Α.
Τα χαλίκια στο πέρασμα πνίγηκαν απ'το βροχονέρι. Λάσπη ανέβηκε ανάμεσά τους. Το δέντρο ψιχάλιζε με την αύρα. Ίσιωσα το μουστάκι, έσπρωξα τα γυαλιά να κάτσουν πιο καλά στο μύτο, κατέβασα το γιακά. Κοιτούσα κάτω όπως το συνηθίζω, τα παπούτσια μου και τα παπούτσια του καλύτερού μου φίλου, λασποπιτσιλιές και κόκκοι άμμου. Το κορδόνι σου είναι λυμένο και τα πίνει. Οι συννεφιές μας προσπερνάνε από πάνω βιαστικά, στα σκοτεινά του μάτια καθρεφτίζονται εύκολα οι εναλλαγές, Και τώρα δηλαδή τι; ρώτησε, δεν παίρνει μια στιγμή και αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Ένας εβραίος και ένας προτεστάντης, ένας ψηλός και ένας κοντός, ένας άτριχος και ένας τριχωτός, δυο ζευγάρια πλακέ κιτσομπλέ πούμα που δεν πολυσηκώνουν τον υγρό καιρό του WATTEN, κι οι δυο μας ασταθείς σαν αδυνατισμένοι πύργοι Τζένγκα και ταυτόχρονα τελείως ριζωμένοι
Ω.
Έξω από την εκκλησία που ίδρυσε ο Άνσγκαρ πολύ πολύ παλιά μ'έπιασε η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου απ'το χέρι και τον ώμο και τραγούδησε μουρμουριστά βαλσάκι και χορέψαμε είκοσι βήματα, και ξαφνικά με άφησε, και μ'έσπρωξε πέρα και στάθηκε ακίνητη απέναντί μου, με τον αυστηρό καθολικό της λαιμοδέτη, το δαχτυλίδι με τη χάμσα και ένα άπιστο μειδίαμα, Μα ποιος είστε; Δε σας γνωρίζω! και στα πεταχτά απ'την κατάμεστη ταράτσα στην Όλγας στις νύχτες στο Σταυρό γυμνοί στο Στρατόνι ντυμένοι στη Ρεντίνα, Α, μη μου δίνετε σημασία, περαστικός είμαι. Ένα ψάρι έξω απ'το νερό και μια θάλασσα που πλημμυρίζει τη στεριά, ο Κρεμασμένος και η Τεμπεράντσα, δυο παλιοκέρματα της διασποράς, πάνω απ'το δεξί της νεφρό γράφει o mar não é um obstáculo é um caminho πάνω απ'το δεξί μου νεφρό γράφει incertum quo fata ferunt, κι οι δυο μας χαμένοι μονίμως στ'ανοιχτά
...