έσπερνε αδραξιές. Έφτασα στην όχθη του ποταμιού. Ξεπαπουτσώθηκα βιαστικά, έβαλα ένα πόδι μέσα, ήταν σκέτο σίδερο, δεν ήμουν τόσο τρελαμένος για να κολυμπήσω απέναντι. Ερχόμασταν για ψάρεμα εδώ παλιά, μια ώρα ποδαρόδρομο κόντρα στο ρεύμα προς την ανηφοριά υπήρχε μια χοντρή γέφυρα ακριβώς κάτω απ'τους καταρράκτες. Εκεί τον βρήκα νεκρό και σκαλωμένο στο ένα στήριγμα της γέφυρας να επιπλέει και να λικνιέται με το ρεύμα του νερού, τα απαλά του βλέφαρα κλειστά, τα μαλλιά μπουκλιδιασμένα πιο πολύ απ'ό,τι συνήθως, τη μυτερή γενειάδα να χορεύει σαν ουρά φιδιού πάνω από τη σφαγιτιδική εντομή ήταν ωχροπράσινος, λίγο απ'το θάνατο και πολύ απ'το νερό το ποταμίσιο. Αδύνατο να τον ξεσκαλώσω, δεν τον έφτανα, η φασαρία και η ορμή απ'τους καταρράκτες και οι στρόβιλοι στη βάθρα και η θολούρα απ'τα σταγονίδια τον κρατούσαν μια σφιχτή αγκαλιά. Απελπίστηκα, φοβήθηκα, άρπαξα το πρόσωπό μου και το ξεκόλλησα από το κρανίο μου σαν γάντι. Το πέταξα και το πήρε το ποτάμι και δεν το ξαναείδα, το κρύο με έκαψε στα εκτεθειμένα μέρη, και άρχισα πάλι να τρέχω για να προλάβω την ψυχή του, όχι θήραμα πια, αλλά ιχνηλάτης. Με γύρισε πίσω. Στις παρυφές του χωριού εκεί που πλάταινε η κοίτη του ποταμιού και μαλάκωναν οι όχθες, πίσω από το νερόμυλο, είδα ένα φεγγαρόφωτο να αιωρείται πάνω απ'το τσεκούρι και τα καυσόξυλα, χύμηξα και το αγκάλιασα, ναι, ήταν αυτός, που χαμογελαστός με ρώτησε Τι κάνεις. Ετοιμάστηκα να απαντήσω, πνίγηκα από αιφνίδιο ενθουσιασμό, για μια τριχούλα χρόνου η ευτυχία μου έφραξε το λαρύγγι, όλα ως τότε ήταν ψέμα και τότε η ασημένια σκόνη έλιωσε στο δέρμα μου και το φως εξαφανίστηκε για πάντα, και έμεινα με άδεια χέρια.