-
Όταν αραίωσε η ομίχλη μέσα μας κυρήχτηκε πόλεμος.
Ξαπλώναμε στο πλάι και βλεπόμασταν μες στα μάτια και το θέαμα δεν τέλειωνε ποτέ.
Τις μέρες της άπνοιας τα κανάλια γύρω απ'το Μίντλουμ μυρίζουν σαν πλυμμένα νεροπότηρα
το χώμα η άμμος η λασπουριά στα μέρη αυτά κανείς δεν ξέρει από δίψα.
Περίκλειστη ερημιά περίκλειστη πλημμύρα
να'βλεπα που θα'μασταν αν η θάλασσα δε μας χαριζόταν.
-
Τότε που κομματιάστηκε η Γιουγκοσλαβία ένας χειμώνας όλος καρβουνιά
ένα αμάξι με τα πάντα του θολά στα σύνορα στρατός ζντράβο χνώτα γκρίζα σύννεφα
η γυναίκα με το τσιγάρο στο στόμα έστριψε τη μανιβέλα κατέβασε το παράθυρο και είπε
πραβοσλάβατς πραβοσλάβατς κι όλα ήταν καλά κι όλα τα ήξερε εκείνη η γυναίκα
στη Φλώρινα το ανάθεμα ο σταυρός η αιθαλομίχλη
λίγη ακόμα υπομονή
φτάνουμε
φτάνουμε.
Τα θυμάμαι αυτά, το κωλοχώρι αυτό το κωλονήσι να φύγεις από 'δω, Μά-λμπουρο κόκκινο μαλακό και γαμώ το Χριστό σου και την Παναγιά και το ίδιο κραγιόν πάντα και φούσκωνε τα μαλλιά της με το φυσερό και έπαιρνε τηλέφωνο κι έλεγε εδέσαμε αυτού στη Σινγκαπόρ τι κάνεις μπάμια.
-
Κάθε πρωί αναρωτιέμαι γιατί είμαι ακόμα ζωντανός
κάθε πρωί σου γράφω σκότωσέ με και λες όχι
λίγη ακόμα υπομονή
-