© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Κανείς δε δίνει μία

Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη και όλες μαζί λιώνουν προς πουρέ και δεν ξέρω πότε ήταν χτες πότε είναι σήμερα. Κοιμάμαι σε ώσεις των σαράντα λεπτών, δουλεύω νύχτα μέρα, Σάββατα και Δευτέρες, γιορτές και αργίες, οχτάωρα, δεκάωρα, δεκαεπτάωρα και σαρανταοκτάωρα, σε ταχύ κυλιόμενο όπως το έχει βαφτίσει το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, όπερ σημαίνει σπαστικά εναλασσόμενο, από μακρύ νυχτέρι σε νούμερο γερμανικό και πάλι πίσω. Απ'το μισθό που είτε γράψεις νύχτα είτε γράψεις μέρα είναι σταντέ, παίρνω ένα καλό σαράντα τα κατό χωρίς γκρίνια, τα υπόλοιπα τα παίρνει η εφορία για το κοινωνικό κράτος, κατά κύριο λόγο για να πληρώνει αποκλειστικούς παιδαγωγούς για εξηνταπεντάχρονους καθυστερημένους που δεν έχουν δει ποτέ μέρα έξω από το κρεβάτι τους, για τους πολυάριθμους ντόπιους που είναι πολύ αγχώδεις για να δουλέψουν οπότε βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη στα εικοσιδυό τους, για να ληστεύει τους πρόσφυγες από τα χρυσαφικά τους και να χρηματοδοτεί φυλακές σκουρόχρωμων μεταναστών, διότι είναι ακριβή ενασχόληση η κοινωνική πρόνοια άμα την εφαρμόζεις φορώντας τσίγκινο βρακί. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και μ'αρρωσταίνουν. Η συναδερφική αλληλεγύη είναι ένα αστείο που λέω στον εαυτό μου για να γελάμε όταν κατουράω στο ελικοδρόμιο περιμένοντας να παραλάβω τη διακομιδή απ'την πλατφόρμα στ'ανοιχτά. Το κρύο είναι διουρητικό.

Σήμερα ξέχασα το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη των μπλε. Είχα ποδηλατίσει ήδη ένα τέταρτο προς το σπίτι υπό βροχήν όταν το θυμήθηκα. Έπρεπε να γυρίσω να το πάρω. Τα μπούτια μου ήταν κουρασμένα. Η επιστροφή πήρε ένα μισάωρο, σε κάθε πεταλιά έπρεπε να με εμψυχώνω. Ουφ και ουφ σαν χοντρός ασθματικός. Πέτυχα έναν Βιετναμέζο εμπρός στην κλειδωμένη είσοδο των εξωτερικών. Έμοιαζε με πρεζάκι, αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν η φυματίωση. Τι θες; Είναι κλειστά. -Θέλω τα φάρμακά μου. -Δεν έχει τώρα, να'ρθεις αύριο. -Δε μπορώ, δεν έχω λεφτά. Μπήκα και τον έμπασα κι αυτόν. Εδώ οι γιατροί δεν έχουμε πρόσβαση στις φαρμακαποθήκες και στα φαρμακοψυγεία, γιατί για χρόνια πρεζωνόμασταν. Φώναξα μια νοσοκόμα απ'την κλινική. Πήρα το δίπλωμα οδήγησης απ'το φωριαμό στην άκρη του διαδρόμου και την άκουσα που έλεγε στο Βιετναμέζο να έρθεις αύριο, τώρα είναι κλειστά και δε μπορώ να σε εξυπηρετήσω. -Δε σε φώναξα για να τον ξαποστείλεις, τον ξαπόστελνα κι εγώ. -Μα γιατρέ, ξέρετε πως δεν επιτρέπεται εκτός των ωρών λειτουργίας.

Κρέμασα ένα τσιγάρο στο στόμα και έφυγα. Είχα να μαζέψω μπουτοκουράγιο για το δρόμο. Αυτό είναι το ΣΥΣΤΗΜΑ. Έχει ώρες λειτουργίας μόνο για τους βολεμένους, που πάνε σπιτάκι τους μόλις το ρολόι δείξει 1500 εξόν Παρασκευής, που όλες οι ανατομικές καρέκλες έχουν αδειάσει απ'τις 1400 για οικογενειακούς λόγους, έχει ώρες λειτουργίας βαρύνουσας σημασίας αποκλειστικά και μόνο για να βολεύει τους ήδη τρυφερόβυζους και να ξεβολεύει εκείνους που τους έχει έτσι κι αλλιώς χεσμένους. Σε αρπάζει απ'τις τιράντες, σε σέρνει κωλαρηδόν σ'ένα ξεχασμένο αποθηκάκι, σου κολλάει τη μούρη στο σπασμένο μωσαϊκό και σε πατάει με το άρβυλο ώσπου να φτύσεις 32 δόντια. Και το κτίριο έχει αναρίθμητα ξεχασμένα αποθηκάκια, κάθε ένα κι από έναν τσαλαπατημένο, και στη μόστρα έχει ένα Μεηντάνο*, μια τράπεζα και ένα νυχάδικο, και εκεί αράζουν οι σωστοί του κόσμου, και κανείς δε δίνει μία.


Αυτοπαρατίθεμαι:


ΠΑΣΧΩΝ
(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί




*Μεηντάνο: Μακντόναλντς στα κερκυροαμερικάνικα

Pet the moss, the soft moss

Δυο μοναχικές παπαδίτσες σφυρίζουν στερεοφωνικά. Η άμπωτη είναι στο ζενίθ της, τα νερά είναι έξω, ακούγεται το απόκοσμο θρόισμα του βυθού που τραβάει το σεντόνι απ'την ακτή. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα. Πιθανώς να μην ξυπνήσω και ποτέ, έτσι που πάει το πράγμα. Πριν μια τετραετία περίπου έπαιξα και έχασα μισό μύριο στα χαρτιά, και ούτε τότε το άκουσα το ξυπνητήρι. Δεν άλλαξαν πολλά, μα ξαφνικά η δουλειά έγινε αναγκαίο κακό - και τότε μες στο μόνιμο λήθαργό μου, δουλεύοντας άρχισα να κουράζομαι. Μεγάλωσα κάτι παραπάνω από ευκατάστατος δίπλα σε μαρμάρινο τζάκι, άργησα να πάρω είδηση πόσο κοστίζει ένας μισθός και πόσο μια χασούρα. Ως τα είκοσι μ'έλεγαν παιδάκι, έπειτα κάποιος μ'άρπαξε απ'τις βάτες και με κρέμασε με μανταλάκια από ένα απροσδιόριστο προσωπείο αντρός για μια δεκαετία, αλλά μέσα, μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Τώρα σα να έκοψε ο αέρας που ίσιωνε τις μπούκλες των προβάτων, δε βλέπω ακόμα τίποτα, είναι η αργή ώρα που κατακάθεται το ντουμάνι. Κοίτα εμπρός σου, τι κοιτάς όλο κάτω εβραιόπαιδο κέρματα ψάχνεις; αυτή ήταν η γιαγιά όταν πηγαίναμε στο φούρνο τα πρωινά. Δε διορθώθηκα, ακόμα περπατώ με το κεφάλι κάτω, κυρίως γλιτώνω τα σκατά, δυο τρεις φορές το μήνα τιμώ τον τίτλο μου και βρίσκω κι από κάνα δεκαράκι. Οι άνθρωποι περνώντας από κοντά σου σε παλιώνουν, ο χρόνος δε μετράει άλλο παρά αυτούς. Σήμερα στο Μάρμπαικ ποδαράτος απ'το δάσος φτάνω στην ακτή, βλέπω τον ήλιο επιτέλους κατάφατσα, με λούζει και με κάνει μαγικό με πορτοκαλί φωτοστέφανο, μια ώρα δρόμος με το κεφάλι κάτω, και ξαφνικά είμαι ψηλός, η γη απομακρύνεται, τα μαλακά βρύα μικραίνουν και μικραίνουν, και τότε μια έμπνευση, κοιτώ εμπρός, κοιτώ απάνω, κοιτώ γύρω μου, μμ, γιατί όχι τόσα χρόνια; Τι στην ευχή περίμενα; Η άμπωτη, η βόρεια θάλασσα, οι λασπουριές του Βάττεν, η πεσιά η πεσουλίτσα, τα πευκώδη, η ξαστεριά, τα βρύα, κι ανάμεσα σ'όλα αυτά εγώ και όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πέρασαν και με παρέσυραν στο τώρα, στο εδώ. 

Ι.

ΙΙ.

ΙΙΙ.



Άσπρο πάτο

Πορτοκάλια απ'τη Γιάφα όχι πια
ώμοι αδημονώντες ώμοι δυναμωμένοι
κι ο τένων του δικεφάλου θαμμένος λες στα μούσκλια
δάσος της μαύρης πεύκης στο λαιμό

βουτιά στο στέρνο ανάσα μάγουλα και γωνιές
γωνιές γωνιές του σαγονιού
αφρός θαλασσαφρός ιδρώτας πλύμμα
αμήν κι ανάθεμά με πού

αμήν κι ανάθεμά με που κρύβεσαι μες στη δική μου τύφλα
ζουμί χρυσό μέλι φιλί και περιποτάμια απελπισία
απ'τα οροπέδια του Γκολάν στους βάλτους του νότιου Σλέσβιχ
από τα θεοσκότεινα βάθη στις βάσεις των πνευμόνων

στο ξημέρωμα της μυδρίασης του φόβου της νόστιμης αγωνίας
δέκα μαλακές μιλιές σαν φρέσκια ψωμόψιχα στα δάχτυλα παιδιού
τραβάμε το κουπί εναλλάξ εγώ κι εσύ
και η βάρκα πλέει στο αίμα





In bocca al lupo

Κρέμομαι με τ'ακρόνυχα απ'το γκρεμό του λαρυγγιού
ένα γκουλπ και θα'μαι κι εγώ στην αδιάφορη μέση ηλικία
το σμαράγδι του δαχτυλιδιού στο μικρό δάχτυλο παραμονεύει κάτω απ'το γάντι
παραβιάζω τους κανόνες του εργασιακού χώρου ένας αληθινός επαναστάτης
η σύριγγα γεμίζει αιμοβαφές λεπτόρρευστο πλύμμα μιας ποδοκνημικής

ο μύλος κάνει όλες τις μέρες σκόνη πέτρα με πέτρα οστό με οστό
και στο κέντρο γλιστερό εκχύλισμα αίμα και πεθαίνεις στην παραγωγή
κι έπειτα κάποιος άλλος βαρυποινίτης θα σε φορτώσει στο σακί
για να θρέψεις έναν λαό σκουλήκια - μια δίαιτα ακριβή
στον πυροσίδηρο της δύσης δυο ελάφια πυροβολημένα στο λαιμό σέρνουν τ'αλέτρι
και λιώνουν προς το τίποτα τα καταπίνει η ρευστή φωτιά

κάτω μένει μόνο χώμα

-

Στο σκιάδιο του αμαξιού κρύβεται ακόμα η καρτ-ποστάλ απ'το Μονπελιέ
the formative years η νεαρή καμηλοπάρδαλη τα χλωροκλάδια για πόδια 
ν'ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες των δοντιών ένα τρομερά χρωματιστό σκοτάδι
κοπάδια άντρες με τα μικρά σκούρα μάτια των ζεστών κλιμάτων
δουλεύουν τ'άγονα χωράφια στη σαβάννα

τα νερά υποχωρούν και υψώνεται το χώμα. Η λίμνη που άλλοτε ήταν έγινε λασποβροχή ένα καλοκαίρι.
Προσεύχομαι το καστανό του παλιού Ισραήλ που μου'χει μείνει
να με βοηθήσει να τα βγάλω πέρα, αλλά προσεύχομαι σαν ετοιμοθάνατος
βλέπω τον κρεμασμένο μπλαβή και ολόπρηστο να λικνιέται απ'την οξιά στο φύσημα του αέρα
βλέπω το κουφάρι που μ'έφερε στον κόσμο μασημένο απ'τα μυστήρια του βυθού
με κόβει ένας κοντός ιδρώτας και μετά κάνω να δω τι χεριά κρατάω τόσην ώρα

καλά χαρτιά δυο χούφτες χώμα

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.