Δέκα λεπτά στο ιερό μες στο γιατρείο δε θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά, ό,τι συμβαίνει με βρίσκει στο ψαχνό. Το πρόσωπό μου δεν έχει μυστικά, κάθε πρωί έρχομαι στον κόσμο και ξανά, κάθε πρωί γεννιέμαι. Τα μάτια μου γίνονται τεράστια όταν μου μιλούν, σα να'μαι ένα μικρό μωρό, σα ν'ακούω τα πιο σπουδαία λόγια. Το φως της μέρας δεν είναι αρκετό για να ξημερώσει στο κεφάλι, χρειάζομαι έναν ήλιο πιο πολύ, πιο δυνατό για να με φέρει πίσω, θα περιμένω τον Προμηθέα. Η τιμωρία συνοψίζεται στο -θέ-. Μένω σιωπηλός αλλιώς το ξέρω το'χω πάθει απ'τα έγκατά μου ξεχύνεται το -θέ-, στάζει στα ρούχα μου, βρέχει τα παπούτσια μου, με λιώνει και με ξεφτιλά, και γίνομαι άφτερος νεοσσός πεσμένος κάτω απ'τη φωλιά ίσα εκεί στις χοντρές ρίζες του νορβηγικού σφενδάμου, και απροσμέτρητες ομολογίες μου έχουν έτσι αποσπάσει, αμάρτησα, έχω αμαρτήσει, αμάρτω, και δάκρυα χοντρά και στρογγυλά σαν μεγάλες σταγόνες μέλι. Κρεμώ το κεφάλι το άντρο του βραδιού πάνω απ'τον αριστερό μου ώμο, οι αλήθειες μένουν πίσω, κι εμπρός τραβάει μια πνοή το δώρο του Θεού το έλεός του η ψυχή ενός ζωντανού. Στο στόμα μου περπατάνε οι λέξεις Μίλησέ μου για την Κέρκυρα και Σσσς, μη! και αυτές είναι οι αρχές του έρωτα που σου'χω φυλαγμένο, ακολουθούν τα νύχια των δαχτύλων μου κάτω απ'τα νύχια των δαχτύλων σου και οχτώ κουκκίδες κοινό αίμα. Ένα αδύναμο χτυκιάρικο κορμί, φτηνό δέρμα, τα πόδια διπλωμένα, τα χέρια σταυρωμένα, τα βλέφαρα κλειστά, το κεφάλι σκυμμένο, όλη η δυστυχία του κόσμου μου στα χείλια, και μέσα αναμμένη καρβουνιά σε βαμβακερό σακί και η μυρωδιά... για να πνιγώ λέγκε άρτις προς τιμήν σου πρέπει να βουτήξω στο ζεστό σου κεχριμπάρι, το γκρίζο των ματιών μου θα βρει το καλοκαίρι των δικών σου, ό,τι προηγουμένως κατάφερνε και κυλούσε θα γίνει στερεό, κι ό,τι είμαστε θα είναι το πήγμα των Ηλιάδων του μεσημεριού στο κυματάκι των Ερμόνων.
Άλλη μια ψιχάλα και ξέχνα τη θάλασσα, ορίστε η άπατη λίμνη
θέλω να σε ζήσω ως το μεδούλι θέλω να σκάψεις τον τάφο σου.
ΝΑ ΣΚΑΨΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ