11/2021
Στη βιβλιοθήκη του νοσοκομείου έχουν τη συλλογή από παλιές εικόνες ιατρικού ενδιαφέροντος, αποκόμματα από εφημερίδες και άτλαντες και περιοδικά, κάθε εικόνα στο δικό της γυαλί, και όλες οι γυάλινες πλάκες δεμένες σαν ένα χοντρό βιβλίο, και σ'εκείνο το τμήμα υπάρχουν αρκετά από αυτά τα γυάλινα βιβλία πάνω σε μικρά βάθρα ανάμεσα στα ράφια. Εκεί συναντιέται το κορίτσι με το γηραιότερο του τμήματος, τον Τζων, και κάνουν απογραφή των γεγονότων του μήνα.
Το τμήμα με τα γυάλινα βιβλία είναι στο υπόγειο και λίγοι το επισκέπτονται. Οι βιβλιοθηκάριοι κάθονται στους πάνω ορόφους και δεν είναι κοντά να απαιτήσουν ησυχία. Ο Τζων δεν έχει ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Μιλάει πάντα πολύ σιγά. Και πριν αρχίσει να μιλάει εισπνέει σα μικρό σκυλί, αυτό σημαίνει πως σκέφτεται. Ο Τζων δε μιλάει ποτέ χωρίς να σκεφτεί. Ο Τζων είναι επιδέξιος στα χέρια και στα λόγια. Είναι από εκείνους τους παλιούς χειρουργούς που ήταν και κουρείς και γιατροί και εξομολογητές, τελευταίος πια στο είδος του. Έψαχνε απεγνωσμένα σχεδόν διάδοχο ενώ η σύνταξη τον έχει στο κατόπι. Τα πιστά μάτια του κυκλώνονται από βλέφαρα οιδηματώδη σαν την άκρη ενός βραστού λουκάνικου που είναι έτοιμο να σκάσει, από την ισόβια αγρύπνια και το βάρβαρο εξαερισμό των χειρουργείων, είναι υπερβολικά υγρά και οι επιπεφυκότες υπεραιμικοί, αυτοί οι φτηνοί σκυλίσιοι βολβοί του δίνουν οξεία ενόραση, και είναι σα λαδερός, κοντός, τσιμπλιάρικος δρυΐδης με μια μικρή κοιλίτσα, αρτσωμένα μαλλιά και πάντα πέντε μέρες αξυρισιά. Φοράει τη ρόμπα πάνω από τα πολιτικά ενώ ο κανονισμός λέει πράσινα και μπλε και ιστορίες, ο Τζων παραείναι θαλασσοδαρμένος για όλα αυτά. Ο κανονισμός είναι για να ξεπαρθενέψει τους νεόκοπους, να τους σπάσει το τουπέ, να τους ξεβρακώσει για να τους κάνει μέρος του ιδρύματος, οι βετεράνοι τον γράφουν στ'αρχίδια τους, οι βετεράνοι είναι το ίδρυμα.
Το κορίτσι θα μπορούσε να είναι κόρη του, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα που δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση εκ πρώτης όψεως, στις διατμηματικές συνεδριάσεις με τους ακτινολόγους δουλεύει πυρετωδώς το βελονάκι στο σκοτάδι, λες ίσως δεν την κόβει τη μικρή, χαζονοικοκυρούλα, αλλά όσο περνάνε οι όψεις ανακαλύπτεις κάτι διακριτικά γοητευτικό που σιγά σιγά αναδύεται από την ομίχλη σαν κτήνος επιθυμίας, ένα σαρκικό θηρίο, λυσσαλέο και όμως τόσο τρυφερό, το κορίτσι είναι χαρισματικό, τα χεράκια που χωράνε με άνεση στο εξάρι γάντι έχουν τρομακτική μυϊκή μνήμη και ακρίβεια. Μαζεύει υποστηρικτές των χειρουργικών ειδικοτήτων σαν εντομοσυλλέκτης, και νομίζω, παρότι αλλαξοπίστησα στην πορεία, κάτι με δένει ακόμα με την αγέλη, και εν μέρει είναι αυτή η κοινή μας αδυναμία. Το βλέμμα, αθώο και περίεργο, που όμως μοιάζει μονίμως να σε τσακώνει να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, εδώ ξιφομαχεί ήσυχα με την απλανή, νυσταγμένη, εσωστρεφή ματιά του Τζων, παρασκήνιο τα γυάλινα βιβλία στα βάθρα τους και το ημίφως του υπογείου. Εκεί ξετυλίγεται ένα νήμα που έχουμε μαζέψει και ξαναμαζέψει σε μπόγο, ένα νήμα που έχουμε σίγουρα ξαναδεί κάπου στο πάτωμα δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Τζων γίνεται πάλι εικοσάρης, η σιγουριά του βετεράνου τρεμοπαίζει, μερικές φορές χαμογελάει στο κορίτσι ντροπαλά, και χαμογελάνε και τα κουρασμένα μάτια του, το κορίτσι ηλιοτρόπιο τον παρακολουθεί, είναι ένας χορός εξωτικών πτηνών, και γύρω το δάσος σκοτωμένο και βιβλιοδετημένο και κομμένο και ραμμένο και θαμμένο κάτω από βουνά του πυριτίου.
Τους είδα στο χειρουργείο για Γουήπλ μαζί με τους άλλους από το αμφιθεατράκι, το κορίτσι επικεφαλής, ο Τζων βοηθός και υποβολεύς και ο πηγουνιάρης άγκιστρα, τα χέρια τους ήταν φτερά, το πεδίο αλφαδιά και καθαρό, το χειρουργείο ήσυχο σαν μοναστήρι, κανείς δεν άκουγε τις συνεννοήσεις τους, ίσως να μη μιλούσαν καθόλου παρά με τα μάτια, η αναισθησιολόγος πίσω από το ντρέπι στα σουντόκου, δεν ίδρωσε κανείς σ'εκείνη τη Γουήπλ παρά ο θεατής, ήταν σημαδιακή εκείνη η Γουήπλ, η διαδοχή, το σκήπτρο, όσοι παρακολουθήσαμε απ'έξω και η εργαλειοδότρια και ο πηγουνιάρης και η αναισθησιολόγος εντός, όλοι ξέραμε πως είχαμε γίνει μάρτυρες ενός ιερού μυστηρίου, ενός σπάνιου φυσικού φαινομένου, ήταν μια τελετή στέψης, και ο Τζων στα γόνατα και το κορίτσι αιφνιδίως με άσπρα μεταξωτά μαλλιά και χείλη νεκρικά, Θεέ μου πόσο ζήλεψαν οι άλλοι που περίμεναν χρόνια στημένοι στην ουρά και ο Τζων τους πρόδωσε για τη θετή του κόρη που ήρθε σφήνα και λοξά απ'το Σταυρό.
Στη βιβλιοθήκη κοντά στην απογραφή ο Τζων και το κορίτσι συζητάνε και θέματα όπως οι μικρές διαπλοκές της κλινικής και τα αγαπημένα άρθρα του Τζων απ'τα περιοδικά του '80, και φυσικά το φετίχ του, τα ιατρικά φαντάσματα, εκείνα τα case reports που περιγράφουν σύνδρομα και οντότητες σαν θρύλους και παραμύθια για γιατρούς, ο Τζων και το κορίτσι Χένζελ και Γκρέτελ και ένας κύκνος από γραφές τους περνάει απέναντι σαν βάρκα, ανθρωπάρια κάτω από τον ψηλό θόλο της επισταμένης γνώσης, οι μέρες φεύγουν και ρίχνουν τις σκιές τους σαν δαχτυλιές στις παλιές σελίδες, κάποιος φτύνει τα δάχτυλα, επόμενο κεφάλαιο, επόμενο κεφάλαιο, και έτσι η μελέτη προχωράει.
Είναι βράδυ Δευτέρας και εφημερεύουμε και οι δυο ανακλητοί. Όταν η ώρα είναι στρογγυλές οχτώ ο Τζων και το κορίτσι τηλεφωνιούνται, του δίνει την αναφορά της κλινικής για να κλείσει για τη μέρα, και είναι ο χείμαρρος που ξέρω, και ο Τζων είναι η ίδια υπομονετική γη που είμαι κι εγώ, και πάνω του πέφτουν αθρόες ποσότητες ολόφρεσκου νερού, αλλά είναι διαβρωμένος ως το μεδούλι, δεν έχει μείνει τίποτα για να ξεπλυθεί, απαράλλαχτος πια και σταθερός, παλλάδιο κάτω απ'το γαλαζοπράσινο τζάμι της βάθρας, εισπνέει σαν μικρό σκυλί και της δίνει το οκέη, ο ήλιος δύει και το φεγγάρι ανατέλλει, και για ένα διάστημα είναι αμφότεροι στον ουρανό, η πίπα μου ζεσταίνει την παλάμη, η κουζίνα μυρίζει γλυκό καπνό και φρέσκο ψωμί, το τραπέζι είναι άσπρο και καθαρό, αλλά βλέπω τις πληγίτσες που του'χουν μαζευτεί απ'αυτά και από εκείνα, η άσπρη πετσέτα κρέμεται από την πιάστρα του φούρνου, το φως πορτοκαλί από τη γάτα-Τίφφανυς, ο Πούτιν σαν Χριστός μας βλέπει αγία μητέρα και πατέρας από ψηλά, ειρωνεία και νοικοκυροσύνη, οι στενές της φτέρνες ξεκουράζονται πάνω στα γόνατά μου, γέρνω το κεφάλι για να τη δω καλά και κρατώ τα βλέφαρα ανοιχτά με το ζόρι, μήπως και αποτυπωθεί η εικόνα της στους κερατοειδείς μου σαν αμμοβολή στο φως, και όταν πεθάνω μείνει το πορτραίτο της στους γυάλινους βολβούς μου σαν το αγαπημένο πρόσωπο μέσα στο κρύσταλλο σ'εκείνο το αρχαίο δαχτυλίδι από τον οικογενειακό τάφο του Τίτου Καρβίλιου.