Πας για ύπνο κάθε βράδυ με γεμάτη την κοιλίτσα. Όταν το αχτένιστο κεφάλι σου πέφτει μαλακά στο μαξιλάρι μ'ένα φουπ το μέτωπο της κούρασης κουτουλάει το μέτωπό σου. Άλλα χέρια άλλα όπλα, καμιά συγχώρεση για τους αμάχους, χωρίς τις μουνιές αυτές καύσιμο γιοκ. Σε λίγο θ'αρχίσει ένα γατίσιο χρίπισμα στο μπάντζο και θα ξημερώσει μια Δευτέρα. Ο άγιος Βικέντιος χαράζει ένα επαμφοτερίζον χαμόγελο, ξημέρωμα και σούρουπο μαζί, μισό υπομονή, μισό διαπλοκή. Η σκόνη η αιωρούμενη στην εκκλησία οστέινο τρίμμα. Το ένα πόδι στην αφηρημένη παπαρολογία και ένα στα μαθηματικά.
Όλη νύχτα τσουλήθρα απ'τον έναν στον άλλο εφιάλτη. Σε είδα στο φυσικό σου περιβάλλον, στα αμπέλια της βόρειας Χαλκιδικής, με τη σκληρή σου μούρη, τσιγαράκι, άσπρη αμάνικη Μινέρβα, ψάθινο καπέλο, γύρω σου σωροί από φίδια, όλα γραμμένα στ'αρχίδια σου, χάρηκα. Μόλις πλησίασα και είδα πιο καλά, φανερώθηκε στο γλυκό φως, τα μάτια σου ήταν ξηλωμένα, το αίμα είχε πήξει, σ'έτρωγαν οι μύγες και τα παιδιά τους μέσα στις ματότρυπες, τ'αμπέλια είχαν τυλιχτεί και σου'χαν μπηχτεί στα πόδια. Το στόμα ήταν χαμογελαστό και κοχλάζοντας μου είπε να κρύβω λόγια.
Εδώ στη γουρνοχώρα όταν οι μαθητές τελειώνουν το σχολείο καβαλάνε ένα τρύπιο φορτηγό, κρεμάνε ένα πανό με κάποια ηλίθια εξυπνάδα, γίνονται γκωλ και περιφέρονται στην περιοχή κορνάροντας, χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας ενώ παίζει αισιόδοξο ντουμπουντάμπα. Τα θυμάμαι αυτά από παιδί, τα κάνουνε και στο νησί. Εχτές περίμενα μες στ'αμάξι ένα τέταρτο να μπω σε μια κυκλική πορεία χαζεύοντας αποφοίτους να τρέχουνε γύρω γύρω κρατώντας το καπεταναίικο καθίκι πάνω απ'τα ψωλαρχίδια τους που φλαπώνονταν πέρα δώθε έτσι κι αλλιώς, τριχωτοί κώλοι σε διάφορα προπονητικά στάδια, και οι μαλτέζες γκόμενες με αναψοκοκκινισμένα αλογομάγουλα χαχάνιζαν απ'το φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο παραδίπλα, και οργιζόμουν ολοένα.
Βράζω και στο κατσαρολί αχνίζει ο θυμωμένος μου χυλός. Στον πάτο έχουν κολλήσει τα αναιμικά πετσιά μου. Δουλεύω 82 ώρες τη βδομάδα ο δόκτωρ καραγκιόζης, κυρίως απογεύματα και νύχτες, πληρώνομαι μισά, και έχω κρεμάσει μπαμπακοσακιά απ'τα κάτω βλέφαρα, και δεν έχει ούτε πίσω ούτε μπρος, μόνο επί τόπου το τσαπί και τον ολόδικό μου λάκκο. Το μουνί απ'τις Φερόες με ξύπνησε να κατέβω να κάνω τη δουλειά της γιατί δεν είχε κοιμηθεί πολύ, και αντί να χέσω στην παλάμη μου και να της κολλήσω τα σκατά στη μούρη, έκλεισα το τηλέφωνο και κατέβηκα να δω τον εγκεφαλικάριο μαλάκα φουκαρά, γιατί στατιστικά ίδια μαλακισμένη στόφα θα ήταν κι αυτός, αλλά αν δεν ήταν, να τον άφηνα να ξεροσταλιάσει;
Ένα μεσημέρι δως μου να σε πάρει η ευχή, ξάπλα δίπλα δίπλα στο Στρατόνι. Έχω πεθάνει προ πολλού, πέθανες κι εσύ, και τώρα να, τώρα σαπίζουν τα κρέατά μας, ησυχία δε βρίσκεις αν δε φας πρώτα την ξεφτίλα. Κόλαση επί γης και επί γης ειρήνη και όλα τα καλά, η θεία τιμωρία δεν έρχεται μετά, η τιμωρία είναι να σου λείπουν τα παλιά, η τιμωρία είναι τώρα, πάντα, ώσπου να σβήσεις απ'αυτήν.