Ένα κούτελο μου καλύπτει το πεδίο κι ένας καταρράχτης μαλλιά μου φέρνει φαγούρα.
-Άλλαξες κολώνια;
-Τι σε νοιάζει; Τι ώρα είναι;
-Εννιά.
-Μμ.
Απ'το κρεβάτι φαίνεται η κουρτίνα και πίσω απ'αυτήν φαίνεται η άλλη κουρτίνα. Βλέπω και τα πόδια μου που εξέχουν απ'το σκέπασμα που με ίδρωνε όλη νύχτα. Όλα είναι θολά. Στο σπίτι που πέρασα αρκετά χρόνια ησυχίας μένει τώρα η συναδερφή. Διαβάζει τα βιβλία μου, κόβει απάνω στον πάγκο με τις φράουλες ψωμί με το μαχαίρι του τυριού, καθαρίζει το σιφώνι απ'τα μάτσα, καπνίζει Καρέλια πάνω στη χέστρα με την πόρτα ανοιχτή, κατεβάζει τα παντζούρια στο υπνοδωμάτιο κάθε βράδυ και τα ανεβάζει κάθε πρωί. Φτιάχνει καφέ σαν πάστα στο κόκκινο μαραφέτι κι έπειτα τον αραιώνει με γάλα από κατσίκα. Οδηγάει το αυτοκίνητό μου και το παρκάρει χειρουργικά πάντα με τρεις συνεχείς τιμονιές. Ο μπουκλιάρης στο βενζινάδικο ξέρει τ'όνομά της και ρώτησε τα νέα της προχτές. Του'πιασε την κουβέντα και μιλήσανε για τα σκουλήκια στα κάστανα. Όταν της έδωσε τα ρέστα αγγίχτηκαν τα χέρια τους. Βρίζει τους γείτονες στο φωταγωγό για να την ακούνε. Βάζει ράδιο και βρίζει τους εκφωνητές. Μιλάει φωναχτά, γελάει φωναχτά, φτερνίζεται φωναχτά, και πιο φωναχτά απ'όλα μένει σιωπηλή. Καβαλάει ένα κινέζικο παιδικό ποδήλατο γιατί ποιανού του πάει η καρδιά να κλέψει ένα παιδικό ποδήλατο; Ή ίσως γιατί είναι πολύ κοντή για τα ποδήλατα των μεγάλων. Θέλει να γίνει πρωκτολόγα. Γιατί; Γιατί μ'αρέσουν οι κωλότρυπες. Μιλάει σα να'χει πουρέ στο στόμα, μιλάει πολύ, παραπονιέται πως ξεραίνεται ο λαιμός της άμα δε σταλάζουνε τα τζάμια απ'την υγρασία. Είναι η Θεσσαλονίκη ενσαρκωμένη. Καλύτερα που τόσα χρόνια δεν την ήξερα πολύ παραπάνω απ'όσο επιτάσσει το τραπέζι του Ρος Ασανά στον έκτο όροφο εκείνης της πολυκατοικίας που είναι δεύτερη στον πισσοπόταμο της Β. Όλγας. Θα με είχε αντικαταστήσει από νωρίς, και δε θα υπήρχα πια παρά για ν'αλλάζουμε ντροπιάρες ματιές και κοκκινίσματα ως τ'αυτιά, και μετά θα με βαριόταν, και θα τη βαριόμουνα κι εγώ. Μα γίνεται να βαρεθείς το αίμα;
Ξυπνάω μες στο βράδυ με τον εκκωφαντικό κρότο μες στο κεφάλι μου, κάθε βράδυ, και μια και δυο φορές, μα τουλάχιστον δε λιποθυμώ. Όποτε μ'ακούει να τσαλακώνω το ασημόχαρτο του μπλίστερ με ρωτάει από μέσα αν είμαι καλά. Βάζω ένα χάπι στο στόμα. Μένω ξυπνητός ώσπου να λιώσει κι έπειτα γυρνώ στο δεξιό πλευρό, και νιώθω το βάρος του συκωτιού να γλιστράει μαλακά κάτω απ'τα πλευρά. Πάνω στο στρώμα γίνομαι τόσο μικρός, γίνομαι τέσσερα χρονών, γίνομαι ένας λεκές από λάσπη στο ξυλοπλατύσκαλο του πατρικού σπιτιού, κι έπειτα πιάνει μια σιγανή βροχή και κανείς δεν ξέρει πια αν ήμουν, αν δεν ήμουν, κανείς δε μπορεί να θυμηθεί με σιγουριά, καλύτερα για μένα, καλύτερα για όλους.
Μια φορά που σηκώθηκα για κατούρημα, άναψα τη λάμπα και τη βρήκα να κάθεται στη χέστρα με το βρακί και να πίνει σόδα μαγειρική διαλυμένη σε νερό στην κούπα του καφέ. Στο σαλόνι η τηλεόραση ήταν αναμμένη και το τελεμάρκετην έπαιζε στα βουβά. Καθίσαμε ο καθένας σ'έναν καναπέ και είδαμε τον κόφτη και το μίξερ. Μια άλλη φορά μου σκούπισε τις μύξες με την πετσέτα για τα πιάτα που μύριζε μούχλα. Ένα Σάββατο τράβηξε το κουρτίνι της μπανιέρας την ώρα που πλενόμουν και με σκαμπίλωσε στο κωλομέρι. Κάποτε ίσως και να τη φίλησα. Όταν οι Εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς.
-
Τα αστικά τοπία με πιάνουν απ'το πόδι και όταν περπατάω τα σέρνω με όλο τους το τσιμέντο μαζί μου. Η πόλη μαραίνεται στα χνώτα της, μετράω τα πλοία που πλέουν στον ουρανό, οι γερανοί δε φαίνονται απ'τη σάπια ταβέρνα της γωνίας, κι αυτό που αναδίδει εκείνη η μικρή παραλιούλα με τις γλιτσιασμένες σκάλες με αναγουλιάζει, δεν είναι θάνατος, είναι κάτι χειρότερο, κάτι που δεν έχω συνηθίσει, είναι τα αποφάγια της πρόχειρης ζωής. Πηγαινοέρχομαι κατά μήκος της ακτής, δεν έχω πού να πάω! Δεν έχω πού να πάω. Δεν ξέρω πού να πάω. Οι συνταξιούχοι κάνουν τσούρμα απ'το παλιό κολλέγιο ως τον πύργο. Σκυλιά που πάνε για μισό χιλιάρικο το κεφάλι περπατάνε πάνω στα νύχια τους, πάνω στο τσιμεντοχάλικο, πάνω στις επιχωματώσεις, τσακ τσακ τσακ τσακ, και πίσω κάνουν βάδην τ'αφεντικά. Με φαντάζομαι να κάνω τρία μεγάλα βήματα και να βουτάω με τις πατούσες πρώτες στο Θερμαϊκό. Ίσως να είναι που έχει καεί το σκαλπ από τον ήλιο και θα'θελα να δροσιστώ για λίγο. Από πάνω ευθυγραμμίζονται τα αεροπλάνα για να προσγειωθούν. Με τη μακρυνή ομίχλη που σηκώνεται απ'τη ζέστη και τη νηνεμία, ακούγεται μόνο η φασαρία τους. Στα δεξιά στέκει το τείχος των κτιρίων, κάτω η γη, και πάνω κι αριστερά η αδιαπέραστη αχλή.
-
Ανάσκελος, χωρίς τα γυαλιά, πιάνω τα γρέζια του υδροχρώματος. Τη μικρή ζέστα του κορμιού της δεν την καταλαβαίνω, σα να'τανε δική μου, ίσως και να'ναι, ίσως και να μην είμαστε δυο μα ένας, ίσως και να μην είμαστε ποτέ, κανείς. Χαμογελάει με μια βαθειά ευτυχία, σα να'ναι ξένη του εαυτού της, μια ευτυχία από εκείνες που αστράφτουνε στιγμιαία, όπως τα πλάγια των ψαριών κάτω απ'το νερό τις μέρες της λιακάδας. Κάθεται πάνω μου και τα ισχία της μουδιάζουνε τα πόδια μου απ'τους μηρούς εμπρός στις γαστροκνημίες πίσω. Τα μαξιλάρια μ'έχουνε κατακλύσει, το πρόσωπό μου έχει γίνει σχέδιο της μαξιλαροθήκης. Όλα είναι θολά. Τα κτίρια, ο υποτροπικός χειμώνας, το μέλλον μου, το μέλλον της, οι δρόμοι με τις λακκούβες, οι αμαρτίες, το χώλαιμα της ψυχής, ο πάσσαλος του ανασκολοπισμού, άλλο ένα πρωί που τα'χω καταφέρει με δόξες και τιμές.
-Άντε, σήκω! Σήκω να μου κάνεις πρωινό.
-Τώρα.
-
κακάο και ψιλό κουτσομπολιό στο Βόσπορο
δυο πασιέντζες στο τρίγωνο τραπέζι
μια ροπαλιά στο δόξα πατρί για ό,τι έχω κάνει
κι άλλη μια γι'αυτά που γράφω τώρα
-
Εκείνο το βράδυ του Γενάρη που έμενα στην Άνω Πόλη και καβάλησα το περβάζι, ξαναμπήκα μέσα και τρέμοντας της έγραψα και μου'πιασε κουβέντα για κάντρυ και πυγμαίους, και το επόμενο πρωί έδινε φυσική κι έδινα βιοχημεία, κι έδωσε φυσική, κι έδωσα βιοχημεία.
-
Τα κτίρια ψηλώνουν και ψηλώνουν κι είναι σα να φυτρώνουν απ'το στέρνο μου
η πυκνοκατοίκηση της σκατένιας πόλης, όλος ο ακατανόητος συνωστισμός της
μου λένε να σε πάρω μαζί όταν θα φύγω, κι εσύ λες:
Τ'αρχίδια μου θα πάρεις, εγώ θα πάω όπου μ'αρέσει.
Και πού σ'αρέσει;
Εκεί που θα πας γιατί δεν έχει πολυκατοικίες και στενά,
και όχι βέβαια γιατί θα είσαι εσύ.
-
ΧΧ ΧΧ ΧΧ