Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ο κοκκινολαίμης κελαηδά. Στο υπόγειο η λάμψη λευκή κατάλευκη λευκή σπρώχνει πέρα το σκοτάδι, ο θάνατος σαν έντομο στη λάμπα και γύρω σύννεφο νεκροί. Τσαλαβουτώ στο αίμα και οι λακκούβες γεμίζουν στα στεγνά, ντουβάρια υποπράσινα με μάτια με αυτιά - από χρόνια, από χρόνια στο Ασκληπιείο οι βαρυποινίτες ψάχνουν φτερά θεραπειών, από χρόνια απελπισμένοι γεννιούνται, γεννάνε και πεθαίνουν, κι ο κύκλος συνεχίζει να κυλά σα σκευρωμένη κακή ρόδα. Παλουκωμένοι σ'όλες τις τρύπες και ξαπλωμένοι στην κοιλιά, τα ψυγεία ροχαλίζουν από τα μέσα τους, και οι νοσοκόμες που ήξεραν οι άρρωστοι παλιά με τα ψιλά χεράκια και τις πέρλες νύχια είναι τώρα αγριεμένες στιβαρές κυρές με χαρτοπλαστικές ποδιές και αρκουδοπούστηδες με καθαρά κούτελα και πόδια πύργους και γδέρνουν ανελέητα κώλους εκτεθειμένους. Και στο κεφάλι του ιερού λόχου των Θηβών στέκομαι για τη νύχτα εγώ, με έναν ηλίθιο λιωμένο ακινάκη, διπλά γυαλιά και φωτοστέφανο από τρίχες. Επιθεωρώ περπατώντας νωθρά απ'τον τεκέ της αιμοκάθαρσης ως την τέντα των εξεταστηρίων, η λάμα χτυπάει στα κλειδιά, με ανακοινώνει η τρομπέτα του ασυρμάτου που βαραίνει το τελειωμένο λάστιχο του παντελονιού. Θα σας ξαποστείλουμε όλους, ζώα καταραμένα, έναν έναν, υπομονετικά με ωρομίσθια μέθοδο, και οι μούρες σας θα κολλήσουνε στον κατουρλιάρη μουσαμά και η γαλότσα η ποδοναριασμένη θα σπάσει δόντια, θα αλέσει ζυγωματικά, θα συνθλίψει σαγόνια αδηφάγα, και τελειώνοντας τη μάχη θα βάλουμε φωτιά τόσο πικρή που τα παλιοτσίμεντα θα λιώσουν σαν ώριμες ντομάτες στη χούφτα της γριάς.
-
Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ακούμε τα αηδόνια στο Σταυρό. Στο μάρμαρο του περβαζιού παίζεις με μια κωλοφωτιά. Δίπλα σου στέκομαι απόστρατος εγώ, το κεφάλι μου ακουμπά τις σανίδες της δρυός του ταβανιού που γέρνει, απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου η λεύκα ψιθυρίζει, η λεύκα τραγουδά και ρίχνει μια χούφτα φύλλα στη βάρκα που μας περιμένει να τη σύρουμε την Κυριακή στη σκάλα. Οι μυρωδιές... οι μυρωδιές του κήπου της Εδέμ, η ψιλοδακρυσμένη χλόη, τα κρυψίνοα βουνά, το χώμα που μου'δωσε το χαλκό του, οι πέτρες του σπιτιού, της μάνας σου η απαλή φωνή και το χλωμό της δέρμα φάντασμα στο φως του φεγγαριού, το μυστήριο του Στρυμονικού και τα λουλούδια της Ρεντίνας, και παρελθόν και μέλλον, θυμάμαι και σιωπώ, να ελπίσω δεν τολμάω. Στο Γιέλλερουπ τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στη χυλωμένη ζέστη του Ιουλίου στο μπάνιο του Χόλτεγκααρντ σου ζήτησα να με παντρευτείς κι έπειτα βγήκαμε στη νύχτα. Κάπνιζα ακόμα τη μπαγιάτικη Αμφορά που κρατούσα στο ψυγείο, άπνοια, ξαστεριά και ο καπνός κοντοστεκόταν. Το πρωί μας ξύπνησαν οι φασιανοί. Οι κυρίες έπιναν μαύρο τσάι στην αυλή. Από τότε υπομονή, λίγη ακόμα υπομονή, να τελειώσει ο πόλεμος και να σε ξαναδώ.
-