© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

もうりょう

 



(without death there is no life)

Η υγρασία στάζει απ'το μουστάκι, η σέλα του ποδηλάτου που στέκεται παρακεί έχει φτιάξει λιμνούλα στο βαθύτερο σημείο. Το κρύο δεν κολώνει, μπουφάν, πουλόβερ, πουκάμισο, πετσί, τα κόβει όλα και δε σταματάει παρά όταν βρει τα κόκκαλα. Άπνοια, πυκνά χαμηλά σύννεφα γλείφουν το έδαφος, σε πρώτη όψη λες όμιχλη αλλά όχι, είναι αλλιώτικος καιρός, είναι το ωκεάνιο κλίμα των χαμηλών ακτών, είναι η ανάσα του χειμώνα σ'ένα ανατριχιασμένο σβερκάκι. Γαλότσες, κάλτσες θινσουλέητ 40 χιλιοστών και παρ' όλ' αυτά νιώθω το νερό να μου ρουφάει τη ζέστα. Ο φακός με τυφλώνει, τα βήματά της γίνονται όλο και πιο σαφή καθώς βγαίνει στα ρηχά και ο πάτος γίνεται όλο και πιο κολλώδης και ο εξοπλισμός όλο και πιο βαρύς χωρίς την αρχιμήδεια ευλογία, οι καλαμιές του W a t t e n  λαμποκοπάνε μες στον κρύο τους ιδρώτα, φιλτραρισμένη πίσω απ'το κεντητό τους ξεχωρίζει η χλωμή μου μούρη και το αφρόντιστο μουσκεμένο μουστάκι και η λαβή του φερμουάρ κάτω απ'το στενό πηγούνι σαν να τα βλέπω σε φωτογραφία, και από την ανελέητη μέρα του φακού ανατέλλει ένα κεφάτο σφύριγμα, χαμηλώνω το βλέμμα, να οι γαλότσες μου, με τυφλώνεις, το πνεύμα του βάλτου αντηχεί κοροϊδευτικά, με τυφλώνεις, και ξαναπιάνει το σφύριγμα, σηκώνω το βλέμμα, να ο ουρανός ένα παλιό σεντόνι, το φεγγάρι φαίνεται πίσω από τους υδρατμούς σαν οιωνός αυτοκινήτου πίσω από στροφή σε δασική οδό, μου έλειψες, χαμηλώνει το φακό, το κρύο γάντι μου πιάνει το γενάκι και με γυρνάει προς το μέρος της, Τι είπες; η φωνή ανθρωπινή αλλά η όψη ξένη, η μάπα ζουληγμένη από τη στολή και τη σηκωμένη μάσκα και τα χείλια κωλοτρυπιδιασμένα από τον αναπνευστήρα, ετοιμάζεται να με κατασπαράξει, θα μου φάει τα σωθικά και θα αφήσει το τομάρι μου σαν άδειο σακούλι στην πράσινη λασπερή όχθη, αλλά δε στέκομαι από τύχη στη μέση του πουθενά στην κοιλιά της νύχτας, μια φορά γιοκάι αυτή, δέκα εγώ, μου έλειψες, οι λέξεις αναδύονται απ'το κεφάλι μου σαν σπόροι μανιταριών, ο αιώνιος πυρετός της με τυλίγει σα βλεννώδες πέπλο, ο φακός σβήνει και όλα σκεπάζονται από ένα γλυφό φιλί, δεν είναι αλληγορία, έτσι έγινε ακριβώς, και έπειτα οι κόρες στα πελώρια μάτια της εξαφανίζονται, τα σκίζει η απογοήτευση, τη γέλασα, δεν έχω σωθικά, δεν είμαι καν νεκρός, δεν έζησα ποτέ.

The labyrinth habit


 

Alle naslang wegrannte ich bis ich in die Ecke getrieben wurde und dann Simsalabin wie ein Phönix aus der Asche bin ich mit heiler Haut davongekommen, alles ist mir ein Heimspiel. Nicht schlecht, Herr Specht.

...nor will I love another one, until the day I dee


... 

My love has built up a bonny ship, and he set her on the sea
with seven score good mariners, for to bear her company
there is three score is sunk m' lads and three score dead at sea
and the lowlands of Holland hae twined my love and me

Καπνά

D I A L O G

09/2021 Στην αυλή του πατρικού είναι στημένες οι δυο μεταλλικές καρέκλες κήπου με τα αρχαία μαξιλαράκια. Έχει ήλιο. Ο πατέρας καπνίζει. Ήταν μεγάλο θέμα τότε που το Εμ-Ες Σελεμπρέησον εμβόλισε το φορτηγό Καπετάν Σαν Λουί, εσύ δεν το θυμάσαι, μιλούσες, είχες μιλήσει νωρίς, αλλά ήσουν δεκατεσσάρων, όχι, ψέματα, δεκατριών μηνών και λίγων ημερών, τι να θυμηθείς, το φορτηγό κουβαλούσε τσιμέντο, βούλιαξε σε δέκα λεπτά, ήταν πολύ μεγάλο θέμα, φρικτή ιστορία, σημαία ευκαιρίας το Σελεμπρέησον, δεν έπαθε τίποτα το τέρας, η μάνα σου το έλεγε και το ξανάλεγε, "το έκοψε σαν βούτυρο και το ρούφηξε η θάλασσα", μαζί με τον καπετάνιο που δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε και άλλους δυο. Οι υπόλοιποι σώθηκαν, τους μάζεψε το Σελεμπρέησον και μετά τους έχεσαν και από πάνω επειδή δεν είχαν ανάψει λάμπες. Δεν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το σόναρ στο Σελεμπρέησον, είχε πολύ καλό καιρό και τεμπέλιαζαν, αλλά το φορτηγό είχε διακοπή ρεύματος και δεν είχε φώτα και δεν το είδαν, τους κάλυψε όλους ο καπετάνιος, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Γκαβίνο, πέθανε ο Γκαβίνο πέρσυ, στο είπα; Μίλησα με τον Άλεξ -Ποιον Άλεξ; -Τον Αλεσσάντρο, μιλήσαμε τελευταία φορά το χειμώνα και μου το είπε. Τέλοσπάντων, έφτασε και κοντά εκατό χρονών, πλήρης ημερών, έκανε πολλά ταξίδια μετά το συμβάν, δε μασούσε.

09/2021 Ο πελάτης πήρε το αφεντικό και είπε πως δεν παραδώθηκαν ποτέ οι εκτυπώσεις. Και του έστειλε φωτογραφία την αποθήκη του άδεια με ημερομηνία για να δείξει πως δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Σοβαρά; Το αφεντικό είχε δει τις πλάκες πριν τυπώσω. Τι θα τα έκανα εκείνα τα βουνά πανί με τις ροζουλί μαλακίες, στούμπο; Ο φορτηγατζής της Ντι Χο Ελ έβγαλε φωτογραφία όταν έκανε την παράδοση και είχαμε την ίδια ακριβώς αποθήκη γεμάτη ντοκουμέντο, δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο. Φτηνιάρης κουτοπόνηρος, ακούς; Άκου. Δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Να σου στρίψω ένα; Γνέφω όχι. Έλα, θα σου στρίψω. Μετά άλλαξε το τροπάριο, πήγε να διαπραγματευτεί μήπως και γλυτώσει κανένα κατοστάρικο. Είπε οι γωνίες ήταν λυγισμένες, να του κόψουμε δώδεκα τοις εκατό. Εγώ είπα από μέσα μου να πάρει το σίδερο να τις σιδερώσει άμα είναι λυγισμένες, και εκεί που θα το έχει βάλει μπρος, να σιδερώσει και το κωλόστόμά του. Τον ταχτοποίησε το αφεντικό. Ανάβει το τσιγάρο και μου το δίνει. Ανάβει και το δικό του. Δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο, Φ. Εντάξει, ίσως εσύ, που κάθε φτηνό πλοτ τουήστ στις χαζοταινίες σε αφήνει μαλάκα. Αλλά εγώ όχι, και το αφεντικό έκλεισε τα εβδομήντα ένα, θα του έκλανε τις μπάλες.

09/2021 Ψαχουλεύω στο μπωλ της πίπας για να κάτσει ο καπνός, ανάβω και καπνίζω βιαστικά και πειναλέα και καίγεται η γλώσσα μου. Στην παλιά καρέκλα δίπλα στο παράθυρο η κοφτή κουρτίνα κάθε τρύπα και ηλιαχτίδα ρίχνω πασιέντζα αλλά είμαι μόνος μόνο στα χαρτιά στο νου μου παίζει το φιλμ της νοσταλγίας σε αέναη επανάληψη μια δυο δροσοσταλίδες από μένα σε σένα ένα πρωί στο τζάμι μια νύχτα ομιχλώδης και λίγα λόγια περήφανος για όλα με τη γενειάδα κουρεμένη με τα λιπόσαρκα μάγουλα και το στενό πηγούνι και ο λαιμός δοκιμασμένος φανερά, θα σε κάνω ό,τι θέλω και αυτό σημαίνει θα σε κάνω ό,τι θες, και μετά θα σε σκεφτώ μια ώρα σαν αυτή και να που βγαίνει και η πασιέντζα.

07/2021 Το παράθυρο της κουζίνας ανοίγει διάπλατα. Μόλις έχω πάρει τη στροφή στο χαλίκι με το ποδήλατο και ξεκαβαλάω. Η γυναίκα στέκεται πίσω από το νεροχύτη και κρατάει ένα βαρύ σακούλι και το κουνάει πέρα δώθε από το ανοιχτό παράθυρο. Από το στόμα της κρέμεται ένα σβηστό τσιγάρο κατά τα γνωστά. Τα μαλλιά της είναι ακόμα διπλωμένα εντός τους τυλιγμένα έτσι αυστηρά και το απογευματινό φως φωτίζει δυο φιλντισένιους στερνοκλειδομαστοειδείς. Της γνέφω τι, με ερωτηματικό. -Σάπιες! Σάπιες οι πουτάνες ακόμα δεν τις πήραμε. -Θέλεις τίποτα άλλο απ'τη μαρκέτα; -Την πούτσα σου. -Δεν την πουλάνε στο ΝΕΤΤΟ. Μου στέλνει ένα φιλί απ'αυτά τα επιδέξια που τα καταφέρνει πάντα με το τσιγάρο στο στόμα και ξανανεβαίνω στο ποδήλατο. Η γυναίκα μου, που ήτανε γραφτό να γίνει γυναίκα του μαφιόζου, αλλά δεν πίστευε στη μοίρα.

05/2021 Ακούγονται χαρτιά και σακούλες από το τηλέφωνο, ή ίσως είναι αρτεφάκτ από την ανοιχτή ακρόαση, είμαι στην εθνική και δεν έχει καλό σήμα, τελικά ακούγεται τσακμάκι. Η γιαγιά καπνίζει τα σλιμς, σχεδόν τη βλέπω εμπρός μου. -Έχει εκεί να μου στείλεις χαρουπάλευρο; -Χαρουπάλευρο; Να πάω στα βιολογικά να δω, στο Μασούτη δεν έχει. Ξέρεις πώς τα λέγαμε τα χαρούπια; Ξυλοκέρατα. Τα έφαγε ο κόσμος στην Κατοχή, αλλιώς ήταν για τα ζώα, θρεπτικά βλέπεις.


Mine to you:

The heart is the toughest part of the body.
Tenderness is in the hands.
-C. Forché

x

Yours to me:

O remember
in your narrowing dark hours
that more things move
than blood in the heart.
-L. Bogan


x