Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Τάτση να λέει όλοι περαστικοί είμαστε, όλοι περαστικοί. Τρώγαμε την ίδια ώρα κάθε μέρα με στρατιωτική πειθαρχία. Αν δεν πήγαινα στο γιατρείο επειδή ήταν Σάββατο μερικές φορές ξεχνούσε και μπερδευόταν. Οτιδήποτε δεν ακολουθούσε το πρόγραμμα τον τάραζε όπως ακριβώς κι εμένα. Ήθελε κάθε μέρα να έχει τις ίδιες τελετουργίες, να ξέρει τι να περιμένει, και να μην τον ενοχλεί κανείς, όπως κι εγώ. Η δική μου παρουσία δεν τον ενοχλούσε, με ζητούσε πάντα όταν ήταν στο νησί. Όταν έλειπε μου άφηνε τα κλειδιά για το μεγάλο σπίτι. Εκεί θυμόμουν τα παιδικά μου καλοκαίρια, με το μόνιμο φλοίσβο και τους μπούφους τα βράδια. Μπορούσα να διαλέξω όποιο κρεβάτι ήθελα, ακόμα και το υπέρδιπλο με τα αρχαία κομοδίνα που είχανε μέσα τα Ρισπερντάλια, αλλά κοιμόμουν πάντα στο κρεβάτι εκείνο που κοιμόμουν και μικρός. Τα ίδια σεντόνια στις ντουλάπες, το ίδιο απαράλλαχτο ντεκόρ, οι ίδιες οικοσκευές, η ίδια σκόνη, η ίδια μυρωδιά. Οι αναμνήσεις με ταράζουν πλέον περισσότερο από ό,τι δεν ακολουθεί το πρόγραμμα. Φοβάμαι να θυμάμαι, γιατί φοβάμαι πως θα πιάσω πράγματα που δε θα ξαναδώ. Και έτσι τις περισσότερες φορές με ξαπλώνω αυστηρά στο σημερινό χαράκωμα με σφιχτές τις παρωπίδες και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Αλλά κατάλαβέ με, για ένα πλάσμα της συνήθειας είναι δύσκολο να κάνει συνέχεια καινούριες διαδρομές.