© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Skype calls

-Τα γερμανικά σας ακούγονται σαν να'στε απ'το Στέττιν του 1929... τότε που ήτανε δικό μας.
Χαμογέλασε ζεστά, χαμογελάσαμε μαζί.

Το ηλιόφωτο έπεφτε στο κούτελό μου και φαινόμουν γνωστικός. Μ'έβλεπα στην αναπαράσταση της προβολής μες στην οθόνη, κάτω από το Λαρς. Αυτός ήταν στην ώρα του παρελθόντος μου, ξερακιανός, με μάγουλα αλαβάστρου και αρχόμενη ξανθωπή καράφλα. Από το παράθυρο του γραφείου του φαίνονταν τα κολωνικά σύννεφα της ανοιξιάτικης βροχής. Από το ραδιόφωνό μου έπαιζε η βραζιλιάνα Λούσυ, αλλά έφτανε σ'αυτόν σαν νοτιοευρωπαϊκός απόηχος. Δεν ήθελα να φανώ πιεστικός. Καθάρισα όσο μπορούσα την προφορά μου, προσπάθησα να θυμάμαι να μην καταπίνω τα -e- στο τέλος των ρημάτων και ν'αφήνω τα -g- να χύνονται και να γίνονται φωνήεντα. Τα μάτια του ανάρρωναν από το θέαμα κάτω από δυο συμπονετικά φρύδια σαν σκυλιού. Αν μπορούσα να τον φτάσω θα τον έπιανα από το γαλάζιο του γιακά, θ'ακουμπούσα το λευκό μου κούτελο στον ώμο του και θα φώναζα σκυμμένος hilf mir. Ήμασταν τυχεροί που δεν μπορούσα να τον φτάσω. Τα δυο χιλιάδες χιλιόμετρα ξαφνικά αποχτούσαν νόημα. Έκανε χιούμωρ όπως συνηθίζεται στην πατρίδα, χωρίς ούτε υπόνοια γέλιου. Το δεχόμουν εξίσου σοβαρός, κι έμενε ανομολόγητο όπως πρέπει. Η ελληνική διαχυτικότητα μ'έχει πεθάνει στην αμηχανία. Κοιτούσα τα μαλλιά του, τον αδύνατο λαιμό του πάνω από τον κόμπο της γραβάττας με τις ρίγες. Αυτός μιλούσε με τις λέξεις γλιστερές και διαυγείς, όπως επιβάλλει η ομοσπονδία, κι έκρυβε επιδέξια την καταγωγή του. Του έγνεφα γιατί πρόσμενε να του γνέψω, και του έλεγα ja, ja, αλλά σκεφτόμουν εκ παραδρομής jeg, jeg. Η αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ντουβάρι μου'φερνε δάκρυα εγκαυματία. Ο Λαρς είχε κόρες μυδριασμένες κι έτσι μου φαινόταν ακόμα πιο παρήγορος. Τον έβλεπα να μ'ακούει να λέω το war waaah και ν'αφήνω όλα τα -o- κλειστά, δε γαμιέται, σκέφτηκα, δε γαμιούνται και τα ορθάνοιχτα -ο- στη χώρα που μ'έχει καταπιεί. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μ'έχει πονέσει πιο πολύ. Ο Λαρς αντιπροσωπεύει όλα όσα δε με πάτησαν με το άρβυλο στη λάσπη. Του χρωστούσα. Ακόμα του χρωστώ. Όχι λεφτά, κάτι χειρότερο. Χάρηκε που με είδε. Υποσχέθηκε να προσπαθήσει.
-Für dich werde ich mein Bestes versuchen. 
Ναι, πέρασε παρέα με τον οίκτο του στον ενικό. Με χαιρέτησε ευχόμενος να'χω καλή υπόλοιπη ημέρα. Τον χαιρέτησα ευχόμενος εις το επανειδείν. Έπειτα το ξανασκέφτηκε, και πριν κλείσει, μου'στειλε ένα γλυκό γλυκό μελένιο wiedasehn. Δεν του είπα που ετοιμάζομαι να πάω. Η ίδια η φράση μου καίει το στόμα. Τα χέρια μου τρέμουν μόλις κουραστώ. Παίρνω μισό ιντεράλ και στρώνω, τουλάχιστον προς το παρόν. Κάθε μέρα με βρίσκει λιγότερο από χτες. Όπως ο Ροβινσώνας τις μέρες της μεγάλης βραδείας δυστυχίας του ξάπλωνε μπρούμυτος στο βούρκο, σα να'πεφτε χλιαρός σε χλιαρό νερό, έτσι ξεφτιλίζομαι κι εγώ με τα πόδια μισοχωμένα στην άμμο του ΘΕΡ - ΜΑ - Ϊ - ΚΟΥ. Κι είναι κι αυτό το κωλολάμβδα που δε φεύγει, παχύ σαν κοροϊδία.