© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.