© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Φαινομενολογία της αθωότητας

05.2025

Όπως έχει δωθεί στη συνείδηση, όπως έχει δωθεί στον κόσμο
κεντημένη στο χρόνο όπως μια πούλια, ξηλώνεται όπως μια πούλια
ένα βράδυ από μια εσάρπα και χάνεται για πάντα
στο ύφασμα όμως μένει η ορφανή κλωστή, 
η ουλή, το πέρασμα της βελόνας, εκεί που βρίσκει συνεχώς το δάχτυλο της κοπελιάς όταν φοβάται,
στο γρέζι, στην ασυνέχεια, στη μνήμη.

Οι πασχαλιές έχουν ανθίσει, ο κόσμος έχει ξαναβρεί το χρώμα του. Η πρώτη άνοιξη χάνεται μαζί με τα στοιχειά στο πρώτο φως, ο κύκλος της προσμονής ξεκίνησε τη νύχτα. Δίπλα στις ρεματιές ξυπνάνε οι αστρίτες, κι όπως ο ευνούχος κόβει δρόμο μέσα από τις φεστούκες, τα φίδια τον προειδοποιούν να βλέπει πού πατάει. Οι κουφοξυλιές στοιχίζουν το μονοπάτι και οι χωριάτες που πιστεύουν στην προστασία του φυτού κοιμούνται μακαρίως, η πραγματικότητα όμως είναι όπως τα δαχτυλίδια στο νερό, το ένα δαχτυλίδι μες στο άλλο, και στο τέλος τους η όχθη αφορισμός. Πού πάει ο ευνούχος τέτοια ώρα;

Οι πασχαλιές είναι τα αγαπημένα άνθη της πριγκίπισσας. Στο λαιμό της έχει πάντα δυο δαχτυλιές λάδι, στη μέση του κάθε στερνοκλειδομαστοειδή, και όταν οι ιππότες γονατίζουν για να τη χαιρετήσουν, τους παίρνει η ευωδία και είναι αδύνατο να πουν αν είναι το λάδι απ'το λαιμό της ή τα δέντρα φορτωμένα άνθη σε όλη τους τη δόξα, αλλά δεν έχει σημασία, γιατί τους χτυπάει σαν κουτελίτης. Οι δεσποινίδες της αυλής κουβεντιάζουν πίσω απ'τις βεντάλιες και ακολουθούν το ίχνος που αφήνει η μυρωδιά σαν σκυλόψαρα καταραμένα σ'αιώνια πείνα. Κανείς δεν τολμάει να ρωτήσει. Μυστικά σαν αυτό δεν προορίζονται ποτέ για τους υποτελείς.

Όταν η πριγκίπισσα ήτανε μικρή, η μάνα της έβαζε πάντα δυο δαχτυλιές λάδι στο λαιμό, και το λάδι μύριζε κάτι που θύμιζε πασχαλιά από μισοξεχασμένο όνειρο. Το έβγαζε από ένα μικρό μπουκάλι με στενό ρύγχος, που αγόραζε από τον Εβραίο σ'εκείνο το μαγαζί που είχε δυο δάχτυλα απολιθωμένη σκόνη, όταν αγόραζε αρώματα και για την ίδια. Ο ευνούχος, τότε ακέραιος ακόμα, γνώρισε καλά εκείνο το λάδι, το έμαθε από όλες τις πλευρές, πώς ήταν ένα πλύμα από ηλιόσπορο, πώς ήταν ένα ανακάτεμα από άλλες ιστορίες, λιλιάλ και διϋδροπαράγωγα του Εντουάρ Ντεμόλ, ένα παρασκεύασμα παγίδα μες στο δάσος. Αν το κοιτούσε από μακρυά, ίσα και τον ξεγελούσε πως ήταν πασχαλιά. Ο ευνούχος γνώρισε καλά και την πριγκίπισσα, την έμαθε από όλες τις πλευρές, πώς ήταν το τέλειο παιδί του πατέρα και της μάνας της, πώς είχε την πονηριά του βασιλιά στο βλέμμα και τη σκληράδα της βασίλισσας στο στόμα, πώς ήταν ατίθαση και αψιά σαν τα κρασιά που βγάζαν τα αμπέλια της κοιλάδας, πώς ήταν η ίδια της οι λίμνες και το δάσος, πώς ήταν η ίδια της η πασχαλιά, κρυμμένη πίσω από την παγίδα.

Σε μια ισπανική μετάφραση ενός βιβλίου για το εργοστάσιο του Γκρας ο νεαρός βρήκε μια φωτογραφία που έδειχνε τα δυνατά χέρια μιας εργάτριας να σηκώνουν ένα κόσκινο γεμάτο ανθοπέταλα. Ήταν η παλιά τεχνική του ενφλεράζ, που είχε γίνει δημοφιλής στους αριστοκράτες της νότιας Ευρώπης το 18ο αιώνα. Μια τεχνική απλή αλλά κοπιώδης, ο μόνος τρόπος να εγκλωβιστεί το παροδικό, ευαίσθητο άρωμα λουλουδιών όπως της πασχαλιάς. Λάδι ελιάς και μελισσοκέρι, και στο κρεβάτι αυτό το νεκρικό τα φρεσκοκομμένα άνθη της πασχαλιάς, καθαρισμένα, σκουπισμένα προσεκτικά από τη δροσιά, σκεπασμένα με ένα πέπλο μουσελίνας, βράδυ και πρωί, για όσο διαρκούσε η ανθοφορία, δυο ή τρεις βδομάδες τη χρονιά, τριάντα με εξήντα φορτίσεις του λαδιού, τριάντα με εξήντα επιτάφιοι, όσοι επέτρεπε ο καιρός. Αυτό που δε γράφουν τα βιβλία είναι το άγνωστο μαγικό, η υπομονή. Ο νεαρός δεν ανακάλυψε το μαγικό από εξυπνάδα, αλλά επειδή ο τόπος που τον γέννησε το μαρτύρησε, σαν από χάρη. Ο αέρας που παίρνει την άμμο και τη λειαίνει σαν γυαλί, ο αέρας που πατάει τη θάλασσα κάτω, η θάλασσα που τρώει λίγη λίγη τη στεριά, οι θύελλες, οι μακροί χειμώνες, τα επίμονα σκοτάδια, ο τόπος που κάνει υπομονή, κατάλαβες μικρέ; Η υπομονή είναι η εξέχουσα αρετή, γιατί μέσα της κρύβει αυτό για το οποίο διψάνε όλοι οι θεοί: τη θυσία. Το φάντασμα που δίνει ψυχή στην πασχαλιά, ένα αερικό σαν μεταξωτή κορδέλα στο νερό, δεν κοντοστέκεται ποτέ, παρά όταν δει υπομονή. Την πρώτη χρονιά η μούχλα φύτρωσε στο δέκατο επιτάφιο, και όλο το μαντζούνι έπρεπε να πεταχτεί. Οι μέρες έφεραν βροχές με χοντρές βαριές σταγόνες, και ο νεαρός δεν πρόλαβε να ξαναπροσπαθήσει. Περίμενε λοιπόν ως την επόμενη χρονιά. Οι πασχαλιές μεγάλες σαν δέντρα άνθισαν την τελευταία βδομάδα του Απρίλη και ο νεαρός ξανάπιασε το τελετουργικό. Η δεύτερη απόπειρα γέμισε γούνινη μούχλα πριν κλείσει το δεκαήμερο, η τρίτη σάπισε από κάτι άλλο που γέμισε το λαδοκέρι με κεραμιδιά στίγματα που μύριζαν ξινά. Ακολούθησαν πολλές αποτυχίες, αλλεπάλληλες, τη μια χρονιά μετά την άλλη, η κάθε μια διαφορετική και όμως ίδια στην απογοήτευση που έφερνε, η κάθε μούχλα είχε αλλιώτικη χροιά, το μαντζούνι ήταν πολύ εφευρετικό στους τρόπους να χαλάει, κάποτε γέμιζε μικροσκοπικές προνύμφες που έτρεμαν σαν κόπροι στην παγωνιά, άλλες χρονιές τα άνθη σαφράκιαζαν και κολλούσαν στο υπόστρωμα και όταν ο νεαρός προσπαθούσε να τα βγάλει τρίβονταν και από κάτω άφηναν ένα μαύρο ζουμί που θύμιζε σάπιες πατάτες, κάποιες χρονιές που ο χειμώνας ήταν πολύ ζεστός οι πασχαλιές δεν άνθισαν καθόλου. 

Τα χρόνια πέρασαν, ορδές άνθη έπεσαν στο νεκρικό κρεβάτι, μια φορά η εποχή τους τέλειωσε και τίποτα δε συνέβη: το υπόστρωμα έμεινε ως είχε, με εκείνο το χρώμα που θύμιζε ζεστό γάλα με μέλι, και η μυρωδιά ήταν εκεί, η μυρωδιά της πασχαλιάς, όχι μια παγίδα μες στο δάσος, η γαμημένη πασχαλιά αυτοπροσώπως. Ο νεαρός είχε μάθει. Κάθε σκόνταμα του δίδαξε κι έναν νέο τρόπο να περπατά, ώσπου έμαθε να τρέχει. Έμαθε να μη φέρνει τον περιέκτη πολύ κοντά στο πρόσωπό του, έμαθε να κρατάει την ανάσα του όταν καταπιανόταν με το μαντζούνι, γιατί είχε διαπιστώσει πως το ίδιο του το χνώτο ήταν αρκετό για να το επιμολύνει, έμαθε πώς να καθαρίζει τα λουλούδια και πώς να τα στεγνώνει με έναν κετσέ από βαμβάκι μέσα έξω προτού μαραγκουλιάσουν γιατί το μετάξι δεν τα στέγνωνε καλά και μούχλιαζαν ενώ το λινό τα μελάνιαζε επειδή ήταν αδρό, έμαθε ποιων δέντρων τα άνθη ήταν κατάλληλα και ποια επιρρεπή στις διάφορες εκφάνσεις της σαπίλας, έμαθε πως το κιούπι έπρεπε να το κρύβει μέσα στη ντουλαπίτσα με τα καπνά, οπουδήποτε αλλού και κάτι πήγαινε στραβά, έμαθε πως οι αλλαγές έπρεπε να γίνονται κάθε δώδεκα ώρες και όχι αργότερα γιατί αν έμεναν περισσότερο κάποιο μικροσκοπικό καθίκι προλάβαινε και έστηνε αποικία, έμαθε τελοσπάντων όλα αυτά που ήταν απαραίτητα για να φτιάξει γνήσιο, καθαρό, πανάκριβο ενφλεράζ.

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα Σεπτέμβρη όταν ο νεαρός συνάντησε την πριγκίπισσα και της πρόσφερε ένα μικρό πορσελάνινο κουτί που στο καπάκι ήταν ζωγραφισμένες δυο λίμνες τριγυρισμένες από παπαρούνες και καλαμιές που κόβανε σαν σπαθιά. Στο κουτί μέσα ήταν η ψυχή της πασχαλιάς, παρήγορη σαν σκιά το καλοκαίρι. Η πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια διάπλατα, και ο νεαρός είδε όλα τα άνθη από όλες τις πασχαλιές που είχε σκοτώσει για να φτάσει ως εκεί να χορεύουν πίσω από το τζάμι των δακρύων πάνω στους επιπεφυκότες, σαν αστραπές πίσω από μαζεμένα σύννεφα το σούρουπο στη δύση. Ήταν μια κοινή ιστορία, χωρίς καμιά πρωτοτυπία, η πριγκίπισσα και ο επίδοξος ιππότης.

Θα ήταν παράδοξο αν πίσω από αυτήν την επίπονη αφοσίωση δεν κρυβόταν διαολιά, και επειδή τα πράγματα στη φύση ακολουθούν τις επιταγές της, πίσω από αυτήν την επίπονη αφοσίωση κρυφόταν όντως διαολιά. Ο νεαρός είχε σκοπό να γίνει γιατρός του στέμματος. Αν ήταν καθαρή επαγγελματική φιλοδοξία ή αν ήταν από κίνητρα πιο ύπουλα δε μπορώ να πω. Αλλά η θέση αυτή άρμοζε σε αριστοκράτες, όχι μισότυφλους νησιώτες με σημάδια αρρώστιας στο λαιμό. Η μόνη παράκαμψη περνούσε απ'την καρδιά. Αν η πριγκίπισσα είχε προδιαγράψει το μέλλον του νεαρού πριν ή μετά εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, ούτε αυτό μπορώ να το πω.

Ο κύκλος της προσμονής είχε ξεκινήσει. Το πεπρωμένο γράφεται όταν το καμτσίκι μπήγεται στη σάρκα, όταν το πετσί ποτίζει αίμα. Τίποτα δε γίνεται να γραφτεί χωρίς αίμα. Κοντά στα άλλα μυστικά ήταν κι αυτό: ο γιατρός του στέμματος ήταν νόμος βασιλικός να είναι ευνούχος. Ο νεαρός συμφώνησε αμέσως. Η πριγκίπισσα δε θα έμπαινε έτσι κι αλλιώς στον κόπο να τον πείσει. Ο κόσμος είναι πάντα βιαστικός, οι δεύτερες σκέψεις ήταν για εκείνους που είχαν την πολυτέλεια. Ένας γέρος χειρουργός με καθολική αλωπεκία πήρε τ'αρχίδια του νεαρού, η λάμα κοφτερή σαν φλύδα από πάγο φώτισε την αίθουσα, ένα αηδόνι κρυμμένο μες στη λεύκα έξω από το παράθυρο τραγούδησε γλυκά, στην υπηρεσία της εξουσίας του τόπου, στην υπηρεσία της καρδιάς του τόπου, επρόκειτο για μια θυσία κατά βάθος πατριωτική, κι ας ήταν ξένος. Η πρώτη άνοιξη χάθηκε μαζί με τα στοιχειά στο πρώτο φως, οι κουφοξυλιές δεν προστατεύουνε κανέναν, αλλά αν αυτό αρκεί για το μακάριο ύπνο, ας είναι. 

Άπνοια στις λίμνες, ομίχλη πρωινή, η ανάληψη της δροσιάς στους ουρανούς. Ένα φιλί από τα χείλη της πριγκίπισσας πέφτει μαλακά και κάνει δαχτυλίδια στο νερό, το ένα δαχτυλίδι μες στο άλλο, και στο τέλος τους η όχθη αφορισμός.

---

-Μερικές φορές αναρωτιέμαι ποιος θα ήμουν αν δεν είχα γυρίσει ποτέ ξανά σ'αυτά τα μέρη.
-Δε γινόταν να μη γυρίσεις. Δε θα ήσουν εσύ, αυτό είναι σίγουρο. Θα ήσουν κάποιος άλλος.
-Εσύ γιατί ήρθες;
-Δε γινόταν να μην έρθω. Δε θα ήμουν εγώ αν δεν είχα έρθει. Αλλά δε θέλω να πεθάνω εδώ όπως εσύ. 
-Το ξέρω.
-Και;
-Κάθε καλοκαίρι ξέρω πως θα'ρθει ο χειμώνας. Και;

---