η γυαλάδα της τρέλας στους κερατοειδείς
οι κοιλάδες και οι λόφοι των χεριών που εναλλάσσονται σαν μεσογειακό τοπίο
οι
κόκκινες
σπίθες
στα
μαλλιά
σου
όταν σε βλέπω μέσα απ'τα σκοτεινά γυαλιά
μου λένε τι πρόκειται να'ρθεί:
η μοναξιά του δύτη, ο θάνατος
και η αρχή του κόσμου
/
Περιμένω τον Κουστώ με τη μούρη χωμένη στις φυκιάδες.
Η θάλασσα της περιοχής έχει καταπιεί τη μέρα κι επιστρέφει
ένα δροσερό σκοτάδι στο βλέμμα. Από το υψηλότερο σημείο του νησιού
ξεχωρίζουν στις απέναντι ακτές τα χνάρια που με οδήγησαν στις αμαρτίες των γονέων.
Με ξεσέρνει στα ρηχά. Οι αμμόκοκκοι λικνιούνται, ψιθυρίζουν
το νερό διορθώνει την όραση και την ακοή μου. Ο ίλιγγος με γυρίζει τούμπα.
Ένας γλάρος νωθρός κολυμπάει από πάνω μου σαν πάπια, η αγκάλη των δυο μέτρων
μου θυμίζει το βάρος σου όταν ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο.
Οι Εγγλέζοι θα περιφέρονται καψαλισμένοι σα χοιρινά τα βράδια.
Θα περνούν έξω από το μαγαζί. Μέσα θα κρατώ συντροφιά στον άντρα
με τα μάτια του ελαφιού, τρώγοντας από το μέτριο παγωτό του.
Η υγρασία θα είναι αγχόνη τιμωρίας όχι αρκετά σφιχτή.
Περιμένω τον Κουστώ σχεδόν νεκρός όπως κι αυτός.
Στα μάτια των μελανουριών καθρεφτίζεται ιόνια η απάτη
αιώνια η απάτη. Περιμένω υπομονετικά την ησυχία του αντλιοστασίου.
Το στέρνο και οι βουλές του.
Το στέρνο και οι βουλές του... πλήμμη της δυστυχίας.