Μας πήρε το ΚΤΕΛ της Παλιοκαστρίτσας. Στεκόμασταν μια ώρα σχεδόν δίπλα στο σπίτι του πατέρα που έχει μια εγγονιά που του είναι και κόρη επειδή δεν ξέρει τι και τι δεν πρέπει να γαμάει. Κάηκα σύσαρκα, ρώτησα πολλές φορές γιατί, ενώ τα είχα όλα απαντημένα. Δεν ήθελα να κάτσω τον κώλο μου στις θέσεις με το χνουδοκάλυμμα που είχε ποτίσει ιδρώτα ρωσικό και ιόνιο νερό, γι'αυτό χρονοτριβούσα. Ο εισπράχτορας ο δέκα χρόνια μικρότερός μου απορούσε.
Από το σταθμό πήγαμε γραμμή για το Σαρόκκο. Εκεί αγόρασε δυο φουστάνια, σύνολο κοντά στο διακοσάρι. Δεν είχαμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και την έπιασε ανησυχία.
-Τι;
-Είμαι εμφανίσιμη μ'αυτό το παλιό;
-Καλή είσαι.
-Πάμε κάπου να αλλάξω. Να βάλω ένα από τα καινούρια.
Ήπια μια μπύρα μονορούφι σε έναν παρηκμοκαφενέ αντί να διαφωνήσω, δικά της τα χιλιόμετρα, δικός της και ο γαμωκερκυραίος. Αυτή χώθηκε στα έγκατα και επέστρεψε πιο σένια, με την ταμπέλα να κρέμεται από τα πίσω της λαιμόκοψης.
-Μπορείς να το κόψεις;
-Δε μπορώ. Θα στο κρύψω από μέσα.
Από το σταθμό πήγαμε γραμμή για το Σαρόκκο. Εκεί αγόρασε δυο φουστάνια, σύνολο κοντά στο διακοσάρι. Δεν είχαμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και την έπιασε ανησυχία.
-Τι;
-Είμαι εμφανίσιμη μ'αυτό το παλιό;
-Καλή είσαι.
-Πάμε κάπου να αλλάξω. Να βάλω ένα από τα καινούρια.
Ήπια μια μπύρα μονορούφι σε έναν παρηκμοκαφενέ αντί να διαφωνήσω, δικά της τα χιλιόμετρα, δικός της και ο γαμωκερκυραίος. Αυτή χώθηκε στα έγκατα και επέστρεψε πιο σένια, με την ταμπέλα να κρέμεται από τα πίσω της λαιμόκοψης.
-Μπορείς να το κόψεις;
-Δε μπορώ. Θα στο κρύψω από μέσα.
Στον καθεδρικό γιόρταζαν έναν γάμο. Το μαγαζί του άντρα απέναντι ήταν κλειστό για την ημέρα του Κυρίου (την Κυριακή, όχι το Σαμπάτ). Αυτή ήρθε πέντε και δυο ώρες δρόμο μήπως και τον δει ξανά. Ο μόνος λόγος που ήρθε. Ατύχησε στη μέρα. Εγώ όμως τον είδα μόλις την περασμένη και ήταν καλά και ζωντανός και μόνος. Πρόλαβε και με έβρεξε το σύγκρυο του ανταμώματος στα δευτερόλεπτά μας. Μπήκα στο φαρμακείο σα να μην έτρεχε κάστανο, έκανα τη δουλειά μου και έφυγα από την άλλη πόρτα. Δεν ξέρω αν με θυμήθηκε.
Καθίσαμε στο πλατύσκαλο με τους βασιλικούς που τελευτούν αυτήν την εποχή. Τα μαλλιά μας ενώνονταν πίσω από τις πλάτες μας και έφτιαχναν μαξιλάρι που θύμιζε μαζική ανώδυνη ορθορραγία. Άνοιγε το σακούλι του καπνού, ρουθούνιζε, το έκλεινε μετά.
-Μια γυναίκα πήδηξε απ'το φρούριο προχτές.
-Και;
Χάζευε έναν πούστη ξανθό ξυρισμένο πεζοναύτη με γενειάδα που είναι της μοδός. Αυτός έπαιζε ξερή -ξερή- με μια γυναίκα αλογίσια που έβλεπε τη μικρή με ζήλεια ή με γούστο. Μου ανέβαινε η ψυχή ολόκληρη στο στόμα όσο τη σκεφτόμουν φθαρτή, θνητή, διάττουσα σαν πλακούντα. Έπινα εναλλάξ μια γουλιά από το τζην τόνικ και μια γουλιά από τον εσπρέσσο της με τα προσδιοριστικά που ήταν σκέτη μπαρούτη για όποιον δεν είναι συνηθισμένος. Κάπου πιο πέρα μια από τις χίλιες μπάντες του νησιού τρόμπαρε τα χάλκινα και έπαιζε μουσικές. Οι τουρίστες που περνούσαν από το σημείο μύριζαν καρύδα, απελπισία και άφτερ σαν.
Στο λεωφορείο της επιστροφής έπαιξε έναν ψηλό Ρώσο με τα μάτια. Η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με τις στάσεις και έχασε την παράσταση. Η άσφαλτος ήταν μαλακωμένη. Περάσαμε από το νοσοκομείο και νόμισα πως με είδα στην πιάτσα των ταξί με τη ρόμπα, τα μπλε και τις παντόφλες, αλλά ήταν μια παρειδωλία. Μετά τα Γουβιά, έβαλε το χεράκι της πάνω στο γόνατό μου, είπε Θα μου λείψεις, και συνέχισε τη μαλακία με το Ρώσο και τα πεταχτά αυτιά του ώσπου να κατεβούμε.
-
Έχω δυο παλούκια ξεβρασμένα από τη δυτική μεριά πάνω στο τραπέζι που πήρα από το σπίτι του παπά. Τα έχω τρίψει στο σαγρέ γιατί δεν έχω γυαλόχαρτο εδώ, τα έχω πλύνει και στεγνώσει. Η Ο. με ρώτησε δικαίως σχετικά: Was tust du nun mit d'n? Τα πόδια μου τα έχω επάνω στη διπλανή καρέκλα γιατί κάτω από το τραπέζι είναι τα εμφιαλωμένα και δεν υπάρχει χώρος. Η πορνοτράπουλα και το ποτήρι κάθονται πάνω σε ένα τεφτεράκι με τίτλο Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, εικοσπέντε σελίδες με τυπογραφία για πρεσβύωπες. Ευλογημένοι είναι αυτοί που μαρτυρούν αλλά σωπαίνουν. Το τραπεζομάντηλο μουλιάζει από τα μυξόχαρτα. Τώρα που νύχτωσε θα γίνω πάλι σκύλος. Θα βγω να κατουρήσω στις βατομουριές. Θα πάω στο μέρος μου να φάω από τη ζωοτροφή. Ο ιδρώτας ξερνιέται από το σπανό στομάχι μου και τα χλωμά πλευρά όπως ξερνάει το νερό της μια αποτυχημένη ζύμη για ψωμί.
Στο άλλο χωριό είναι ο Τ. με τον οποίο έχουμε μερικά κοινά. Φοράει δαχτυλίδι στο ίδιο δάχτυλο που το φορώ κι εγώ, έχασε ένα βουνό λεφτά στην τύχη, κάθεται σκυφτός με τα βλέφαρα πρησμένα και δε μιλάει πολύ (και όταν μιλάει, θα είναι για να πει κάποια κοινοτοπία, όπως κι εγώ). Πριν δυο χρόνια, ο Τ. θα είχε πεθάνει. Τον βρήκε η γυναίκα του κρυψίνοο και ισχαιμικό κλεισμένο στη ντουλάπα του ξενώνα στο σπίτι τους στη Γαρίτσα. Τον πήρε συρτό, τον τσουβάλιασε στο αμάξι, παραβίασε όλα τα φανάρια και τον διακόμισε νεκρό. Κάποιος συνάδερφος που αισθανόταν ηρωικός τον απινίδωσε, και του ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Έτσι ο Τ. δεν κατάφερε να αποδράσει. Η γυναίκα του είναι από εκείνες τις πανέξυπνες, στοϊκές κυρίες που κάπως καταλήγουν με άντρες τελείως ανάξιούς τους. Και τώρα που πέρασε η εποχή του Τ. του αλογατζή και του δυνάστη, τώρα ήρθε η ώρα της να λάμψει. Την περασμένη Τετάρτη το πρωί με είδε στην ταβέρνα και μου έδωσε ό,τι ντομάτα είχε μαζέψει από το χωράφι με τα φίδια. Ο Τ. καθόταν δίπλα μου στον πάγκο, διπλωμένος με τις τιράντες του σαν δώρο ή σα δέμα. Η γυναίκα άδειασε την ποδιά της και κάθισε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον αμφότερα ημιτελή και τελειωμένα.
Πίσω στην αρτοποιία. Βγήκε η βρώμα στα άλλα χωριά πως ο γιατρός είναι τεμπελαράς. Μέσα από την ομίχλη του Υπνοσεντόν και του Ζυπρέξα, κάποια πράγματα απαυγάζουν εντυπωσιακά. Είμαι όντως τεμπελαράς. Τους τελευταίους μήνες έμενα νηστικός γι'αυτό το λόγο. Τώρα τρώω τέσσερα γεύματα τη μέρα θεραπευτικά, συνήθως με το ζόρι. Όχι επειδή μου είπαν πως δε θα μπορώ να παντρευτώ αν μοιάζω με φυματικός, μα επειδή αν είναι να με βρει κάποια γυναίκα πολύ καλή για μένα πεθαμένο, προτιμώ να με βρει γεροδεμένο παρά ψευτοασκητικό. Ανεβάζω την πατούσα στο κάθισμα της καρέκλας και χώνω το γόνατο εμπρός από τη μασχάλη. Κολλάνε μεταξύ τους όπως τα δάχτυλα και το ζυμάρι. Αλεύρι και αίμα ξινισμένο μες στη ζέστη είναι η συνταγή του ζυμωτή που μας ζυμώνει όλους. Και όταν πέφτει το γουδί, κανείς δεν ομολογεί πως τα πράγματα σκουραίνουν για να μην τον πούνε χέστη. ΕΓΩ όμως που έχω τώρα ξεμείνει, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ: η δυσκολία σφίγγει όταν σφίγγω τη θηλιά και κάνω δεύτερες σκέψεις.
Καθίσαμε στο πλατύσκαλο με τους βασιλικούς που τελευτούν αυτήν την εποχή. Τα μαλλιά μας ενώνονταν πίσω από τις πλάτες μας και έφτιαχναν μαξιλάρι που θύμιζε μαζική ανώδυνη ορθορραγία. Άνοιγε το σακούλι του καπνού, ρουθούνιζε, το έκλεινε μετά.
-Μια γυναίκα πήδηξε απ'το φρούριο προχτές.
-Και;
Χάζευε έναν πούστη ξανθό ξυρισμένο πεζοναύτη με γενειάδα που είναι της μοδός. Αυτός έπαιζε ξερή -ξερή- με μια γυναίκα αλογίσια που έβλεπε τη μικρή με ζήλεια ή με γούστο. Μου ανέβαινε η ψυχή ολόκληρη στο στόμα όσο τη σκεφτόμουν φθαρτή, θνητή, διάττουσα σαν πλακούντα. Έπινα εναλλάξ μια γουλιά από το τζην τόνικ και μια γουλιά από τον εσπρέσσο της με τα προσδιοριστικά που ήταν σκέτη μπαρούτη για όποιον δεν είναι συνηθισμένος. Κάπου πιο πέρα μια από τις χίλιες μπάντες του νησιού τρόμπαρε τα χάλκινα και έπαιζε μουσικές. Οι τουρίστες που περνούσαν από το σημείο μύριζαν καρύδα, απελπισία και άφτερ σαν.
Στο λεωφορείο της επιστροφής έπαιξε έναν ψηλό Ρώσο με τα μάτια. Η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με τις στάσεις και έχασε την παράσταση. Η άσφαλτος ήταν μαλακωμένη. Περάσαμε από το νοσοκομείο και νόμισα πως με είδα στην πιάτσα των ταξί με τη ρόμπα, τα μπλε και τις παντόφλες, αλλά ήταν μια παρειδωλία. Μετά τα Γουβιά, έβαλε το χεράκι της πάνω στο γόνατό μου, είπε Θα μου λείψεις, και συνέχισε τη μαλακία με το Ρώσο και τα πεταχτά αυτιά του ώσπου να κατεβούμε.
-
Έχω δυο παλούκια ξεβρασμένα από τη δυτική μεριά πάνω στο τραπέζι που πήρα από το σπίτι του παπά. Τα έχω τρίψει στο σαγρέ γιατί δεν έχω γυαλόχαρτο εδώ, τα έχω πλύνει και στεγνώσει. Η Ο. με ρώτησε δικαίως σχετικά: Was tust du nun mit d'n? Τα πόδια μου τα έχω επάνω στη διπλανή καρέκλα γιατί κάτω από το τραπέζι είναι τα εμφιαλωμένα και δεν υπάρχει χώρος. Η πορνοτράπουλα και το ποτήρι κάθονται πάνω σε ένα τεφτεράκι με τίτλο Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, εικοσπέντε σελίδες με τυπογραφία για πρεσβύωπες. Ευλογημένοι είναι αυτοί που μαρτυρούν αλλά σωπαίνουν. Το τραπεζομάντηλο μουλιάζει από τα μυξόχαρτα. Τώρα που νύχτωσε θα γίνω πάλι σκύλος. Θα βγω να κατουρήσω στις βατομουριές. Θα πάω στο μέρος μου να φάω από τη ζωοτροφή. Ο ιδρώτας ξερνιέται από το σπανό στομάχι μου και τα χλωμά πλευρά όπως ξερνάει το νερό της μια αποτυχημένη ζύμη για ψωμί.
Στο άλλο χωριό είναι ο Τ. με τον οποίο έχουμε μερικά κοινά. Φοράει δαχτυλίδι στο ίδιο δάχτυλο που το φορώ κι εγώ, έχασε ένα βουνό λεφτά στην τύχη, κάθεται σκυφτός με τα βλέφαρα πρησμένα και δε μιλάει πολύ (και όταν μιλάει, θα είναι για να πει κάποια κοινοτοπία, όπως κι εγώ). Πριν δυο χρόνια, ο Τ. θα είχε πεθάνει. Τον βρήκε η γυναίκα του κρυψίνοο και ισχαιμικό κλεισμένο στη ντουλάπα του ξενώνα στο σπίτι τους στη Γαρίτσα. Τον πήρε συρτό, τον τσουβάλιασε στο αμάξι, παραβίασε όλα τα φανάρια και τον διακόμισε νεκρό. Κάποιος συνάδερφος που αισθανόταν ηρωικός τον απινίδωσε, και του ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Έτσι ο Τ. δεν κατάφερε να αποδράσει. Η γυναίκα του είναι από εκείνες τις πανέξυπνες, στοϊκές κυρίες που κάπως καταλήγουν με άντρες τελείως ανάξιούς τους. Και τώρα που πέρασε η εποχή του Τ. του αλογατζή και του δυνάστη, τώρα ήρθε η ώρα της να λάμψει. Την περασμένη Τετάρτη το πρωί με είδε στην ταβέρνα και μου έδωσε ό,τι ντομάτα είχε μαζέψει από το χωράφι με τα φίδια. Ο Τ. καθόταν δίπλα μου στον πάγκο, διπλωμένος με τις τιράντες του σαν δώρο ή σα δέμα. Η γυναίκα άδειασε την ποδιά της και κάθισε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον αμφότερα ημιτελή και τελειωμένα.
Πίσω στην αρτοποιία. Βγήκε η βρώμα στα άλλα χωριά πως ο γιατρός είναι τεμπελαράς. Μέσα από την ομίχλη του Υπνοσεντόν και του Ζυπρέξα, κάποια πράγματα απαυγάζουν εντυπωσιακά. Είμαι όντως τεμπελαράς. Τους τελευταίους μήνες έμενα νηστικός γι'αυτό το λόγο. Τώρα τρώω τέσσερα γεύματα τη μέρα θεραπευτικά, συνήθως με το ζόρι. Όχι επειδή μου είπαν πως δε θα μπορώ να παντρευτώ αν μοιάζω με φυματικός, μα επειδή αν είναι να με βρει κάποια γυναίκα πολύ καλή για μένα πεθαμένο, προτιμώ να με βρει γεροδεμένο παρά ψευτοασκητικό. Ανεβάζω την πατούσα στο κάθισμα της καρέκλας και χώνω το γόνατο εμπρός από τη μασχάλη. Κολλάνε μεταξύ τους όπως τα δάχτυλα και το ζυμάρι. Αλεύρι και αίμα ξινισμένο μες στη ζέστη είναι η συνταγή του ζυμωτή που μας ζυμώνει όλους. Και όταν πέφτει το γουδί, κανείς δεν ομολογεί πως τα πράγματα σκουραίνουν για να μην τον πούνε χέστη. ΕΓΩ όμως που έχω τώρα ξεμείνει, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ: η δυσκολία σφίγγει όταν σφίγγω τη θηλιά και κάνω δεύτερες σκέψεις.