Στο ντιβάνι στο σκοτεινό παρασάλονο με τα παντζούρια ο αέρας είναι σα δεύτερο πετσί φοβάμαι τις ρίγες της κουρελούς φοβάμαι τις σκιές στο μαξιλάρι μου ξαπλώνει ο Ινδιάνος με τ'άλογό του και κανένας απ'τους δυο δε βλεφαρίζει δίπλα κοιμάται μια μάνα ένας πατέρας μια ανάσα πιο εκεί κοιμάται η θεία Ντίνα και στην κουζίνα κοιμούνται οι κουραμπιέδες της εχτές με πήρε τηλέφωνο εκείνος ο πατέρας από εκείνον τον Αύγουστο από εκείνο το κρεβάτι και μου είπε υπηρεσιακά πέθανε η θεία Ντίνα στην άλλη πλευρά του ακουστικού καρφί στα περασμένα κατάπια ένα κιχ μισοκρυφά και είπα σαν άντρας σταθερά έζησε μακρά ζωή
Η βεράντα έβλεπε ένα βαθύ και σκοτεινό Ιόνιο, η κληματαριά δε φτουρούσε να σε κρύψει από την πρωινή λιακάδα, η μονοκοττούρα φιλόξενη κάτω απ'τις πατούσες, το δεντρολίβανο σωροί θάμνοι στο ένα πλευρό του σπιτιού, η βεράντα έβλεπε την εποχή της αθωότητας, τα ξύλινα κουφώματα έτριζαν στο πέρασμα της μαϊστραλάδας, οι μοναχικοί σκορπιοί σέρνονταν στις παρυφές της πίσω αυλής, η Τραχειά λιγόστευε πέτρα πέτρα, το κυάλι στο τραπέζι με το σκούρο τραπεζομάντηλο για να δούμε ποιος έρχεται, ποιος φεύγει κι ένα ποτήρι ούζο
σημεία στατικά που τα διαπερνάει ο χρόνος και κομματιάζονται και σβήνουνε προς σκόνη
γεννήθηκα σε ένα υπέροχο θαλπερό φως και έκτοτε κατρακυλώ σε ένα ατέρμονο απόβραδο
και η νύχτα βαραίνει και πυκνώνει και εκείνη η παλιά θάλπη απομακρύνεται ολοένα
αδύναμο αστέρι σε ένα άγνωστο στερέωμα και κάτω μια γη που μαστίζεται από ομίχλες
ο χρόνος ανελέητος και σε πλήρη ανάπτυξη το πυροτέχνημα της δυστυχίας
θέλω να γυρίσω πίσω