Η γυαλάδα στο μάτι το χνώτο της σούρας
η σκνίπα στο τζάμι ο λεκές στο χαλί
οι διεστραμμένοι φαλακροί παρελαύνουν με τις γλώσσες κρεμασμένες έξω
ο λαός επικροτεί ικανοποιημένος
τα διψασμένα στόματα διψασμένα γι'αρρώστεια
ψάχνουν σπάνιους τύπους πόνου
ο κοινός δεν έχει πια την ίδια χάρη
ο κοινός δεν έχει πια αρκετό πρόσωπο.
Ένας προς ένας στο χώμα ώσπου όλοι ανακυκλωμένοι
θα σπεύδουμε χωρίς περιστροφές για τη λίπανση του εδάφους
οι γλυκείς θεραπευτές είναι απατεώνες εξόν
αυτών με την αηδία έκδηλη την ώρα που σ'αγγίζουν
κι αυτοί κανείς κανείς κανείς κανείς δεν αρκείται στην προσβολή
του παραπαίοντος σώματος ενός αχάριστου ξένου μα ψάχνουν
σπάνιους τύπους πόνου
ο κοινός δεν έχει πια την ίδια ομορφιά
ο κοινός δεν έχει πια αρκετό πρόσωπο.
Τώρα ανάσκελα ο σιωπηρός πιστός με το γουναρικό του απλωμένο κείται νεκρός
ευγενικά σκοτωμένος απ'τους σωτήρες του
τα διψασμένα στόματα διψασμένα γι'αρρώστεια
φωνάζουν το θάνατο που'ρχεται
'Σας θυμάμαι καλά! Όλους. Κι ας νομίζατε λάθος
εγώ ξαφνικά πάσχω από κάτι αδιανόητο.'
Οι αθώοι εργάτες άσπροι στη θέα του πυρετού
τα διψασμένα στόματα πεινασμένα για πόνο
αρπάζονται απ'τα παραβάν γκρεμίζουν τους τρόπους,
τα θύματα που δε μας ενδιαφέρουν κοιτιώνται μεταξύ τους και ντρέπονται.