© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Κοίτα την πυξίδα, πάνε όπου σου δείξει και κάνε αυτό που πρέπει

    Στο σπίτι στο Πευκί που βλέπει στα χωράφια που τα διαπερνάει εκείνο το ασημένιο ρίγος όταν φυσάει με υποδέχεται ο άντρας από νερό. Πετάω τα μπαγκάζια κάτω και βάζω τις παλάμες μου πάνω στα μάγουλά του και όλα γίνονται μουσκίδι. Κάνει ζέστη αφόρητη. Φοράει ένα πουκάμισο σαν από μεμβράνη λεπτό, ξεκούμπωτο και ενδελεχώς σιδερωμένο. Στο ξυρισμένο του κεφάλι βλέπω πού ακριβώς αλλάζουν ρότα τα μαλλιά και φτιάχνουν έναν μικρό επιμήκη στρόβιλο στις δυο εκατέρωθεν στεφανιαίες ραφές. Με οδηγεί στο δωμάτιο της σοφίτας, εκείνο με το μπαλκονέτο που έχει τη μια και μοναδική ιδιότροπη ξαπλώστρα που αν κάτσεις λάθως σου κόβει τα κωλομπούτια και θέλει πάντα να την προσεγγίζεις με το μαλακό, όπως και τον άντρα από νερό. Οι κουνουπιέρες πάνω από το κρεβάτι είναι ανοιχτές, η λινή κουρτίνα πηγαίνει πέρα δώθε, από το παράθυρο πέρα από την ξαπλώστρα τα χωράφια, ακριβώς όπως ήταν τότε, και στα διακόσια μέτρα η θάλασσα, όπως είναι πάντα. Εκεί θα κοιμηθώ έναν ύπνο σαν θάνατο και την επομένη ο άντρας από νερό μου φτιάχνει τοσ και μαύρο τσάι με γάλα. Παίρνουμε το άσπρο φορτηγάκι του που έχει σαπίσει κατά τόπους και ο κινητήρας κάνει πάτα κιούτα ποτ ποτ ποτ και πηγαίνουμε στο καστέλο, στην ακτή. Φυσάει προς τα μέσα και τα νερά είναι γυαλί, φανταχτερά, διαυγή, με ένα χρώμα πλημμύρα σκέτη. Κατεβαίνουμε τα κατσάβραχα, οι δαχτυλοκόφτες μου λυγάνε, κρατιέμαι απ'τα βάτα, το κάστρο υψώνεται ενωμένο με τον γκρεμό, είναι λες και το ίδιο το κάστρο είναι ο γκρεμός. Ο άντρας από νερό είναι πολύ χλωμός και πρέπει να προσέχει τον ήλιο του νότου, γι'αυτό βουτάει με το πουκάμισο. Εγώ είμαι ξαφνικά γυμνός και χηνόπετσος, η θάλασσα είναι δροσερή και οι ρώγες γίνονται τορπιλίδια, λυγίζω τα γόνατα σιγά σιγά ώσπου να βρουν στον πάτο και βουλιάζω ως πάνω από το κεφάλι. Τα χαλικάκια ακούγονται σσσσ-σσσσ και πιο πέρα τα σπάνια βήματα του άντρα στο βυθό και ο κόσμος μακρυνός, φιλτραρισμένος από το αλατόνερο. Μόλις αρχίζω να διψάω γι'αέρα κάτι με αγγίζει στα παΐδια, ένα δέρμα πολύ λείο αλλά κολλώδες, σαν καουτσούκ. Ανοίγω τα μάτια και στρέφομαι προς τη μεριά του, ένα δελφίνι, του χαϊδεύω την άσχημη μούρη, και πάνω του καβάλα είναι μια χοντρή γυναίκα με μαγικά φουστάνια από τσουχτρόδερμα. Το δελφίνι μου μιλάει, όχι με λέξεις, αλλά κατευθείαν στο μυαλό, και μου λέει σαν πονοκέφαλος, να κοιτάξω την πυξίδα, να πάω όπου μου δείξει και να κάνω αυτό που πρέπει. Η γυναίκα μου δίνει μπούσουλα και κοπίδα. Εξαφανίζονται πριν προλάβω τα περαιτέρω, σηκώνομαι όρθιος, το νερό μου φτάνει ως τη μέση. Ο μπούσουλας δε δείχνει τα σημεία του ορίζοντα, έχει μόνο τρεις ενδείξεις και μια βελόνα που όπως κι αν γυρίσω είναι καρφωμένη προς το καστέλο, στην ακτή. Η κοπίδα είναι βαριά με μαύρη λάμα και λαβή περασμένη μουλιασμένο σπάγγο. Ψάχνω τον άντρα από νερό, του δείχνω προς το καστέλο και πηγαίνουμε κατά κεί. Το νερό γλείφει την ποδιά του γκρεμού. Εκεί που δείχνει η βελόνα του μπούσουλα είναι μια τρύπα στο βράχο στα μέτρα των ώμων μου ακριβώς. 
    -Θα μπω να δω.
    -Να'ρθω μαζί σου.
    -Δε χωράς. Μόνο οι δικοί μου ώμοι.
    Ξαπλώνω στο μισόνερο και σέρνομαι αδέξια στην τρύπα. Ένα λαγούμι που φαρδαίνει. Ο μπούσουλας φέγγει. Στο τέλος της σπηλιάς είναι ένας θρόνος και πάνω του κάθεται ένας πλήρης σκελετός με το πηγούνι του να ξεκουράζεται πάνω στο χέρι του. Φοβάμαι ξαφνικά. Τι στην ευχή να κάνω με την κοπίδα, πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοιο μαχαίρι. Κάνω μεταστροφή και βγαίνω έξω.
    Κι έπειτα πάλι μετανιώνω και ξανά στο λαγούμι. Στέκομαι στα πόδια μου και πηγαίνω με αποφασιστικό βήμα προς το θρόνο κραδαίνοντας την κοπίδα, θα σε διπλοσκοτώσω καριόλη, θα κάνω αυτό που πρέπει. Ο σκελετός ξυπνά μόλις τον πλησιάζω και πάνω του πέφτουν μούσκουλα και ρούχα σαν γρήγορη βροχή κόκκος κόκκος και στο χέρι του ένα ασημένιο γιαταγάνι και πριν προλάβω να του μπήξω την κοπίδα κάπου στη σφαγή μου παίρνει το κεφάλι που τσουλάει σαν μπάλα στην είσοδο του λαγουμιού και ο άντρας από νερό το βλέπει και το παίρνει τρομοκρατημένος και δυο στιγμές αργότερα νιώθω τα δάκρυά του στο δέρμα του κρανίου μου και σιγά σιγά το σώμα μου ξαναφυτρώνει σαν σαμιαμιδοουρά.
    Το σούρουπο είμαστε στο κάτω μπαλκόνι. Απέναντι φαίνονται οι λάμπες απ'τις βάρκες, νηνεμία. Ο άντρας από νερό μας φτιάχνει λεμονάδα με σόδα και μεγάλα παγάκια στα ποτήρια με τις λακκούβες. Ξεκουράζει τα δάχτυλά του πάνω στο τραπεζάκι. Έχει έρθει η ώρα. Αγγίζω τις άκρες τους, τα νύχια εκεί που φυτρώνουν και εκεί που τελειώνουν, και η δροσιά με φτάνει κατευθείαν από τα χέρια στο λαιμό. Όταν πέφτει το βαθύ σκοτάδι του μεσογειακού καλοκαιριού, εκείνος ο μαύρος ουρανός με τη σκόνη που χορεύει, βρισκόμαστε στο μεγάλο κρεβάτι του πρώτου ορόφου, τα σεντόνια κολλάνε στην πλάτη μου. Του βγάζω τα ρούχα και μου βγάζει τα ρούχα, χαϊδεύω τους δυο στρόβιλους που έχει στα μαλλιά, και ο νους μου του δίνει σάρκα κατά τα άλλα για να τον φέρει στο ύψος των ματιών μου, άντρας από αίμα και άντρας από νερό, και όταν γινόμαστε ένα ξυπνάω χύνοντας.
       


Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα

Χολή στο μωσαϊκό αίμα στη χωρίστρα η αράχνη κόβει τη σταθερή της βόλτα από τη μαλαστούπα στο χωλ όπως κάθε βράδυ την ώρα που οι δίκαιοι κοιμούνται οι άδικοι πληρώνουν μυστικός λαιμός και οι πετέχειες γύρω από τα μάτια σβήνουν γρήγορα και δε μας μυρίζεται κανείς, η ανελέητη λαβή του παντογνώστη, αυτοκαταστροφή και ετεροεπισκευή, πόσες φορές το ράβε ξήλωνε, ποιος κρατάει λογαριασμό; Πάνε εκείνες οι μέρες που ξάπλωνα δίπλα στη Χαμένη στα όνειρά της και της έλεγα σκότωσέ με για λίγο, και έλεγε ούτε για μια στιγμή, οίκτος, ο οίκτος δεν υπάρχει πια, τώρα έχω βαφτιστεί στα ευλογημένα σκατά της Ανάνηψης και είμαι στο έλεος του Θεού, η ενηλικίωση έρχεται όταν παύει να σε προστατεύει η μάνα σου και αναλαμβάνει ο Θεός, κοινό μυστικό πως όταν αναλαμβάνει ο Θεός είσαι τελειωμένος

δάχτυλα που ψαύουν έμπειρα πριν την ώρα τους περιτονίες και οπισθοπεριτόναια, δάχτυλα με μάτια, δάχτυλα τυφλού, τρεις θέσεις, άταστο παλούκι, πρώτη εκατέρωθεν σφυγμός, δεύτερη καρωτιδικά σωμάτια, τρίτη και με βρίσκουν τα φωσφήνια και κατόπιν το σκοτάδι, από το βάθος του διαδρόμου έρχεται μια μουσική τα πρίμα πνίγονται στην ηχώ τους και το μόνο που φτάνει σαφές είναι το κοντραμπάσο, οι χαλαρές χοντρές χορδές και τα σκληρά χέρια της Μαργκερίτ και το τατουάζ κλειδί του φα και ο Τζακ και η φασολιά στον ταρσό όλα αναμενόμενα όλα τόσο ταιριαστά

λοιπόν μικρή μου Ναυσικά, όλοι παίζουμε την ίδια σονατίνα, ο καθένας στ'όργανό του, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά ξεπετσιασμένοι, φυλακισμένοι στα κρανία μας, ρώτα και τη Μαργκερίτ, τις νύχτες περνούσε στη ζούλα ο πατριός της και της χούφτωνε τα μπούτια, όταν στο εκμυστηρεύτηκε πήγες και του 'σκισες τα λάστιχα της Μπέμπας, δεκαπέντε χρονών παιδιά, και τ'άλλαξε απορημένος, και τα ξανάσκισες, και νόμιζε πως έφταιγε που ήταν Δαπίτης και δεν τον χώνευαν οι φίλοι της μάνας της Μαργκερίτ που ήταν Κνίτες, και τους κερνούσε στο μπαρ Ε. για να τους καλοπιάσει, στην τρίτη φορά έβαλε κάμερα στην πυλωτή και πήγες στην εταιρεία και πέρασες της Μπέμπας μερικές χεριές χαρακιές ψωλαρχίδια που τις κουβαλούσε ώσπου την πούλησε, και τότε που η Μαργκερίτ έκλαιγε πριν τις εξετάσεις των θεωρητικών της σκούπιζες τα δάκρυα με τον τσαλακωμένο Καλομοίρη, και εκείνο το αργό καλοκαίρι έξω από το Μέγαρο στην πίσω του μεριά, ο Θερμαϊκός ομίχλα βρωμερή και ντουμάνι από κουνούπια, η Μαργκερίτ με κολλητό παντελόνι έτοιμο να εκραγεί και άσπρη πουκαμίσα, επαγγελματίας πια, τσιγαράκι πέρα δώθε μεταξύ σας, της έλεγες πως ο κώλος της είναι πεπονάτος και αυτή τον χάιδευε και έλεγε αλήθεια τώρα ρε;, εγώ στεκόμουν δίπλα στο θάμνο και τα μαλλιά μου γέμιζαν θαμνομπαμπαλάκια, και σας έβλεπα πίσω από τον καπνό της Αμφοράς, όταν πέρασε ο τρομπέτας που ήταν μέγας γκόμενος η Μαργκερίτ σου έδωσε μια αγκωνιά και γελούσατε με νόημα σαν πορνόγριες, πάντα ήταν εξωτικό, η Μαργκερίτ κι εσύ στις συναυλίες τις σινιέ, αυτή χυμώδης κυρία ονειροπόλα με χαραδροντεκολτέδες και Σκόρπιονς και πέτσινο βρακί και τα μυστικά της επαρχίας, εσύ Σιλκάτ και Κερομύτης και μετά τα τσίπουρα ξερνώντας στο παρτέρι στην Ολύμπου να ουρλιάζεις στις δυο τα ξημερώματα Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα!

αλλά τι, δε μπορούνε οι πληβείοι να είναι σοφιστικέ;

Αυτά σκέφτομαι που λες χαράματα στο μπάνιο όρθιος και ακίνητος σαν άγαλμα, ο ίλιγγος με χορεύει απ'τα μέσα προς τα έξω, μια τιμή για κάθε σφάλμα, όλα θολά θαμμένα στο κλιπάρισμα και στη λο-φάη φασαρία, θνητοί και οι αθάνατες τιμωρίες μας και Προμηθέας Δεσμώτης και η μόνη ευκρίνεια που θα βρω ποτέ είναι κάπου στους απλωμένους αρπισμούς της Μαργκερίτ που διαπερνάνε τα ντουβάρια και τη λάσπη και τα σκατοβουνά.

0630 the flowmaster

stained mirror in the doctor's mess
the first light of day the constant death
the steady loss the hopeful suffering

bloodshot eyes greasy hair
gold chain around my neck
a sad excuse

master of the frontlines for the next hour and a half
shadow of a shaman
see everyone's beast

I say your name twice it's a spell

the water in the sink begins to dance
my body loses all its blood
feel its letters on my teeth

travel across and through
how can you be
how
can
you

x

fall asleep on the way
the gravel at the side brings me back

glass, shifting tide
the weakness of the earlier time is gone
four letters, vanished in silence, not to be touched
until I'm flowmaster again.



Περί συγκινήσεων

En tus ojos de agua infinita
se bañan las estrellitas mamá

Agua de luz, agua de estrellas
Pachamama vienes del cielo

Limpia, limpia, limpia corazón, agua brillante
sana, sana, sana corazón, agua bendita
calma, calma, calma corazón, agua del cielo, mamá 
M. Molina




Θέα στο Κάττεγκατ καλοκαιρία βαρομετρικό στο θεό Σάββατο ευλογημένη αργία κοντεύοντας στην ακτή το κυματάκι ισχνό ίσα που γλείφει και μάτσα μάτσα οι τρίχινες φυκιάδες κυλιούνται πέρα δώθε εκεί ανάμεσα στα κίτρινα και στα πράσινα και τα τυρκουάζ ένα μεδουσάκι λίγο χτυπημένο στα τελευταία του από υποξία στα πολύ ρηχά, είπα
-Δες. Αγωνίζεται.
-Δώσ' μου το κουπί.
-Γιατί;
Της πέρασα το κουπί, το κάρφωσε στην άμμο, η καρίνα βρήκε στον πάτο, κρεμάστηκε από τα πλαϊνά έχωσε τα χέρια σαν κούπα στο χυλό της ζέστας μια χούφτα νερό μια χούφτα μεδουσάκι.
-Σπρώξε μας παρά μέσα.
Έσφιξα το κουπί δυο τρία αγκομαχητά η βάρκα έξυνε κάτω γύρισε πέρα δώθε και μας έσπρωξα πέρα από τον κυματοθραύστη. Έσκυψε στα πλωριά αντίθετα από μένα και ίσα που την άκουσα που είπε σιγανά Πήγαινε τώρα μικρό φιλαράκι, πήγαινε, μην κάνεις χαζά.


Βλέπω τα μέσα σου στο βλέμμα σου
τα ακούω στη φωνή σου

στο θνητό περαστικό σου σώμα κάτω από το ανθρωπινό σου δέρμα
διαλυμένα στο κοινό σου αίμα 

όπως το αλάτι στο νερό κολυμπάνε τα αστέρια όλου του κόσμου
αιωρείται φως

σπάνιο, σπάνιο πλάσμα
σπάνιο, σπάνιο πλάσμα

Γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη

 



στον Ν.


πνιγμός υποτροπιάζων ανάμεσα στο ένα και το άλλο κύμα
καβάλα σε κόκκους αλατιού
από ακτή σε ακτή

έχουμε ονειρευτεί τους θανάτους μας
τίποτα δεν είναι καινούριο

αφρός της λύσσας στο στόμα
μια τολύπη αίμα στη θάλασσα

γύρω απ'τις κοίτες των νυχιών από τα σύνορα των βλεφάρων στις γωνίες των χειλιών
γλυφά νερά, σκόνη μεσημεριού, σπάνια σοροκάδα

το νερό φτιάχνει απέραντες ρυτίδες στα Λονγκ Φόρτυς
και το πετρέλαιο από κάτω είναι σκιές μέσα στη νύχτα

το κυνήγι της δυστυχίας
η αιώνια πλεύση