Μια καλύβα στην πλαγιά κρυμμένη ανάμεσα στα μαύρα πεύκα, το πατρικό μου σπίτι. Ύστερα από χρόνια αποχής απ'το βουνό, επέστρεψα στα τριαντακάτι. Οι γονείς μου ήταν το ζευγάρι που θα γίνονταν αν δεν αυτό και δεν εκείνο, και ήταν σκαλωμένοι στα σαράντα. Δεν το αμφισβήτησα, ήταν η φυσική τάξη του κόσμου, οι κανόνες με συμπαθούσαν πάντα. Ίσως ήταν βράδυ του Σαμπάτ, ίσως ήταν και χειμώνας, κρύο υγρό σε αιώρηση, γάλα σε ροδακινοζούμι. Καθόμασταν γύρω απ'το βαρύ τραπέζι καρυδιάς, πιατάκια με κάθε λογής νοστιμιές από όλες μας τις χώρες, και χτύπησε η πόρτα, και η μάνα μου άνοιξε για να μπει η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ. Ήμασταν κάποτε συμμαθητές, δεν τη θυμάσαι από παιδί; ρωτούσαν οι γονείς με δικιολογημένη απορία στα σιωπηλά χωρίς ν'ανοίγουν τα στόματά τους, κι εγώ κοιτούσα σαν ηλίθιος, μπερδεμένος ως το μεδούλι. Η γυναίκα αναθάρρησε μόλις με είδε δίπλα στο τραπέζι, τα σφιχτοδεμένα μαλλιά δεν άφηναν πολύ μπόσκο στα φρύδια, φάνηκε όμως που δεν ενέκρινε το θέαμα. Στρογγυλά αυτιά σαν πεταλίδες, μάγουλα με γλυκές καμπύλες, αποσπασματικές μαρτυρίες, οι αργές μου αισθήσεις μ'άφησαν πρώτα να χρονοτριβήσω με τα ψιλά, προτού να δω την έγκαστρη κοιλιά. Δεν υπήρχαν περιστροφές στον κόσμο μας, δεν υπάρχουν περιστροφές στον κόσμο μου, βραχνοκόκκορας απ'το λαιμό ξεραμένο απ'το μελτέμι δεν έχασα λεπτό: Ποιανού; Κι αυτή παίζοντας επιδέξια το σκάκι του μυαλού μου, απάντησε αμέσως. Του Μπέρτι. Έκλεισα τα μάτια μου, το αριστερό ημιθωράκιο με τις ζωγραφιές που είχε φιλοξενήσει το δεξί μου μάγουλο ξανά και ξανά, εκείνο το ζεστό ημιθωράκιο είχε αγγίξει τις ροζέτες της των άλλων εποχών, τώρα οι κόσμοι μου κατέρρεαν ο ένας μέσα στον άλλο. Ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να οδηγήσουμε στο χάνι, ψηφίδα άλλης περιοχής, στην προκειμένη σκαρφαλωμένο στο βουνό αντί για το λάκκωμα της άλοφης πατρίδας. Τους φόρτωσα όλους στο 19 και τότε η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ ανακοίνωσε πως γεννάει. Κουβάλησε τον εαυτό της στο άδειο πορτ μπαγκάζ, ξάπλωσε πάνω στο κιλίμι που έχω για τους υπνάκους στις ερημιές, τα φιλντισένια πόδια της κρεμασμένα έξω από το αμάξι, το μακρύ μάλλινο φουστάνι ανεβασμένο ίσα ίσα. Ο πατέρας στάθηκε δίπλα, άναψε τσιγάρο και είπε έλα λοιπόν, γιατρός δεν είσαι; Στερέωσα τις πατούσες μου στη γη, μισόσκυψα και περίμενα τη γυναίκα να κάνει ό,τι ήτανε να κάνει. Ο πόνος της ακουγόταν σα μακρυνό τριζόνι, οξύς τοκετός, γλίστρησε στα έτοιμα χέρια μου ένα μωρό διαφανές, ένα μεδουσομωρό. Δια της ζελεδένιας σάρκας το μόνο περιεχόμενο εκείνου του κορμιού που διακρινόταν ήταν ένα ζευγάρι πλακέ ατροφικά πνευμόνια. Το γύρισα ανάποδα και το ταρακούνησα κρατώντας το απ'το ένα πόδι. Θεός του κεφαλιού μου του έδωσα πνοή στόμα με τσουχτροστόμα και του μασάζωσα το στήθος, δεν έμοιαζε ν'αλλάζει, ήμουν έτοιμος να το βαφτίσω νεκρογέννητο, για μια στιγμή, το'βαλα πάνω στην κοιλιά της, κάτω από τη σκέπη του φουστανιού, και τότε πήρε χρώμα, τότε πήρε δέρμα, αίμα, οστά, τότε ανάσανε και τότε ήρθε στη ζωή. Αυτή το άρπαξε αμέσως και το πέταξε πάνω μου, κι έτρεξε ξεβράκωτη μέσα στο δασένιο πούσι. Η μάνα μου, δυνατή όπως τη θυμάμαι, την πήρε στο κατόπι, την κεφαλοκλείδωσε και ριχτήκανε στο κρεβάτι από κοκκινόχωμα και πευκοβελόνες, ο πατέρας μου, αδύνατος ακόμα, βοήθησε στο κουβάλημα και τήνε φέραν πίσω, την κάτσανε στο πίσω κάθισμα, σφάδαζε, οδυρόταν. Η μάνα κάλεσε τους ασθενοφορτζήδες απ'το μαρμάρινο τηλέφωνο στο σπίτι, που ήρθαν σε ένα δεκάλεπτο και πήραν το μωρό, και μου είπε, οδήγα στο νοσοκομείο. Καβάλησα το αμάξι, συνοδηγός ο πατέρας μου, και πίσω η μάνα μπράτσωνε τη γυναίκα να μη συστρέφεται πολύ. Πάρε τηλέφωνο το Μπέρτι. Πήρα τηλέφωνο το Μπέρτι. Κι εκεί ήρθε επιτέλους η στιγμή η ίδια διψασμένη γουλιά φρέσκο νερό, η βαθειά φωνή του το ανθρώπινό του πάθος
-Τι θες;
-Γέννησε η γυναίκα σου.
-Α, ναι;
-Θέλεις να της μιλήσεις;
-Όχι.
Το είδωλο της μάνας μου στον κεντρικό καθρέφτη έγειρε στο αυτί της τρελαμένης γυναίκας και της ψιθύρισε κάτι θεραπευτικό, και την έστειλε κάπου κάτω από τους κώνους της πυκνής ελάτης πιο ψηλά στο βουνό, την σκέπασε μ'ένα σαγρέ πλεχτό σκοτάδι, την έβαλε για ύπνο, και τότε οι τρεις τους χάθηκαν. Οδηγούσα κατηφόρα φουρκετίδι ομίχλη μες στο δάσος κατάβαση προς Αδάμ τιμονιά με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα το τηλέφωνο στο αυτί χωρίς κανείς μας να μιλάει.