Αυτή τη φορά ήταν ένα σκόνταμα στο ισιάδι, ήμουν αναίσθητος πριν φτάσω στο μάρμαρο
ξυπνώντας αρπάχτηκα απ'το αντιβράχιο του υπαλλήλου που είχε γονατίσει δίπλα με τα δυο χέρια, γύρω του θα ορκιζόμουν πετούσαν όλοι μου οι θάνατοι αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν κανείς
η αυστηρή μου λογική έχει μαραγκουλιάσει σαν πλαστικό στο φούρνο
όταν με ρωτήσαν στο τριάζ δεν ήξερα να πω: μ'άφησε η ψυχή για μ'άφησε το σώμα
τώρα το χαρτί λέει πως θέλουν και δε θέλουν να μ'αφήσουν και τα δυο
τίποτα δεν έχει αλλάξει
η πόλη είναι μια γλύκα όπως κι εχθές όπως και πριν τη μάθω
όλες μου οι ώρες είναι παρατατικές
κι όταν δε θα'ναι πια δικές μου, δε θα είναι κανενός
...
δε γαμείς