Για τίποτα δεν είπαν την αλήθεια παρά γι'αυτά
ανατομία διαβάζεις απ'την επιτομή
κι όλα συνοψίζονται σ'ένα γνώριμο σώμα
απ'το οποίο ποτέ δεν αποφοιτάς.
/
Το μελτέμι μας κατέβαζε τη σκόνη της Ιστιαίας στις πετσέτες. Από το μπαλκονέτο έβλεπα τα λιόδεντρα που έδειχναν τα ασημιά τους. Οι κουρτίνες φούσκωναν και μου χάιδευαν τη γάμπα. Η νύχτα φυτρώνει απ'το νερό, πρώτα μαυρίζει η θάλασσα, κι αν δε φυσούσε τόσο οι μέδουσες κι οι ράχες των ψαριών του αφρού θα έπαιζαν τ'αστέρια. Τα πλακάκια ζεσταμένα, τρεις μήνες αναβροχιά, τέτοια ξέρα, τέτοιοι ήλιοι, τέτοιες μέρες, στα αριστερά τα πεύκα τα πευκιά συστάδα σκοτεινιάς, το αποκάμωμα του Αυγούστου, η μοναξιά και το κατάματά της. Είχα μια ώρα μέχρι να με πνίξει το βράδυ να σκεφτώ την ακινησία στους Ωρεούς, τα γυμνά μου πόδια άκρη άκρη στο κράσπεδο, τις μικρές μικρές λάμψεις της πετονιάς σαν τα πρίσματα των βρεγμένων βλεφαρίδων, το χρώμα μιας τρυφερής ματιάς όλο χυμένο στο λιμανάκι, τα μάτια τα αδειανά, την πλάτη μου και το πώς καιγόταν και μ'έκαιγε ως μέσα, είχα μια ώρα να σκεφτώ το αγκίστρι που μ'είχε σκίσει. Όταν έπεσε ο άνεμος κι ακούστηκαν οι γρύλλοι ήμουν στο Πήλι ήμουν στο Πευκί κι ήμουν ο βασιλιάς του κόσμου.
/
Στην τηλεόραση έπαιζε de jurk στα ολλανδικά λέξη δεν καταλάβαινα. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Η τάβλα του καναπέ απ'το '70 κάτω από το λιωμένο μαξιλάρι μ'έκοβε στις ιγνυακές, κι αν ίδρωνα πίσω απ'τα γόνατα ήταν επειδή μας είχε πατήσει η άπνοια και το τριαντάρι. Έπαιζες με τους αντίχειρές σου πάνω στην κοιλιά σου, και τους κοίταγα κλεφτά, οι πιο αντρίκειοι αντίχειρες που έχω δει ανάθεμα τον Ασκληπιό ανάθεμα το Ληθαίο. Στο τέλος το πήρα απόφαση και από χαμένο κορμί βρέθηκα στο δικό σου. Φεύγοντας τσαλακωμένος το πρωί, το'κοψα πίσω απ'τα θάμνα γιατί η γκόμενά σου η Μ. μόλις έπαιρνε με το ποδήλατο τη στροφή για την αυλή.
Χρωστούσα ακόμα όλες τις ανατομίες. Αφού δεν τις διαβάζεις ρε Φ. θα μου πεις. Το αλάτι ερχόταν σπρέη στο παρμπρίζ. Η ανατομία είναι μονοθεϊστική. Βάλε μου ένα τσιγάρο στο στόμα. Τα δάχτυλά σου μύριζαν την ιερή φασκομηλιά. Σου έπιασα το μπούτι μες στ'αμάξι. Να στ'ανάψω κιόλας; Όχι. Σε άφησα στον ανεμόμυλο του Όλντζουμ στη γωνία. Ξέρεις πόσα χρόνια πάνε από τότε;
/
το χιόνι των ξεραμένων φύλλων του
ο βουβός ποταμός η ήσυχη αναπνοή μου
ο βροχόκαιρος που κοντοστέκεται
τα μαλακά νερά γύρω απ'το Ζυλτ
ο χυλός για γη οι γλάροι οι πεταλίδες
κόντρα στο ζεστό τελευταίο φως
τα μπατζάκια στα γόνατα που μας έχουν στηρίξει και τους δυο
τον προσέχω πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά με μάτια σχεδόν κλεισμένα
πάλι γράφεις
τι γράφεις
για σένα
/
Στο ανάχωμα του Βέδστεντ η παλίρροια είναι στη φούντωσή της.
Η δύση έρχεται από χρόνο αόριστο. Και φέρνει μια ησυχία...