Μερικές φορές ακόμα στη ζέστη αυτής της γενειάδας, αυτής της ρυπαρότητας, σα να τυλιγόμουνα μ'αυτόν που μπορούσα να είμαι. Μ'αυτόν που μπορώ να είμαι όταν μου το προτείνω.
de Azúa
Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό. Το λαζαρόφυτο έμεινε απότιστο κοντά στις δυο βδομάδες, και τώρα που του'κανα το χατήρι να το δω, το βρήκα ανθισμένο. Τα τοιχώματα του ασημένιου ποτηριού πάνω στο γραφείο έχουν πιάσει γλίτσα. Το κρεβάτι μου έγινε μπανιέρα γεμάτη ως τα χείλια με ιδρώτα. Τα σεντόνια μαλάκωσαν, ξεστρώθηκαν, τσακίστηκαν πλισέ, τα'πιασα πριν και μου φάνηκαν πάλι μούσκεμα. Το μεσημέρι κοιμήθηκα με το μάγουλο στο βιβλίο, τυλιγμένος στο κουβερτάκι για να μην ακουμπάω τα βρεμένα που δεν είναι. Σε κατάλαβα που μ'έθαψες κάτω απ'το πάπλωμα. Μόλις ξύπνησα φώναξα τ'όνομά σου. Αμέσως αισθάνθηκα ηλίθιος. Βγήκα με το βρακί στο ανατολικό μπαλκόνι. Το μισοφώς ξεχλώμιαζε το συρφετό των ασήμαντων παθών, σα μεγάλη μικρή Ιερουσαλήμ πνιγμένη στο χαμσίνι. Πλατσούρισα πέρα δώθε με τις κάλτσες. Σκέφτηκα το σάλτο ως συνήθως. Η μπουγάδα ήπιε όλη τη λασποβροχή. Με είχε ανάγκη να την απλώσω στο καλοριφέρ. Το σπίτι έκλαψε απ'την αναθυμίαση του απορρυπαντικού. Ο λαιμός μου είναι πνιγμένος στη μελάσσα. Σκατά. Την αλήθεια; Νομίζω πως κολυμπώ σύσσωμος στη μελάσσα, με τη γλύκα της, την ασφυξία, το σκοτάδι της και όλα. Τίποτα δεν κουνιέται. Δεν έχω μελάσσα μόνο μέσα στο λαιμό, μ'έχει ποτίσει από το στόμα ως τον κώλο, τα τύμπανά μου ισορροπούν ανάμεσα σε δυο τελειώματά της. Σημειώνω μέσα στο ζουμί που έχει πλημμυρίσει το κεφάλι μου ό,τι λες και ό,τι μ'αφήνεις σαν πούστης που είσαι και δεν είσαι να μαντεύω. Αυτός δεν είμαι εγώ, είναι κάποιος που δε θα παραδεχτώ ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο μ'εμένα, δε θα παραδεχτώ ποτέ. Η αδυναμία που ομολογείς απ'το ανοιχτό σου στόμα γυρίζει και σου τρώει τη μούρη. Η επιδιδυμίδα έκατσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου για να παραπονεθεί. Θα ακούσω ό,τι έχει να πει αλλά σύντομα θα ξεχάσω. Έτυχε η μνήμη μου να είναι κι αυτή μυωπική. Έχει όμως σύντομες διαύγειες. Η μάνα μου πεθαίνει κάθε φορά που στρίβω απόγευμα στο γκαράζ του πατρικού. Ακόμα με πιάνει απ'το γιακά ο εφιάλτης της νευροανατομίας. Για θλιβερά πεντάλεπτα της νύχτας χάνω την πίστη που με κάνει αυτόν και όχι εκείνον. Σαν τώρα βλέπω τον ποιμένα πάνω απ'το κρεβάτι της, και πώς με κοίταζε σαν λύκο χωμένο στο κοπάδι. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που μαύρισε η πλάτη σου από τη σκοτοδίνη που μου'φερε το αίμα με το αίμα. Η καρδιά μου χοροπηδάει στη σκέψη. Όποτε θέλω τη βάζω και χορεύει. Όποτε θέλει με βάζει στη θέση μου, μπρούμυτο καταγής. Δε σε χρειάζομαι για τη σωτηρία της ψυχής μου, σου είχα γράψει πίσω απ'τη φωτογραφία του Ράζλογκ. Το ταχυδρομείο δε φέρνει πίσω ό,τι έχει πέσει στο κουτί. Την είδα μήνες μετά στο σκίαστρο του αυτοκινήτου σου, πίσω απ'την κάρτα της ασφαλιστικής, και Θεέ μου αν το έχω μετανιώσει. Η Ρωσίδα από απέναντι πέταξε ένα ένα όλα τα μέρη του σερβίτσιου στον πατέρα των παιδιών της τον καιρό που ήμουν στην άλφα χει. Κάποια βρήκαν στόχο, άλλα όχι. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Ο περιφερειακός ήταν ακόμη σούζα κόντρα απ'της Ευκαρπίας στης Ηλιούπολης στου Ευόσμου στου Κορδελιού. Στο μεταξύ, τα παιδιά της έμαθαν να μιλούν φαρσί και σύντομα θα ψηφίζουν ΠΑΟΚ.
Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι είναι χυμένος κι απλωμένος σα χαλί ο Ριζοσπάστης σου. Μαζεύω τη χαρτούρα, και μες στη μοναξιά μου λέει με τη φωνή σου:
-Τα χέρια σου είναι κρύα σα νεκρού. Φέρε να τα ζεστάνω.
-Αφού είναι απ'τα χάπια, σου'χω πει.
Έτσι απαντώ, ενώ ταχτοποιώ τις σελίδες στη σειρά. Θα τις διαβάσω πίνοντας τσάι απ'το ξύλινο κουτί. Ο βιασμός ανάμεσά μας μυρίζει σκατά και ιδρωμένους άντρες, και τον βαφτίζουμε κρυφό, και δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει την αλήθεια, ούτε καν εμείς. Πόσο μάλλον το κόμμα.
Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό.