Tienes que sacarlo desde la raíz.
Sé firme, y tienes que decir "sufrimos".
—Sufrimos.
Το σούρουπο δεν προχωρά δε μετανιώνει. Η ελαιογραφία που κρέμεται πάνω από το γραφείο, το καλοκαίρι του βορρά τα καταπράσινα μαλλιά των λόφων η ανίατη υγρασία οι πνευμονίες οι φθισικοί. Ο χειμώνας είναι ισοβίτης στα παλιά σπίτια. Όλοι από το 1890 πίσω από τα χοντρά ντουβάρια, οι πνιγμένοι στ'ανοιχτά. οι χαμένοι στις Αμερικές, οι τελειωμένοι, οι χρεωμένοι, οι τυχεροί.
Νεκρή φύση: ένα χέρι κρέμεται από το πλάι της καρέκλας. Τα δάχτυλα είναι σε ελαφριά κάμψη. Μια βδομάδα έτσι και το ρολόι δεν εδέησε να πάψει και ο χρόνος του δε χορταίνει να τελειώνει. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μανταλωμένο στο σκουριασμένο ποδαράκι, και απ'το ποδαράκι στο περβάζι πρόλαβε και κρέμασε ένας ιστός αράχνινος σαν τριχωτό σεντόνι. Τώρα θα φύγω, ετοιμάζει και βροχή.
Η γη ανακατεύεται, αλλού θεοσκότεινη, κολλώδης και υγρή, κι αλλού λεπτή, πανάλαφρη, ξανθή, κάπου πάντα της γκαστρωμένη, κάπου πάντα της στείρα. Διώχνω μια τούφα που έχει πιαστεί στο στόμα. Έχω ψηλώσει τριάντα μέτρα έχω ψηλώσει τριάντα χρόνια. Τρέχω. Τα δέντρα στο νεκροταφείο τρώνε τις στάχτες του έθνους και ψηλώνουνε κι αυτά. Το επιτύμβιο είναι για όλους ίδιο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Πέφτουν οι πρώτες στάλες πέφτουν οι πρώτες στάλες δηλητήριο απ'το λαβούρνο που έχει φούντωση. Τα νερά γύρω του ποταμού και των παραποτάμων τα υπόγλυκα τα υφάλμυρα τα σάπια τα νερά χύνονται στην αμμουδιά, τρέχω λίγο ακόμα και τώρα που έχω φύγει θα σταθώ.
Ωπ! ο κόλπος της Εσπεράντζας ανοιχτός ευθύς εκτεθειμένος στους δυτικούς καιρούς ο τόσο λίγο κόλπος, το σύνορο του σύμπαντος.
Από ψηλά εκεί που έχω ανεβεί από τα αγκίστρια που αναρτώνται απ'το σβέρκο τους τα κυνήγια στρέφω το βλέμμα κάτω. Στην άμμο γράφονται μια, τρεις, πέντε, εφτά μικρές λερωματιές και η άμμος τις εξαφανίζει στη στιγμή κι έτσι κανείς μας δε ματώνει. Ένα κύμα αφρίζει παραδίπλα και ανασταίνει ό,τι έχει ξεβραστεί. Πέθανα κάποτε στο νησί, ακόμα με ψάχνουν τα σκουλήκια, α, και θα με βρουν, έχε υπομονή.