Μέρα 1. Η ευλάβεια των απίστων
Von dir hab' ich geträumt
kniefällig beim Gottesdienst
versunken im Gebet
es regnete in der Kirche
heilige Tränen
über dich flog ein kleiner Amarant
eine flüchtige Flamme
Gottes Fluch, was sonst
du gottesfürchtiger
du redlicher Rohling
deine Schulter tippte ich an:
Wir fahren zur Hölle, Tierchen
sagte ich
Hier bestimme ich, sagte Gott
Ich beobachte mit den Augen des Amarants
Ich durchschaue euch
die Pietät der Treulosen strafe ich nicht.
Du blickte auf und sagtest: Weiter bete ich nicht.
Nehm mich, auf Gottes Befehl.
Und mit großem Eifer nahm ich dich.
Mit der Pietät der Treulosen.
---
Ένας χοντρός γλάρος πέθανε στη στέγη του γκαράζ. Λίγες μέρες μετά τον πήραν δυο ζευγάρια μαυροπούλια μυρωδιά, μαζεύτηκαν και έκαναν συμπόσιο. Λίγες μέρες πιο μετά, δυο μαυροπούλια πέθαναν δίπλα στο γλάρο.
Τρίβω τα δάχτυλά μου μεταξύ τους. Τα νύχια έχουν μισοξεκολλήσει από τις κοίτες και έχουν κάτι διακριτικές γραμμές του Mührcke ή του Mees ή ίσως και ανώνυμες δικές μου.
---
Lyst å møtes?
Βλέπω τις λέξεις από ψηλά ενώ είμαι στο δεύτερο σετ και ο ιδρώτας κυλάει από το στέρνο κατευθείαν μέσα στον κομμένο αφαλό μου. Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό το σώμα και τις καινούριες του πληγές, και ο μόνος τρόπος που έχω βρει για να βγαίνω απ'το κλουβί είναι να γίνομαι κρεατοκέφαλος του γυμναστηρίου όπως όταν ήμουν νέος και ήθελα να είμαι σε ετοιμότητα για ξύλο. Κάνω μπάνιο διεκπεραιωτικά, είμαι παρατημένος, για πρώτη φορά από τα 18 φάνηκε η μοκέτα που ακόμα πάει με τις κουρτίνες. Αποφεύγω το άγγιγμα σα δαρμένο σκυλί, το δικό μου και πιο πολύ των άλλων. Θέλω να τον δω, αλλά δε θέλω να με δει, μόνο τη σκιά μου. Δε θέλω να δει την άγρια μάσκα του Νο, δε θέλω να με δει να τον φοβάμαι. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στο Κόλινγκ ήμουν ήδη άρρωστος αλλά έκανα μόκο. Είχα αποφασίσει πως δεν τον αφορούσε. Η σκιά μου έσκυβε πάνω απ'τη δικιά του στο ντουβάρι και ήταν η σκιά ενός άντρα που άξιζε τον κόπο, όχι κάποιου φυματικού που ξερνούσε αίμα στο νεροχυτάκι της πλατφόρμας. Είχα τα μαλλιά πιασμένα πάνω για να μην του δίνουνε λαβή, φρόντιζε τα πρόσωπά μας να μην έρχονται πολύ κοντά, προσκυνητές προσκυνητές αλλά το τάγμα δε θα μας έκανε κουμάντο. Ήταν η μόστρα που είχαμε να συντηρούμε, μια συμφωνία σιωπηρή, κι ας κρατιόταν από τους ώμους μου σαν πίσω του να ήταν ο ντράφος του διαόλου και μπορούσα να ονομάσω έναν έναν όλους τους μύες στο λαιμό του, παραλλαγή στο γνωστό θέμα.
---
Πίστευα πως ο κόσμος στηριζόταν με ένα από τα άπειρα πόδια του πάνω μου. Οι προσδοκίες των άλλων με κρατούσαν έτσι, όπως μια κοτρώνα σηκώνει το βάρος των άλλων σφηνωμένη στο σωρό. Ένα παιδί φάντασμα με κλώτσησε και όταν βρέθηκα στο χαλικόδρομο πέρα απ'το σωρό φάνηκε το αίμα. Δεν απογοητεύτηκε κανείς, όλοι οι άλλοι ήταν ακόμα πέτρες: τους έβλεπα στιβαγμένους στο σωρό, να στέκονται καλά. Οι προσδοκίες των άλλων; Οι προσδοκίες κανενός. Ηλίθιος και παραπλανημένος. Ο κόσμος δε χρειάζεται γελοίες καρικατούρες του Άτλαντα για να σταθεί.
---
'93 πέρα απ'τον Αρίλλα στα ανοιχτά, απάνω στη Μαγδούλα. Στεκόμουν άκρη άκρη και κοιτούσα το σκοτάδι που έκρυβε το νερό. Κλείσε τα μάτια και βούτα. Άντε. Η μάνα μου ήταν ή εσύ; Φοβόμουν εκείνες τις μεγάλες μέδουσες που είχα δει στη διαδρομή, φοβόμουν το νερό που δεν ομολογούσε. Έλα, χέστη! Με έσπρωξε και έπεσα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από τη μέρα στη νύχτα και ήπια απ'το στόμα και απ'τη μύτη, και το νερό με έκαιγε σαν οινόπνευμα. Sei ein Mann! Η μάνα μου και το πώς έπρεπε να γίνονται τα πράγματα, πάντα με μια γρήγορη μαχαιριά. Η μάνα μου ή εσύ;
---
Sei ein Mann, η ενδέκατη εντολή. Ταμπάκο τοσκάνο στη γενειάδα, λάδι στα μαλλιά και χτένα, πλυμένα γυαλιά, βουρτσισμένα νύχια, φρέσκα ρούχα. Στο Λίμχαμν σε μια γκρίζα πολυκατοικία μοιράζεται το διαμέρισμα με τον Μάρκους, ένα Σουηδό ποδοσφαιρόφιλο. Από την ανοιχτή πόρτα ακούγεται η τηλεόραση που δείχνει μπαλόνι. Ο Μάρκους είναι κομπάρσος, δεν ήρθα γι'αυτόν. Ο ελεγκτής είναι εκεί, με τα μαλλιά στρωμένα πίσω, πρωταγωνιστής κάποιας ταινίας του Κάουρισμακι που είδα φοιτητής.
Vi må være diskrete til han drar, μου ψιθυρίζει κολλητά στο μάγουλο, λες και ακούω από το μάγουλο. Jamen, jeg har ikke været indiskret indtil videre, vel? Hvad siger du, Markus? -Inget potatisspråk, tack. -Værsgo. Roligt.
Μου δείχνει το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί και δείχνει με τα δάχτυλα ''δύο''. Ja, de vakre fingre. -Hold kjeft vær så snill, hva sa jeg akkurat nå? Κατεργάρικη μούρη, όλα τα δάχτυλα στο μέλι. -Jaja, jaja... Κάθε φορά που τον βλέπω είναι σαν να τον πετυχαίνω σε μια στιγμή ανάπαυλας κλεμμένη, σαν να τον κοιτάζω πάλι πίσω από το φιμέ τζάμι της συρόμενης πόρτας που κυλούσε πίσω μπρος ανάμεσά μας όταν γνωριστήκαμε στο τραίνο. Ο ελεγκτής είναι από εκείνους τους εξωστρεφείς κοινωνικούς τύπους που ζουν σε μια μόνιμη φασαρία αλλά όταν βρισκόμαστε βάζει τη ζωή του στο ψυγείο κι εγώ γίνομαι ηδονοβλεψίας.
---
Κουνάει το πόδι νευρικά, κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί, κάνει σνους και πιάνουμε κουβέντα δίπλα στο Μάρκους που βλέπει το μπαλόνι. Μου λέει για τα ψάρια που έπιασε στο Κριστιανσάντ και για την πρώην του τη Σοφίε που είναι πολύ γκαστρωμένη από έναν Σέρβο, μου τους δείχνει στο ίνστα, fy for fa'en hun ligner et luftskib (ανάθεμα μοιάζει με ζέππελιν) λέω και ο Μάρκους γελάει δυνατά και ανεβαίνει σε ένα περίεργο τελεφερίκ που τον πηγαίνει αστραπή από την ψυχαγωγία στην αγανάκτηση, Vem är den här killen? Vad är det för fel på dig? När jag säger något är jag den onde, σταματάει ξαφνικά, ρίχνει μια καλή ματιά και στους δυο μας, κι έπειτα γυρίζει στο μπαλόνι.
---
Όταν ο Μάρκους φεύγει για της γκόμενάς του, το διαμέρισμα μένει ήσυχο σαν να φύγαμε κι εμείς μαζί του. Ακούγεται ο δευτερολεπτοδείχτης του ρολογιού του ελεγκτή, και ο αέρας έξω. Βγάζει το σνους από το στόμα και το κρύβει στο καπάκι. Hva venter du på? Jeg er din. -Din fucking løgnhals, τον φοβάμαι και θέλω να τον χτυπήσω. Θα μπορούσα να ματώσω τη γροθιά μου στο κρανίο του. Αλλά το τάγμα μας έχει γονατίσει. Με συναντάει με το βλέμμα και όπως βγαίνει μια γάζα που ήταν χωμένη σε βαθειά πληγή, η αγριάδα χύνεται από τους κόγχους, τους κροτάφους, το κούτελο, τα φρύδια, τα ζυγωματικά, την ακούω που πέφτει στο πάτωμα, άμμος από τρύπιο σακί. Βλέπω το Θεό μέσα του να λέει με τη φωνή του και το νορβηγικό ρυθμό אנכי יהוה אלהיך (I am the lord thy God), αλλά δε χρειάζομαι πίστη για να υποταχτώ. Η υφή από το μπλε πουκάμισο που είναι από κείνα τα ζεστά που δεν τσαλακώνονται, ο ανοιχτός γιακάς, το άσπρο κοντομάνικο, τα βυζιά του, τα γένεια στο λαιμό, τα κλοπιμαία μου. Βάζει το χέρι του κάτω απ'τα ρούχα μου, βρίσκει τη χειρουργημένη μεριά. Το άγγιγμα με καίει. Μένω και μένει ακίνητος και σιγά σιγά τα νεύρα θυμούνται. Θα μπορούσε να χώσει δυο νύχια σε κάθε τομή και να με ανοίξει όπως τα μαυροπούλια ανοίξαν το κουφάρι του χοντρού γλάρου. Όμως επιμένει να κρέμεται με τα μάτια απ'τα δικά μου, τον καταπίνει ολοένα η προσευχή, και καθώς η προσήλωση ξεπλένεται από μια τρυφερή έκπληξη, ξέρω πως βλέπει το Θεό μέσα μου.
---