© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Cape Tribulation






ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Όταν κάνεις δυο βήματα πίσω και σε κοιτάξεις στον καθρέφτη ξαφνικά δεν είσαι τόσο σιχαμένος, και ο καθρέφτης είναι λιγότερο σταγμένος, όσο απομακρύνεσαι οι φόβοι σου μικραίνουν και μικραίνουν ώσπου χάνονται στον ορίζοντα, κι εσύ μικραίνεις και μικραίνεις ώσπου χάνεσαι στον ορίζοντα
και δεν υπάρχεις για κανέναν, και κανένας δεν υπάρχει για σένα,
ἔσται γὰρ τότε θλίψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ' οὐ μὴ γένηται.

Η κλίμακα του χάρτη είναι η λίμα του φυλακισμένου.

x

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Το φως φτιάχνει τοπία μυθικά, το θαλάσσιο χιόνι σκόνη στις δέσμες του ήλιου ένα ήσυχο μεσημέρι, οι φυκιάδες χορεύουν πάνω στην άμμο και η μουσική του κόσμου σε βρίσκει από το έξω νερό στο μέσα νερό, 
αίμα, λέμφος, αλάτι και νερό, 
όσο βυθίζεσαι το τίποτα ολοένα ασθενεί, στον σκοτεινό πάτο γίνεσαι μυστικό, γίνεσαι τα πάντα και για πάντα, και το αίμα και η λέμφος και η ψυχή και το χούι θαλάσσιο χιόνι σκόνη σε αλάτι και νερό,
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.

Ακτή και ακτή και ανάμεσά τους ζωή μακρά.

'Εσω, εσώτερα, εσώτατα

 






Έξω, έσω, εσώτερα, εσώτατα

ο κόσμος και το τσόφλι του
μεμβράνες και υμένες και άλλα ζεστά υφάσματα

τα μυστικά της γύμνιας είναι στις ραφές
στα παρωνύχια στις άλω στο σιωπηλό κιννάβαρι

συν τω χρόνω τα μάτια γυρίζουνε σωστά προς τα ανοιχτά
ο φάρος σπέρνει μέρα στο ανεξερεύνητο των σπλάγχνων
 
η προπατορική ντροπή καίγεται στο φως
ναι, είσαι γυμνός
na und?

αμαρτάνοντας νερώνονται τα εγκλήματα κι αγιάζεις.

Το πρόβλημα με άντρες σαν κι εσένα είναι πως έχετε πολλά να πείτε
αλλά είστε σφιχτοχείληδες

το πρόβλημα με άντρες σαν εμένα είναι άντρες σαν εσένα
ρίζες που δε φοβούνται παγετούς, αφοσίωση και πίστη
έχει ο Θεός να δίνει

ισόβια περιπλάνηση αλλά να
τα μάγουλά σου μυρίζουν σπίτι
κι όταν παίρνω βαθιές ανάσες δίπλα τους πάντοτε επιστρέφω.

Greedy-guts

Πήρε το άδειο νεροπότηρο, ίδιο με εκείνο που είχανε στην Πρίγκηπο για τα μιλκσέκια, αρχέτυπο νεροπότηρου, και ψιθύρισε μέσα χαμογελώντας. Το γέμισε νερό, είχε ζέστη, το γυαλί ίδρωσε αμέσως, και μου το έδωσε. Ήπια μονορούφι, και κάτι μίλησε στο στόμα μου και είπε πούστης ο βασιλιάς σου. Κατάπια τις τελευταίες γουλιές, το λαρύγγι μου στένευε από οργή, και κάθε γουλιά πήγαινε κάτω πιο δύσκολα από την προηγούμενη, και το νερό γινόταν ψαρόκολλα. Τι λες; Μαλακίες λες. Όχι. Ένεψε, έδειξε με τα δάχτυλά της τα μάτια της και έπειτα εμένα, ορίστε, να δω και για τον ίδιο μου, με δούλευε.

Έφυγα τρεχάτος από την αυλή του πατρικού μου που καθόμασταν στην οδό Gmelinstraße ως τη Haidweg ούτε πέντε λεπτά δρόμος με την ψυχή στο στόμα. Η είσοδος της παλιάς μονοκατοικίας ήταν ξεκλείδωτη, έξω ο ήλιος έψηνε τα πάντα, υγρασία να πνίγεσαι, μέσα σκοτάδι, γιατί ήταν τόσο σκοτεινά; Μουσκίδης στο παλιομοδίτικο σαλόνι το ξεχασμένο από το χρόνο, ξυπόλυτος, άφηνα νωπές πατημασιές στα πορώδη σανίδια που είχαν χάσει το βερνίκι τους από πενήντα χρόνια, όλες οι χειμωνιάτικες κουρτίνες απλωμένες πάνω από τις καλοκαιρινές, ένας αέρας σαν σπηλιάς εκεί μέσα, δροσερός αλλά πυκνός, παλιωμένος, περίεργος, πού ήταν η κυρία Silke που συνήθως δούλευε τα λογιστικά της στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, γιατί δε μύριζε καφές, γιατί τα βάζα ήταν άδεια και τα λουλούδια στις γλάστρες ήταν όλα μαραζωμένα, τι στην ευχή είχε συμβεί;

Συνέχιζα να ιδρώνω, έψαχνα παντού για αίμα, αλλά το σπίτι, παρ'ό,τι παρατημένο, ήταν καθαρό, το παχύ σαπιομηλί χαλί ήταν φρεσκορουφηγμένο γιατί έβλεπα τις στοματιές της σκούπας εδώ κι εκεί που του άλλαζαν την κόμμωση, ο καναπές ήταν ταχτοποιημένος με τα μαξιλαράκια χαστουκισμένα. Γύρισα εδώ κι εκεί, πουθενά η κυρία Silke, πουθενά ο Μπέρτι, ανέβηκα αργά αργά τις απότομες σκάλες, δεν έτριξαν απ' το βάρος μου όπως συνήθως, ξαφνικά είχαν γίνει πολύ στιβαρές και το χλωμό τους ξύλο ήταν μάρμαρο. Ο πάνω όροφος ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και ακόμα πιο κρύος, είχα αλλάξει όροφο και είχε αλλάξει η εποχή.

Όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου, το πόμολο που ήταν πάντα ως τότε μισοξεχαρβαλωμένο είχε επισκευαστεί, η πατίνα είχε τριφτεί και ήταν λείο σαν καινούριο στην αφή, το σκοτάδι κλιμακώθηκε, χύθηκε σχεδόν στο χωλ, τα αμβλυωπικά μου μάτια με το πάσο τους, στάθηκα εκεί περιμένοντας, αβοήθητος και πολύ ενοχλημένος. Μόλις άρχισα να βλέπω, η όρασή μου με χτύπησε σαν κανονιά, ο Μπέρτι ξεβράκωτος, φορώντας όμως τη μπεζ Αμερικανίνο φούτερ με τους λιωμένους σφιγκτήρες στα μανίκια, έγλειφε επιμελώς τα αρχίδια ενός υγιώς ηλιοκαμένου άντρα με γυαλιστερά μούσκουλα, ενός κλασσικού Λατίνου εραστή όπως θα τον φανταζόταν με κάθε υπερβολή της ζήλειας ένας ξερακιανός κοκκινοτρίχης, τρομοκρατήθηκα λες και έβλεπα κάποια αβάσταχτη κτηνωδία, στεκόμουν εκεί, παραλυμένος από τη φρίκη, και παρακολούθησα το Μπέρτι να εμφανίζει το μωβ μπουκάλι Ντιούρεξ με τη μικρή ζωγραφιά της αλόης στη μια άκρη από το ντουλάπι με τα επιτραπέζια, και να αδειάζει το μισό πάνω στην πούτσα του, hvad fanden laver han? Μα τι στην ευχή κάνει; αναρωτιόμουν, και μετά η Λατίνα απειλή γύρισε μπρούμυτα και ο φίλος μου του τον έβαλε στον κώλο με φροντίδα. Αυτό δεν το άντεξα, άρχισα να φωνάζω, Όχι, τι κάνεις; Δε μπορείς να το κάνεις αυτό, σταμάτα! και η πρώιμη υστερία έδωσε τη θέση της σε ένα απελπιστικό, συνθλιπτικό αίσθημα αδικίας, τώρα έκλαιγα, Όχι, δε μπορείς να το κάνεις αυτό, είσαι δικός μου, όχι, για την ακρίβεια έλεγα μουλιασμένος στα δάκρυα Neej, dat kannst du mi neet andoon, du tohöörst mi, du tohöörst mi, δηλαδή μου ανήκεις, μάλιστα, είχα τολμήσει το απαγορευμένο, με τρομερό θράσος, χωρίς καμιά αναστολή, χωρίς ντροπές.

Ξύπνησα ταραγμένος, με την καρδιά σκαρφαλωμένη στο λαιμό μου, τα μαλλιά τσαλακωμένα, με πέρλες ιδρώτα στο κούτελο και στο σβέρκο και όπου αλλού, όλα ήταν βρεγμένα, ακόμα απελπισμένος, πάλευα μπερδεμένος με τα σκεπάσματα και δεν έβρισκα την άκρη, με ξεσκέπασες μεμιάς, Τι είδες; ρώτησες περίεργα, χοντρά δάκρυα έτρεχαν στη μούρη μου ασυγκράτητα και με ζέσταιναν περισσότερο, έψαξα βιαστικά πάνω απ'το κεφάλι μου εκεί που τελείωνε το κρεβάτι, βιβλία και βιντεοπαιχνίδια ξυλοφορτώματος γκρεμίστηκαν, Τι θες; Αυτό ψάχνεις; και μου έδωσες το κινητό που είχε παραπέσει και όπως πάντα ήξερες ακριβώς πού, ήταν πέντε το πρωί, πήρα το νούμερο χωρίς να το ανακαλέσω από τις επαφές σαν πρεζάκι σε παροξυσμό, Τι κάνεις, είναι πέντε το πρωί, εσύ, η φωνή της λογικής, το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές και άκουσα τη φωνή του Μπέρτι, τον είχα ξυπνήσει, και τότε συνήρθα ακριβώς, Moin, βαθειά και καθησυχαστική σαν τον ύπνο της βενζοδιαζεπίνης, σχεδόν σαν αγκαλιά, Moin Leev, du fehlst mir, αυτός ήμουν εγώ, ψάχνοντας στο αρχείο των γλωσσών μου, ήρεμος και σταθερός αλλά με λίγη από εκείνη την τραχύτητα που κουβαλάω πάντα, το γρέζι του νευρασθενικού όπως λες.

Αυτό συνέβη το πρωί της Τετάρτης, και έτσι με συνοπτικές διαδικασίες την Πέμπτη, που έτυχε να είναι Μεγάλη Πέμπτη των προτεσταντών (skærtorsdag ή Gründonnerstag) πήγαμε και τον πήραμε από τα σύνορα στο Padborg, πάνω στην ώρα για χάροσετ και γκεφίλτε φις που το αντιπαθώ αλλά το έχει άχτι, και γελάσαμε πολύ με τον εφιάλτη μου και παραλίγο να πνιγείς με την καραμέλα αχλάδι, τα δάχτυλά μου κολλούσαν από τις μαρτσιπανένιες φράουλες που μου 'φερε από το Flensburg που τις αντιπαθεί αλλά τις έχω άχτι, και μετά έπρεπε να καθαρίζω το τιμόνι από τις ζάχαρες, και τώρα κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και λιάζομαι ενώ η παράξενη οικογένειά μου ανταλλάζει πόκεμον στον καναπέ, και τους παρατηρώ σαν κακομαθημένο μοναχοπαίδι για να βεβαιώσω πως είναι και οι δυο δικοί μου και κανενός άλλου, πως δε θα με προδώσουν για μια χούφτα μαυρισμένα αμελέτητα, και κάθε τόσο κοιτάζω πάνω απ'τον ώμο μου μήπως το γελάκι που ακούω είναι ο καριόλης ο Freud που κρύβεται στους θάμνους της αυλής, που άμα τον βρω θα τον γαμήσω με το φτυάρι της κηπουρικής.

Μανιφέστο - ορυκτή καταστολή

ΟΡΥΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Στις μικρές ώρες μιας ήσυχης νύχτας μισή ντουζίνα νεκροί επισκέπτονται έναν βαριά άρρωστο. Μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα για πάσης φύσεως βιοχημικούς ελέγχους, από κάθε οπή φυτρώνει και ένα καλώδιο, ο συνθαλαμίτης φοράει το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού και το μηχάνημα κάνει τη φασαρία του, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για το παραλήρημα. Τώρα ο βαριά άρρωστος είναι διεγερτικός, θέλει να φύγει, δεν αντέχει να βλέπει τους νεκρούς του, τον φοβίζουν αυτά που έχουν να του πουν. Ξηλώνει τα καλώδια, ζουμιά παντού, τρέχει ξυπόλητος στο διάδρομο της κλινικής, τον προλαβαίνουν οι νοσοκόμες της δύσκολης βάρδιας, τον μοντάρουν. Αυτός τινάζεται, γρατζουνάει με τα γεροντόνυχά του, οδύρεται, προσπαθεί να πετύχει τα στόματα, τον φοβίζουν τα ακατανόητα μουρμουρητά. Μια λάμπα στον προθάλαμο των ασανσέρ μισοδουλεύει, κάθε αναλαμπή της τηγανίζει το μυαλό του αρρώστου, κάθε σβήσιμο φέρνει αιώνιο σκοτάδι και το μαρτύριο κάνει κύκλο. Τον σέρνουν στο κρεβάτι, εκεί που τον περιμένει η αγκάλη του θανάτου, τον ταχτοποιούν, πρέπει να είναι ταχτοποιημένος, αδιάβροχα μιας χρήσης πάνω στα σεντόνια, τον πλένουν όπως όπως, νέος ουροκαθετήρας, νέος φλεβοκαθετήρας, φρέσκα όλα από το ντουλάπι των αναλώσιμων, μόνο αυτός μπαγιάτικος. Απλώνουν το παραβάν ανάμεσα στο συνθαλαμίτη με το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού για να μην ταράζεται από πραγματικότητες που δεν είναι δικές του. Ο παλιατσογιατρός κάνει την εμφάνισή του, μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα, λίστες χιλιομέτρων με πάσης φύσεως αποτελέσματα και φυσιολογικές τιμές, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα παίζουν ένα ξεφτισμένο αριστούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήρθε η ώρα της καταστολής, η ώρα του Αλοπεριντίν και του Στεντόν, και αν δεν πάψει η όχληση και της προποφόλης και των άλλων μαγικών ζωμών μέχρι να περάσει η φουρτούνα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Οι νύχτες είναι ήσυχες για εκείνους που κοιμούνται. Το άρβυλο του κομφορμισμού συνθλίβει τα οστά των αποκλίσεων αλλά μέσα στην έρημη γειτονιά δεν τρέχει κάστανο. Ο θάνατος ανάγεται σε αμάρτημα και σε αποτυχία, η ζωή γίνεται ταμπού και όλοι πρέπει να κρατάμε μυστικά, μη σώσει και τολμήσουμε να κοιτάξουμε την αγωνία στα μάτια. Η διδαχή του Θρασύβουλου για τη φροντίδα των χωραφιών ακολουθήθηκε πιστά, και έτσι ανθίζει ο πολιτισμός -πώς αλλιώς; Οι ηδονιστικές κοινωνίες της ραστώνης ξεριζώθηκαν με μένος στο όνομα του Θεού στις ατόλες του Ειρηνικού, η σύφιλη των εξερευνητών έσπειρε τα πρώτα ψίχουλα ενοχής στους κήπους της Καραϊβικής, η παρφουμαρισμένη δυσωδία του πολιτισμού εξαπλώθηκε με μια μικρή πνοή, ραίνοντας από άκρη σ’άκρη τον πλανήτη με τη χρυσόσκονη του ψέματος, χάρτινη διαστρωμάτωση, καθωσπρεπισμό και ενάρετες ψυχές με τις «σωστές» αξίες στον κόρφο, ευλογίες ισχυρών ανδρείκελων, δημοκρατικές διαδικασίες διά στόματος κακοήθους εξεργασίας από τη μούργα της ημιμάθειας και της παντογνωσίας στο χέρι και στην κάλπη και μέσα από τα παχάντερα της διαφθοράς αναδύονται ως αχνιστά σκατά από τα λαρύγγια των λαδωμένων φερέφωνων, παρωπίδες ραμμένες στη σάρκα των παιδιών που μεγαλώνουνε μαζί τους, το ασφυκτικό πέπλο της κατασκευασμένης φτώχειας, πλαφόν στις χαρές, πλαφόν στις λύπες, μονοπώλια ελευθερίας, δουλεύουμε το φτυάρι για να ζήσουμε, δουλεύουμε το φτυάρι και σκάβουμε τον τάφο μας.