♣
Οι εικοστέσσερεις της παραμονής ήταν μέρα ηλιόλουστη και κρύα. Μια μέρα αρκετά καλή. Ολόκληρη η περιοχή ήσυχη σα νεκροταφείο. Στάθηκα εμπρός στην πόρτα της αποθήκης. Την κλώτσησα δυο φορές. Άνοιξε ένας άντρας υποψιασμένος. Είχε πέσει το σύρμα πως κάποιος θα’ρχόταν να τον βρει. Το είδα στο διαλεγμένο άδειασμα της αποθήκης. Τίποτε δικό του δεν έστεκε στα ράφια, τίποτε στο τραπέζι. Το κρεβάτι δεν είχε στρώμα. Πόδια και τάβλες μόνο κι ένα γυμνό μαξιλάρι πάνω. Το πρόσωπο του άντρα ούτε που σφίχτηκε μόλις με είδε. Ήταν έτοιμος και δασκαλεμένος.
Προτού προλάβω να κόψω μέσα μέσα, έβαλε το χέρι πάνω στον
αγκώνα μου και τον λύγισε απ’τα έξω. Είχε στραβώσει η δουλειά. Α, το κατάλαβα
αμέσως. Μα δε μπορούσα να το βάλω και στα πόδια, να σωθώ και να σωθεί κι αυτός.
Έκανε να μου ξηλώσει το μαχαίρι από τη χούφτα αλλά ήταν σα να προσπαθούσε να
μου ξηλώσει το άντερο. Πρώτα θ’άφηνα την ψυχή μου κι έπειτα το μαχαίρι. Έτσι με
άρχισε στο ξύλο, όσο προλάβαινε έτσι που κυνηγιόμασταν σκυφτοί. Στο πρόσωπο, στο
στομάχι, στ’αχαμνά, στο σβέρκο, στα βυζιά. Του κατάφερνα από καμιά με το
ελεύθερο χέρι. Το άλλο του μαχαιριού το φύλαγα γιατί το είχε στο μάτι. Το’πιασε
να το στρίψει να το σπάσει. Τον κλώτσησα στο γόνατο. Πήρε φόρα. Ο κρότος στο
κεφάλι μου έφερε κουφαμάρα. Νύχιασε τα σκυλομάγουλά μου. Με πήρε απ’το λαιμό.
Με πήγε στο ξυλοντούβαρο. Μου έτριψε τη μούρη στις ακίδες. Δεύτερη μες στο
μάτι. Η γροθιά εκείνη ήταν αρβυλιά, εκατό πονοκέφαλοι μαζί. Πέσαμε στη γη. Νόμισε
πως η λαβή μου θα ενδώσει. Γυρίσαμε τρεις τούμπες. Απλώθηκε να πάρει μια τάβλα
απ’το κρεβάτι. Αν την έφτανε θα είχε φύγει σώος. Δεν την έφτασε. Τον γύρισα
άλλη μια. Σήκωσε το χέρι με τα δάχτυλα καρφιά. Σκόπευε να τα μπήξει στις κόγχες
των ματιών μου. Τότε είδα τη λάμα που λύγισε μια στιγμή πριν βγει από την άλλη
μεριά της παλάμης του. Τράβηξα το μαχαίρι πίσω. Δεν είχε φτάσει η ώρα μου ακόμα. Η δική
του όμως είχε ‘ρθεί.
Του έσκισα το λαιμό πέντε γύρες δώθε πέρα για να
σιγουρευτώ. Η μύτη και το στόμα μου έσταζαν αίμα πάνω στο αίμα του. Ήταν
αξεχώριστα στο μάτι, εκείνου όμως ήταν αίμα του πεθαμένου κι εμένα του ζωντανού.
Με το ζόρι έβαλα κόντρα στα δάχτυλα να σηκωθώ. Κοίταξα τριγύρω για θεατές. Άλλος
στην αποθήκη δεν υπήρχε. Πέταξα το μαχαίρι. Βγήκα ξανά έξω στο φως.
Μόλις έστριψα να πάρω το χωματόδρομο προς τη Ζυρόνα, είδα
και το φυγά. Απομακρυνόταν τρεχάτος, ένα σκίτσο από κάρβουνο κόντρα στη
λιακάδα. Εμένα το χαρτί μου είχε ένα όνομα. Εδώ τα νέα είχαν φτάσει ζεστά και
περίμεναν απ’οίκω δυο.
Οι σόλες του τρίβονταν στο χιόνι και το χώμα.
Κρρρκ. Κρρκ. Κρρρκ. Κρρκ.
Κρρρκ κρρκ κρρρκ κρρκ.
Παρέλαση βιασύνης.
Απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κράδαινε ένα τουφέκι. Δεν κοιτούσε πίσω. Ήξερε τι θα έβρισκε να δει. Βλαστήμησα όλους τους
Αποστόλους του Χριστού. Ξαναμπήκα στην αποθήκη. Έψαξα τα ρούχα του νεκρού. Μισό
ψωμί στη μια τσέπη. Ένα φλασκί στην άλλη αδειανό. Πιστόλι δεν είχε. Στάθηκα και
παρατήρησα το εσωτερικό της αποθήκης: ξυλοκιβώτια, καπάκια σε στοίβα
χωριστή, σακιά με αλεύρι, σακιά με φασόλια, ένας κουβάς, χαλί από παλιό άχυρο
και στεγνωμένη λάσπη, λίγη αλογοκοπριά. Δυο άντρες, μια καραμπίνα. Αυτός ήταν ο
όρος του παιχνιδιού; Δεν είχα περιθώριο για άλλο χασομέρι. Μάζεψα το μαχαίρι
από κάτω. Έτρεξα προς τους λόφους με όλη μου τη δύναμη.
Ο άλλος δεν είχε πάει μακριά. Είχε διαλέξει να τρέχει
μέσα στα χωράφια, εκεί που ήταν απάτητο το χιόνι, για να με δυσκολέψει. Τα
βήματα βαθούλωναν και γλιστροκοπούσαν. Έβγαζα χνώτα σαν αλόγου σκαρφαλώνοντας
την ανεβασιά. Το αίμα μου έσταζε δραματικό έτσι που ζοριζόμουν. Ζεστό όπως
ήταν, το χιόνι κάτω από τις σταξιές γινότανε νερό.
Ο άντρας έτρεχε κι αυτός όπως μπορούσε. Ήταν
τροφαντεμένος. Ποιος ξέρει πόσο πιο νωρίς είχε πάρει να τρέχει και δεν τον είχα
δει. Η καραμπίνα κουνιόταν σα ραβδί δεξιά κι αριστερά. Είχα λαχανιάσει τόσο να
τον προλάβω που με άκουσε. Γύρισε να με δει. Μας χώριζαν πενήντα μέτρα. Πενήντα
μέτρα το πολύ. Επιτάχυνε βογγώντας. Το σώβρακό του ξεκουμπώθηκε. Ξεκρεμάστηκε.
Πια κυνηγούσα δυο κωλομέρια μέσα στην παγωνιά.
Σε λίγο θα περνούσαμε τον κίτρινο φράχτη. Μισό χιλιόμετρο από εκεί βρίσκονταν τα πρώτα σπίτια. Έπρεπε να λύσω το πρόβλημα μέσα σε
λίγες δρασκελιές, αλλιώς θα φανερωνόμασταν στους κατοίκους των σπιτιών, κι
εκείνος θα ήταν ένας ολοκαίνουριος μπελάς που χρειαζόταν άλλου είδους μέτρα.
Έβγαλα μια φωνή. Τα μπούτια μου είχαν πάρει φωτιά. Κόντευαν
να μαγκώσουν. Έβγαλα μια φωνή για να μπορέσω να τα αγνοήσω. Ο άντρας σταμάτησε
και με σημάδεψε. Έδωσα ένα σάλτο. Έπεσα πάνω του. Τη στιγμή εκείνη το τουφέκι εκπυρσοκροτούσε διαγράφοντας μια καμπύλη πορεία προς τον ουρανό. Έκανε να
στρέψει την κάννη στη μεριά μου ουρλιάζοντας αλλά την είχα κάτω απ’την κνήμη
μου και το σίδερο με έκοβε καθώς έβαζε κόντρα. Κάρφωσα το μαχαίρι μια φορά στη
λακκούβα του λαιμού να μη φωνάζει. Μετά άλλες δυο φορές στις καρωτίδες. Το αίμα
του σαν συντριβάνι της στιγμής πήγε προς το δρόμο που είχαν χαράξει τα σκάγια
από πριν κι επέστρεψε βροχή του μελανιού πάνω μας και στο χιόνι.
Κοιτούσα παρανοϊκά τους λόφους του λευκού και του
πρασίνου. Δεν υπήρχε κανείς. Τις αποθήκες τις είχαμε αφήσει πίσω. Δυο σπουργίτια
σε χαμηλή πτήση έξυσαν το περίγραμμα του αγρού. Τινάχτηκα σαν κουνέλι.
Έπρεπε να εξαφανιστώ το γρηγορότερο.
♣