© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μετοίκηση (φεύγω)

η γυαλάδα της τρέλας στους κερατοειδείς
οι κοιλάδες και οι λόφοι των χεριών που εναλλάσσονται σαν μεσογειακό τοπίο
οι
κόκκινες
σπίθες
στα
μαλλιά
σου
όταν σε βλέπω μέσα απ'τα σκοτεινά γυαλιά
μου λένε τι πρόκειται να'ρθεί:

η μοναξιά του δύτη, ο θάνατος
και η αρχή του κόσμου

/

Περιμένω τον Κουστώ με τη μούρη χωμένη στις φυκιάδες.
Η θάλασσα της περιοχής έχει καταπιεί τη μέρα κι επιστρέφει
ένα δροσερό σκοτάδι στο βλέμμα. Από το υψηλότερο σημείο του νησιού
ξεχωρίζουν στις απέναντι ακτές τα χνάρια που με οδήγησαν στις αμαρτίες των γονέων.

Με ξεσέρνει στα ρηχά. Οι αμμόκοκκοι λικνιούνται, ψιθυρίζουν
το νερό διορθώνει την όραση και την ακοή μου. Ο ίλιγγος με γυρίζει τούμπα.
Ένας γλάρος νωθρός κολυμπάει από πάνω μου σαν πάπια, η αγκάλη των δυο μέτρων
μου θυμίζει το βάρος σου όταν ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι Εγγλέζοι θα περιφέρονται καψαλισμένοι σα χοιρινά τα βράδια.
Θα περνούν έξω από το μαγαζί. Μέσα θα κρατώ συντροφιά στον άντρα
με τα μάτια του ελαφιού, τρώγοντας από το μέτριο παγωτό του.
Η υγρασία θα είναι αγχόνη τιμωρίας όχι αρκετά σφιχτή.

Περιμένω τον Κουστώ σχεδόν νεκρός όπως κι αυτός.
Στα μάτια των μελανουριών καθρεφτίζεται ιόνια η απάτη
αιώνια η απάτη. Περιμένω υπομονετικά την ησυχία του αντλιοστασίου.
Το στέρνο και οι βουλές του.

Το στέρνο και οι βουλές του... πλήμμη της δυστυχίας.



Μάθε να χάνεις

Φορτώθηκα στραβά χαρτιά. Κουνάω τα πόδια νευρικά κάτω από το τραπέζι. Η μπύρα τρέμει. Πίνω μια γουλιά, πίνουν μια γουλιά. Όλοι καπνίζουν από λίγο, κι εγώ καπνίζω πολύ. Έχω ένα τάληρο στο πορτοφόλι
ένα.
Απομεσήμερο Παρασκευής.
Περιμένω να γυρίσει.

Περίμενα να γυρίσει.

Αυτοαναρρίχηση

Ανάμεσα στη μια σταγόνα και στην άλλη απλώνεται μια χώρα όλη γυαλί
τα φανάρια σπάνε σε δυο και δυο επίμονες ματιές

στο άνοιγμα του κόλπου στη χοάνη το χέρι του Θεού μου δείχνει
εδώ θα πέσεις να πνιγείς, εδώ η μέρα θα τελειώσει και θ'αρχίσει

όταν στέκομαι στην άκρη του νησιού πάντοτε ρωτώ: γιατί όχι εδώ;
και ο ιππότης του φτερού με κρατάει στη σιωπή απ'το λαιμό.

Το αίμα είναι πηχτό νερό. Στις κοίτες των αγγείων
κολυμπάει εναιώρημα ὁ ἅλς, ὁ χοῦς και ἡ πνοή

δέκα πληγές δέκα παραλλαγές προσευχητές
τα λόγια ίδια από χείλια απαλά κρυμμένα στο μουστάκι

η ζάλη η σαρκική είναι λιποταξία
καθώς τα χέρια πιάνονται κι αφήνονται απ'τα χέρια

κι η ίδια η γη φέρνει το χωρισμό
(THE LAND IS SEPARATION. THE SEA?)
.

Ρηάλιτυ τσεκ

Είμαι ζωντανός.

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα με τα πόδια διπλωμένα. Ο καπνός κάνει ομίχλη, δεν είναι το κατακάθι του καιρού. Βήχω. Οι στάχτες φυσιούνται κι έπειτα πέφτουν πάνω μου σα σκόνη.

Όταν σκέφτομαι το Σλέσβιχ Χόλστειν κάτι σταματάει εντός μου και ιδρώνω γύρω απ'τα νεφρά. Αυτό λέω είναι έρωτας που δεν περνάει ποτέ, όλα τα άλλα είναι χλωμάδες.

Θ'αλλάξω ένα κολλημένο λεβάην στη γριά που πέθανε πριν δεκαπέντε χρόνια, θα σκίσω με το καλώδιο τις συμφύσεις του χοντρού που πέρασε γονόρροια, θα κάνω τσαπατσούλικες αλλαγές με ένα χέρι στις κατακλίσεις των εγκεφαλικών, μακάρι να είχα νοσοκόμα δίπλα, μακάρι να είχα μια αδερφή να με σκουντήξει, αλλά θα είμαστε πριβέ στο δωματιάκι, θα είμαι λόν ρέηντζα και άντε να γαμηθείτε, εδώ παραληρώ εγώ και ο θεός μου, εγώ και ο νεκρός μου (και το φάντασμα μιας θυμωμένης προϊσταμένης: Είσαι ο πιο ανίκανος γιατρός που έχω δει στα τριάντα χρόνια που δουλεύω! -Είναι που δε φοράω σταυρό. -Δε ντρέπεσαι;). Δε ντρέπομαι σταγόνα.

Οι ενδοφλέβιες φεύγουν πιο αργά από τις ενδομυϊκές αν είσαι αγχωμένος. Πάνω στην ώρα που θα'χει δουλέψει η προνάρκωση φοβάμαι συχνά μην ακουστεί ένα σκονταμμένο σε έχω απατήσει, και πέσει παγετός στο χειρουργείο για μια στιγμή, από τα μπουτοκώλια του ασθενούς θα πω κι εγώ, κάποιος θα πει τη βάψαμε όλοι κερατάδες εδώ μέσα, κάποιος άλλος θα γελάσει, μεγαλώστε επιτέλους αυτή πρέπει να είναι η αναισθησιολόγος που έχει βαρεθεί τις μαλακίες απ'το πρωί, η ξεαποστείρωτη θα μας βάλει από μια καραμέλα στο στόμα, τα νύχια της θα είναι βαμμένα χρυσά, δέκα ώρες μετά στου ημιωρόφου για κατούρημα θα πω στον Α. μαλάκα, νομίζω θα λιποθυμήσω, κι αυτός θα με ρωτήσει θέλεις να σε κρατήσω; -Όχι, απλά ήθελα τόσο πολύ να κατουρήσω. 

Θα μου λείψετε όλοι και για πάντα
εύχομαι να σας ξαναβρώ. Στην πραγματικότητα έχω χαθεί απ'τους απανταχού ημιωρόφους. Θα μου λείψετε πολύ. Μου λείπετε πολύ. Ηλίθιε, μην ξεχνάς, δεν αξίζουνε τον κόπο. Ηλίθιε, μην ξεχνάς πόσο ηλίθιος είσαι.

Προχτές κοιμόμουν κι ήρθε ο Θεός να με βρει να μου μιλήσει
-Τώρα πρέπει να σου δέσω τα χέρια,
Του τα έδωσα υπάκουος και μου τα'δεσε χιαστί σφιχτά όπως με είχε ενημερώσει. Όταν ξύπνησα ήμουν στα σοβαρά χειροδεμένος, αυτό είχε συμβεί. Αν δεν είναι μήνυμα ξεκάθαρο αυτό, τότε τι; Ο Θεός δεν έχει ποτέ τίποτε να πει εξόν αν σε δει στη λοξοδρομία... κι αν αρχίσει να σ'αγγίζει, η κρίση σου σε έχει εγκαταλείψει, ξέρω απ'αυτά, είμαι γιος ψυχιάτρου ακόμα.
Αν λέω πως είμαι συνέχεια στην αρχή, κανένας δε θα πάρει πρέφα τι συμβαίνει (πως φεύγω από τα λογικά, πως έχω γλιστρήσει). Συνέχισε έτσι αγορίνα, παίνεμα ή ειρωνεία πάνω στο γαμήσι; Δεν ξέρω αλλά εγώ πέρασα καλά. Έφυγα απ'το σπίτι της κατά τις έντεκα το πρωί. Έσερνα τα πόδια μου και θαύμαζα τα παπούτσια μου περνώντας έξω από τις καφετέριες κρυμμένος στα μαλλιά σα μοναχός κρυμμένος στην κουκούλα, ο λαιμός μου ήταν όλος μια μελανιά, τι να πω για τις μοναχικές διαστροφές που δεν έχουν δοκιμάσει στο μοναστήρι, το σχοινί και το σαπούνι, πόσο πιο ηλίθιος είμαι τώρα; Δέκα δευτερόλεπτα σκοτάδι λιγότερο λαμπρός; Δεν είναι γεγονός, δεν έχασε κανείς, ή έτσι λένε;

Πιάστηκα για ξύλο με τον βρωμιάρη που μου'ριξε κατακέφαλα μια ψιλή επειδή γέλασα όταν η μάνα τον είπε κλεφταρά, ήθελα να του σκίσω μουνί με δυο σχισμές, αλλά πρόλαβε με τράβηξε και μου'σκισε το μανικετόκουμπο, μπορούσε να με ρίξει κάτω με δυο χτυπήματα στο στέρνο, μπορούσα να του χώσω από δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι, αυτά λέω είναι αντρικές δουλειές, το φούσκωμα του παρασαγονιού, το κόασμα και όλες οι άλλες συνήθειες των βατράχων, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που σε αντρώνει είναι η χασούρα που σου δίνεται με όποιο τρόπο αντέχεις να την πάρεις και στο τέλος σ'αφήνει ανίκανο για μήνες

γαμώ!

Skype calls

-Τα γερμανικά σας ακούγονται σαν να'στε απ'το Στέττιν του 1929... τότε που ήτανε δικό μας.
Χαμογέλασε ζεστά, χαμογελάσαμε μαζί.

Το ηλιόφωτο έπεφτε στο κούτελό μου και φαινόμουν γνωστικός. Μ'έβλεπα στην αναπαράσταση της προβολής μες στην οθόνη, κάτω από το Λαρς. Αυτός ήταν στην ώρα του παρελθόντος μου, ξερακιανός, με μάγουλα αλαβάστρου και αρχόμενη ξανθωπή καράφλα. Από το παράθυρο του γραφείου του φαίνονταν τα κολωνικά σύννεφα της ανοιξιάτικης βροχής. Από το ραδιόφωνό μου έπαιζε η βραζιλιάνα Λούσυ, αλλά έφτανε σ'αυτόν σαν νοτιοευρωπαϊκός απόηχος. Δεν ήθελα να φανώ πιεστικός. Καθάρισα όσο μπορούσα την προφορά μου, προσπάθησα να θυμάμαι να μην καταπίνω τα -e- στο τέλος των ρημάτων και ν'αφήνω τα -g- να χύνονται και να γίνονται φωνήεντα. Τα μάτια του ανάρρωναν από το θέαμα κάτω από δυο συμπονετικά φρύδια σαν σκυλιού. Αν μπορούσα να τον φτάσω θα τον έπιανα από το γαλάζιο του γιακά, θ'ακουμπούσα το λευκό μου κούτελο στον ώμο του και θα φώναζα σκυμμένος hilf mir. Ήμασταν τυχεροί που δεν μπορούσα να τον φτάσω. Τα δυο χιλιάδες χιλιόμετρα ξαφνικά αποχτούσαν νόημα. Έκανε χιούμωρ όπως συνηθίζεται στην πατρίδα, χωρίς ούτε υπόνοια γέλιου. Το δεχόμουν εξίσου σοβαρός, κι έμενε ανομολόγητο όπως πρέπει. Η ελληνική διαχυτικότητα μ'έχει πεθάνει στην αμηχανία. Κοιτούσα τα μαλλιά του, τον αδύνατο λαιμό του πάνω από τον κόμπο της γραβάττας με τις ρίγες. Αυτός μιλούσε με τις λέξεις γλιστερές και διαυγείς, όπως επιβάλλει η ομοσπονδία, κι έκρυβε επιδέξια την καταγωγή του. Του έγνεφα γιατί πρόσμενε να του γνέψω, και του έλεγα ja, ja, αλλά σκεφτόμουν εκ παραδρομής jeg, jeg. Η αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ντουβάρι μου'φερνε δάκρυα εγκαυματία. Ο Λαρς είχε κόρες μυδριασμένες κι έτσι μου φαινόταν ακόμα πιο παρήγορος. Τον έβλεπα να μ'ακούει να λέω το war waaah και ν'αφήνω όλα τα -o- κλειστά, δε γαμιέται, σκέφτηκα, δε γαμιούνται και τα ορθάνοιχτα -ο- στη χώρα που μ'έχει καταπιεί. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μ'έχει πονέσει πιο πολύ. Ο Λαρς αντιπροσωπεύει όλα όσα δε με πάτησαν με το άρβυλο στη λάσπη. Του χρωστούσα. Ακόμα του χρωστώ. Όχι λεφτά, κάτι χειρότερο. Χάρηκε που με είδε. Υποσχέθηκε να προσπαθήσει.
-Für dich werde ich mein Bestes versuchen. 
Ναι, πέρασε παρέα με τον οίκτο του στον ενικό. Με χαιρέτησε ευχόμενος να'χω καλή υπόλοιπη ημέρα. Τον χαιρέτησα ευχόμενος εις το επανειδείν. Έπειτα το ξανασκέφτηκε, και πριν κλείσει, μου'στειλε ένα γλυκό γλυκό μελένιο wiedasehn. Δεν του είπα που ετοιμάζομαι να πάω. Η ίδια η φράση μου καίει το στόμα. Τα χέρια μου τρέμουν μόλις κουραστώ. Παίρνω μισό ιντεράλ και στρώνω, τουλάχιστον προς το παρόν. Κάθε μέρα με βρίσκει λιγότερο από χτες. Όπως ο Ροβινσώνας τις μέρες της μεγάλης βραδείας δυστυχίας του ξάπλωνε μπρούμυτος στο βούρκο, σα να'πεφτε χλιαρός σε χλιαρό νερό, έτσι ξεφτιλίζομαι κι εγώ με τα πόδια μισοχωμένα στην άμμο του ΘΕΡ - ΜΑ - Ϊ - ΚΟΥ. Κι είναι κι αυτό το κωλολάμβδα που δε φεύγει, παχύ σαν κοροϊδία.