Τον σκότωσε εκεί ανάμεσα στο πλήθος εν ψυχρώ αξεχώριστη στην κοσμοσυρροή. Ο πυροβολισμός τους τράνταξε όλους. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Ο καραγκιόζης έπεσε κάτω σαν πατατοσακί. Το άξιζε, η σφαίρα ήταν όλη δική του, κι αν ο κόσμος είχε μια σπιθαμή δικαιοσύνης όφειλε και να τη χρεωθεί, αλλά στο σκατόβουρκο δεν ξεχωρίζουν σκατά από σκατά. Η λαοθάλασσα σώπασε σκανδαλισμένη, αλλά μέσα σε όλους εκείνους τους φανατικούς της βλακείας υπήρχαν και λίγες ψηφίδες αντιφρονούσες. Σχημάτισαν μια ανεπαίσθητη φλέβα και γλιστρώντας από πλάτη σε πλάτη και από κώλο σε κώλο και αγγίζοντας φευγαλαία μπουφάνια, γαλότσες και τσάντες, η Χάνκα εξαφανίστηκε, έγινε και πάλι μια ψηφίδα στη σαρκοπλημμύρα. Η πρόχειρη περιγραφή της εξαπλώθηκε σαν καρκίνος, με πρωτοπαθή εστία το σαπιομηλί παλτό. Μπορούσες σχεδόν να διακρίνεις το κουτσομπολιό να διαπερνάει τα πάχη του κόσμου όπως δονείται ένας ζελές. Η Χάνκα τελοσπάντων το έσκασε. Οι αρχές πήραν τη σκιά της στο κατόπι. Ο καημένος ο Παλ πέρασε μια άρρωστη βδομάδα, πυρετώδης από την αγωνία. Ήταν η πρώτη της φορά.
Την επόμενη Δευτέρα, ο Παλ έκοβε δρόμο πίσω από το μίνι μάρκετ επιστρέφοντας σπίτι. Ένα Ψιτ! τον χτύπησε στο στόμα σαν άτυχο μυγάκι. Ήταν εκείνη. Στεκόταν ανάμεσα στους δυο μεγάλους κάδους ανακύκλωσης στο πίσω ντουβάρι του μίνι μάρκετ. Αρκετά σακατεμένη. Τα ρούχα της ήταν μουλιασμένα στο αίμα, μπαγιάτικο και φρέσκο, και είχαν πάρει τις πολλές αποχρώσεις που παίρνει η υγρασία όταν ποτίζει για χρόνια τα ταβάνια στις δημόσιες υπηρεσίες. Είχε κρύψει το σαπιομηλί παλτό στο σάκο πλάτης και τώρα φορούσε ένα άσχημο ανοράκ ψαρέματος. Ήταν βρώμικη και τα μαλλιά της είχαν αφανοποιηθεί. Σε σημεία ήταν κολλημένα στο κρανίο της αναμεμειγμένα με το ξεραμένο αίμα που φαινόταν σα μαύροι λεκέδες εδώ κι εκεί. Ο Παλ την αγκάλιασε αντανακλαστικά. Την αγαπούσε πάντα. Η Χάνκα δεν περπατούσε καλά. Την είχαν πετύχει κάπου στη νεφραμιά και στο ένα μπούτι. Οι σφαίρες ήταν ακόμα μέσα.
-Δε μπορώ να σε πάρω σπίτι. Την έχουνε στημένη απ'έξω από τη μέρα του συμβάντος. Αλλά θα μιλήσω στην Ελένη, έχει ένα μέρος. Θα βρούμε τρόπο.
-Κάνα τσιγαράκι έχεις;
-Όχι ρε συ, αφού το έχω κόψει, το ξέρεις.
-Ανάθεμα.
-Μείνε εδώ -μπορείς να μείνεις εδώ; Δε θα πάρει πάνω από μια δυο ώρες.
-Αν δε με βρίσκεις χτύπα τους κάδους.
Σουρούπωνε ένα φθινοπωριάτικο σούρουπο, είχε πηχτή υγρασία, άπνοια και κουνούπια. Ο Παλ εξαφανίστηκε στο δασάκι πίσω από το μίνι μάρκετ. Η φασαρία της κίνησης από τη λεωφόρο συνεχίστηκε απρόσκοπτη και αμυδρά ανησυχητική όπως πάντα. Η Χάνκα έμεινε στο μέρος. Η στάση της και το πρόσωπό της δεν ομολογούσαν ιδιαίτερη ταλαιπωρία, σε αντίθεση με όλα τα άλλα πάνω της. Ήταν τόσο στωϊκή που έμοιαζε να έχει απωλέσει αισθήματα και πάθη. Η υπομονή είχε επισκιάσει κάθε αδυναμία, της είχε ξεπλύνει την ανθρωπίλα, την είχε μετατρέψει σε τερατορομπότ. Στο μυαλό της πηγαινοερχόταν το τσιγαράκι. Έτρωγε απ'τα σκουπίδια περιμένοντας και έπινε από τα πεταμένα μπουκάλια κάτω από τη γέφυρα.
Είχε νυχτώσει για τα καλά και η Χάνκα λαγοκοιμόταν στο μαξιλάρι με τη μαύρη σακουλομαξιλαροθήκη, όταν άκουσε ένα ταπ-ταπ-ταπ. Άνοιξε μια τρίχα το καπάκι του κάδου για να δει, ήταν η Ελένη αυτοπροσώπως, παρέα με τον Παλ. Σκαρφάλωσε έξω όπως όπως. Οι δυο την φορτώσανε σε μια σκουριασμένη μπαγαζιέρα που κρεμόταν από τον κοτσαδόρο του Φίατ της Ελένης, Τη σκεπάσανε με το μουσαμά και από πάνω της έβαλαν μερικά καφάσια και τα σύνεργα κηπουρικής. Ο Παλ της πέρασε δυο ταμπλέτες μορφίνης και ένα θερμός γεμισμένο με απροσδιόριστο παρηγορητικό. Η διαδρομή κράτησε ένα τετράωρο. Η Χάνκα κατάλαβε πού πήγαιναν όταν άκουσε τη μουσική από τα μεγάφωνα του πορθμείου.
Πέρασαν απέναντι. Μια γνωστή της Ελένης είχε ένα τριόροφο στην παλιά πόλη που το νοίκιαζε σε φοιτητές από την ένωση. Εκείνο το διάστημα το ισόγειο ήταν ξενοίκιαστο. Ο τελευταίος που έμενε εκεί είχε πεθάνει στην εκκλησία. Ήταν ένα γραφικό κτίριο, πλινθόκτιστο, αρχαίο σχεδόν, κρυμμένο κάτω από παχύ κισσό. Έφτασαν χαράματα. Η Χάνκα είχε λιώσει απ'τη μορφίνη και δε μπορούσε ούτε να συρθεί έξω απ'τη μπαγαζιέρα. Την τύλιξαν ρολλό με το μουσαμά και τη μετέφεραν γρήγορα γρήγορα στο διαμέρισμα. Τα έπιπλα του μακαρίτη είχαν ξεμείνει. Δεν είχε οικογένεια να τα ζητήσει, ήταν ο τελευταίος της γραμμής. Καφενειακές καρέκλες, ένα γραφειάκι και ένα τραπεζάκι μιας άλλης πολύ περασμένης εποχής, ένα κρεβάτι με μεταλλικό σκελετό και χοροπηδηχτό στρώμα με διεισδυτικές σούστες, κάνα δυο μαξιλάρια, πολλές γλάστρες παντού. Το πάτωμα ήταν από πετρόπλακες, πολύ παλιό, έμοιαζε πιο πολύ με γη παρά με πάτωμα, τα ντουβάρια τρία μέτρα χοντρά με εντοιχισμένα ράφια, κουζινάκι, πάγκος, διπλά τζάμια στα παράθυρα που ίδρωναν αναμεταξύ τους. Ο Παλ έφτιαξε νερόσουπα.
Το πρωί η Ελένη κανόνισε να περάσω να βγάλω τις σφαίρες απ'τη Χάνκα, όπερ και έπραξα. Είχε καλή κράση και οι πληγές ήταν εύκολες στο καθάρισμα, παρότι είχαν κακοφορμίσει, είχαν βέβαια περάσει και δυο βδομάδες στη λέρα, το περίεργο θα ήταν να μην είχαν κακοφορμίσει. Τις καυτηρίασα με την τσιμπίδα του τζακιού. Δε χρειάστηκε να τη μπουκώσω με πετσέτα, ξάπλωνε κοιτώντας το ταβάνι χωρίς να μορφάζει. Τα βλέφαρά της ανοιγόκλειναν νωχελικά. Της χτύπησα μια πενικιλλίνη τζι στο κωλομέρι, της άφησα ένα μπουκαλάκι λάβδανο και της είπα πως θα προσπαθούσα να ξαναπεράσω σε μια βδομάδα. Η Ελένη επέβλεψε τη διαδικασία. Ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, έβαλε την κασέτα που είχα ακούσει εκατοντάδες φορές σε ισάριθμες παραλλαγές να παίξει:
-Θα σκάψεις ένα λάκκο κάτω απ'το κρεβάτι, μια κρυψώνα. Θα το κλείσεις με καταπαχτή από σανίδια. Θα φροντίσω να σου φέρουν. Από πάνω θα ξαναβάλεις τα προικιά του μακαρίτη, όπως τα έχει τώρα, κεντητά, κουβέρτες, με το κασόνι τους όπως είναι. Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη απ'το χάραμα ως τις δώδεκα το μεσημέρι θα κάθεσαι στην κρυψώνα κλειδωμένη από μέσα και δε θα βγάζεις λέξη, γιατί κάποια στιγμή περνάει η περιπολία, και αν μας είδε κανείς ή μας έχει πάρει πρέφα δεν το ξέρω, δε νομίζω, αλλά δεν το ξέρω με σιγουριά. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποφασίσουν να μπουκάρουν για έλεγχο. Ξέρουν εδώ πως είναι το σπίτι του ψάλτη που πρεζώθηκε και το αποφεύγουν γιατί είναι μολυσμένο στα χαρτιά τους, αλλά φύλαγε τα ρούχα σου.
Η Χάνκα δεν ξεμύτιζε ούτε με το βαθύ σκοτάδι των μικρών ωρών. Τα πράγματα ήταν ακόμα έκρυθμα. Αν την πετύχαιναν θα την εκτελούσαν, αυτή ήταν η εντολή, και θα ήταν σα να σκότωναν πακέτο και τον Παλ. Μετά την αφαίρεση των σφαιρών ανέβασε πυρετό αλλά ήταν για καλή της τύχη παροδικός. Σχεδίασε τις δυο διαστάσεις της κρυψώνας στο σημείο κάτω από το κρεβάτι για να ξέρει που να σκάψει. Οι πετρόπλακες ήταν φαγωμένες αλλά δεν είχαν ξεχάσει πως ήταν πέτρες. Δούλευε με σφήνα κουτάλι και σφυρί. Το σπίτι είχε ακόμα τρεχούμενο νερό απ'την αντλία. Ήταν ανακούφιση μετά από το κάτεργο να έχει φρέσκο νερό να πιει και να μουλιάσει τα χέρια της που ψήνονταν από την κούραση. Κομματάκι κομματάκι έσπαγε την επιφάνεια. Έπρεπε να προσέχει να μην ακούγεται και να μη δουλεύει όταν περνούσε η περιπολία μην και κινήσει υποψίες. Η Ελένη μας είχε πει όταν φύγαμε από εκεί πως η Χάνκα δεν είχε καλές πιθανότητες, γιατί ήταν μικρόσωμη και το έργο της κρυψώνας δε θα προχωρούσε αρκετά γρήγορα, και θα την προλάβαινε η περιπολία και θα την έσερναν έξω από το σπίτι νεκρή.
Η Χάνκα έσκαβε και έκρυβε τα μπάζα στις συρταριέρες, τα ντουλάπια και τις βαλίτσες του μακαρίτη. Ο Παλ περνούσε σε άσχετες στιγμές, γέμιζε τις τσέπες του και ένα μπόγο κολατσιού και τα άδειαζε λίγα λίγα στη θάλασσα. Μετά από ένα μήνα ο λάκκος είχε σκαφτεί και η καταπακτή είχε εγκατασταθεί και η Χάνκα ήταν ακόμα ζωντανή. Έβαλε ένα μαξιλάρι και μερικές στρώσεις σεντονιών και έπαιρνε μια κανάτα με νερό εκεί κάτω και κλεινόταν ευλαβικά, όπως ακριβώς της είχε πει η Ελένη. Πήγαμε να τη δούμε μια νύχτα μετά από αρκετό καιρό, ίσως μισό χρόνο ή παραπάνω. Είχαν μεσολαβήσει άλλα -είχαν πιάσει μια ομάδα από την ένωση και τους είχαν τρίψει στον τρίφτη για να μας δώσουνε. Ξεκινούσαν απ'τις πατούσες και τους έτριβαν λίγους λίγους προς τα πάνω. Κάποιος είπε πως η δολοφόνα ήταν ακόμα ζωντανή και έσπαγε πέτρες όπως όλοι οι δολοφόνοι. Αυτό τους μπέρδεψε, νόμισαν πως είχε καταλήξει στα ορυχεία. Κεντρικός συντονισμός δεν υπήρχε ούτε γι'αστείο από τότε που ζάππαραν το τελευταίο καλώδιο και έκαψαν την τελευταία κεραία, οπότε αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο να διασταυρωθεί. Και έτσι είχε αρχίσει να μειώνεται ο κίνδυνος, γιατί η Χάνκα άρχισε να σβήνει απ'την επικαιρότητα, και άλλες άρχισαν να παίρνουν τη θέση της, και τότε άρχισα να σκέφτομαι πως η Ελένη που τα ήξερε όλα είχε πέσει έξω, και η Χάνκα είχε παίξει ενάντια στις πιθανότητές της και είχε κερδίσει.
Την επισκεφτήκαμε λοιπόν. Ανάψαμε μια ασθενική γκαζόλαμπα. Έσφιξε τα βλέφαρα σαν τυφλοποντικός. Όρθια δίπλα στο κρεβάτι που έκρυβε το λάκκο της. Φορούσε το σαπιομηλί παλτό. Είχε απισχνανθεί από τη μονοφαγία. Τα μαλλιά της κακοπλυμένα πετούσαν γύρω από το κεφάλι της σα ρημαγμένο φωτοστέφανο στο ημίφως. Κοίταξα τα τραύματα, η επούλωση έμοιαζε να είχε σταματήσει στις δέκα μέρες και μισόχαιναν ακόμα. Πάλι καλά βάσταξε η κράση της που με είχε εντυπωσιάσει τόσο στην αρχή και δεν είχε γαγγραινιάσει. Ήμουν πάντα μοιρολάτρης, ίδιον των γιατρών, και πίστευα στις ιπποκρατικές ιδιοσυγκρασίες, αλλά τα τελευταία χρόνια με είχαν πραγματικά διδάξει πόσο αβοήθητοι είμαστε όλοι, κι ας το κρατούσα ακόμα μυστικό. Ο Παλ είχε φέρει λεμόνια και ντομάτες από απέναντι. Η Χάνκα άρπαξε ένα λεμόνι και έκοβε λυσσασμένες μπουκιές και από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα που χάραζαν τα σκονισμένα μάγουλά της. Η Ελένη είπε πως θα άρχιζε να καταστρώνει την έξοδο απ'το νησί. Θα την φυγάδευε σε μια ξερονησίδα πεντέμιση ώρες από εκεί που ήμασταν, για να προπονηθεί ξανά, ώστε να την ξαναστείλουν σε νέα αποστολή ξανά σε πέντε μήνες. Και θα μπορούσε να κοιμάται κάτω απ'τ'αστέρια και να τρώει φρέσκα λεμόνια, μαζί με άλλους που η ζωή τους ήταν μια επίμονη ακολουθία σαν τη δική της, να ξεκάνουν κυβερνητικούς αντιεπιστημονιστές και λεφτούχους στις συγκεντρώσεις, να εξαφανίζονται, να σκάβουν το λάκκο τους, να πεθαίνουν, ν'ανασταίνονται και να σκοτώνουν πάλι, ώσπου να σκαλώσουν σε κάποιο γρέζι του τροχού. Δεν αντέδρασε στα λόγια της Ελένης, λες και δεν είχε ακούσει κιχ. Γύρισε στον Παλ:
-Να σου πω, κάνα τσιγαράκι έχεις;
-Όχι ρε συ, αφού ξέρεις το'χω κόψει.
Την αφήσαμε όρθια δίπλα στο κρεβάτι που έκρυβε το λάκκο της σαν ανθρωπόμορφη ταφόπλακα.
Ο Παλ έκλαψε στον ώμο μου.