Τη συνάντησα σ'ένα χωράφι έξω απ'το Τόντερ ίδια κι απαράλλαχτη φαρμακερή κυρία
άφησα τ'αμάξι και μπήκα στο δικό της τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά θα βλέπαμε
το ηλιοβασίλεμα πίσω απ'τα ψηλά χόρτα και τις καλαμποκιές άπνοια κι υγρασία
μέσα χτίστηκε γρήγορα ομίχλη από Σιλκάτ κι όταν έσβησαν τα ρεμπέτικα κατάλαβα
πως τα πράγματα ήταν σοβαρά
έκλεισα τα μάτια ακούμπησα πίσω απλώθηκα ώσπου τα γόνατά μου βρήκαν στο ταμπλώ
μέσα στο αίμα της βρήκα την αληθινή πατρίδα μέσα στο αίμα της βούλιαξε ολόκληρο νησί
μεγάλο ρημαδιό, η μάνα μου πεθαίνοντας άφησε όλα της τα μισθά της ναυτοσύνης κι εγώ
μέσα σε λίγα χρόνια ψυχασθένειας τα έπαιξα λίγα λίγα στα χαρτιά ώσπου έφτασε η ιστορία
στο αμήν
τώρα από μήνα σε μήνα, νοίκι σε νοίκι, θυμό σε θυμό, δε μετανιώνω
μαζί σε όλα τα σκοτάδια
ο θάνατος είναι δωρεάν
.