© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Para ser bueno hay que hacer el mal

Para ser bueno hay que hacer el mal
pero a escondidas
Para ser bueno hay que hacer el mal
pero a escondidas 

Los espiritus


Σαραντάρα σεφ δυο εμφράγματα και το διάφραγμα τρύπιο απ'την κόκα τα μάτια γυαλιστερά κουμπιά τα χέρια τσιμεντένια τρέμει στη λαβή μου πηχεοκαρπική και καρπομετακάρπια πρώτη, δεύτερη, τρίτη και γυρνάνε οι λεπτοδείκτες τα μπλε γάντια του νιτριλίου η λευκή στολή της ευλογίας τα μαλλιά υλάνγκ υλάνγκ το μουστάκι που γλείφει τα χείλια τα κοκκάλινα καινούρια γυαλιά που γλιστράνε στη μύτη τα μάτια μου τα μάτια της και όλα διαφανή Δεν έχεις ινομυαλγία, δεν έχεις αρθρίτιδα, δε σε πονάω που σε πιάνω σαν φτερό. Αλλά ξέρω πως μετά απ'τα περσινά δεν αντέχεις να ξαναγυρίσεις στη δουλειά. Το τρέμουλο κόβει, ένα πλατύ χαμόγελο μου δείχνει δόντια φροντισμένα, δέκα μήνες κοροϊδία, ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ώσπου να πέσει στον ξερακιανό κοκκινοτρίχη με την πίπα στη βυζοτσέπη της ρόμπας, Το ξέρεις πως έχεις γοητευτική προφορά; Από πού είσαι; της γυρίζω την πλάτη, Fra Før, σα να της έχω πει από πριν, και χωρίς να τη βλέπω βλέπω την απορία της, Før, Föhr και før -στα δανέζικα σημαίνει πριν-, den grønne ø, συμπληρώνω, Tyskland, και αναφωνεί, Μα δε θα το είχα μαντέψει! -Σε στέλνω στην ευχή του θεού, δε χρειάζεται να σε ξαναδώ. -Θα μου δώσεις όμως τη διάγνωση; -Θα στη δώσω. Θέλει να μ'αγκαλιάσει, η μέρα της έχει διορθωθεί, το μέλλον της δεν είναι πια τόσο ζοφερό, τώρα από τα χέρια αυτά που αναδύθηκαν από τα μπλε γάντια του νιτριλίου θα ξεπηδήσει η ελευθερία της και η πρόωρη σύνταξή της και όλα θα γίνουνε καλά.

/

Σπανιόλα, έπιασε δουλειά λάντζα μετά από δυο χρόνια αυτοκαταστροφής, ο γιος της κρεμάστηκε στο υπόγειο το '19, τον βρήκε μπλε μαρένιο, ανέβηκε πάνω να ενημερώσει τον άντρα, κι αυτός μόλις το άκουσε τη μαύρισε στο ξύλο, δυο χρόνια φυλακή στο Sdr. Omme, αυτή στο καταφύγιο γυναικών στο Vejle, και στο τρελάδικο, και λίγο στους δρόμους, και πάλι στο καταφύγιο, και τελικά διαζύγιο και μια γκαρσονιέρα στις εργατικές στο Vollsmose, και τώρα την έπιασε απ'το πλύσιμο ένας πόνος στον αγκώνα, έρχεται με βιαστικό παραπεμπτικό από το γενικό γιατρό που κατευθείαν δυο σειρές και στο ψαχνό μου ψιθυρίζει την ιστορία, μια τοπική για επικονδυλίτιδα, και είμαι διπλοκλεισμένος αλλά δε γαμείς, ο μέγας ευεργέτης ο μέγας ελεήμων, λέω τ'όνομά της, η μόνη μελαχροινή στην αίθουσα αναμονής, αν είχε γατίσια αυτιά θα τα όρθωνε, την εξετάζω, Έχεις χάσει βάρος -Ναι, είκοσι κιλά. Ξέρω κι εγώ κι αυτή γιατί, είναι σαν καμμένο σπίρτο, μαύρο κεφάλι καρφωμένο σ'ένα ξυλαράκι, η δυστυχία χτυπάει πιο εύστοχα τους μελαχροινούς που τυχαίνουν στο βορρά, το σώμα πεινάει για λιακάδα, το υπέρηχο λέει παρακονδύλιες αποφύσεις χωρίς ευρήματα, τα δάχτυλά μου λένε kein Tennisarm, αλλά σηκώνομαι κι ετοιμάζω Depo/Lido μιξ για μπλοκ, πειστικός τόσο που δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά μ'εμπιστεύεται, Δεν είσαι από 'δω, αυτό και που μπορώ να πω το -ρ- στ'όνομά της την παρηγορούν, είναι απ'τη Μαγιόρκα, ήταν εισαγωγή του απήδηχτου Δανού που της έσπασε τα πλευρά, της κάνω τη διήθηση και της λέω αν δε δουλέψει πάρε τηλέφωνο σε μια βδομάδα και την στέλνω κι αυτήν στην ευχή του θεού, έχει περάσει μήνας και δεν πήρε τηλέφωνο, δούλεψε το μαγικό.

/

Μοναχός στη γνώριμη ιεραποστολή, λευκά σεντόνια με γαλάζια σχέδια, μια τάβλα στο ντουβάρι, μπούζι απ'το παράθυρο και το λεωφορείο για Kerteminde κάνει στάση στο υπερπέραν, το ταβάνι κάνει κοιλιά και μου γλείφει το κεφάλι, γονατιστός στην προσευχή, σκοτάδια στην περιφέρεια του πεδίου, πίσω στα παλιά, άντρας σκυφτός άπιστος και κρυμμένος καλά πίσω απ'το μόκο, ο λαιμός σημαδεμένος από θηλιά και από θηλιά, γενειάδα όσο επέτρεπε η φύση χτένα βούρτσα και ήμουν σένιος, τι λάτρα, τι ιστορία, τα μάτια μυωπικά και τρελαμένα, τα χέρια σε γροθιές, τα μάτια μαυρισμένα, τα χέρια πιασμένα και στη γη, από καυγά σε καυγά, μονίμως αρπαγμένος, μονίμως κάπου αλλού, ένας συχτιρισμένος καλόγερος με βρωμόστομα και χαχόλικη καρδιά, μια αγωνία αργή σαν κρύο μέλι, η ησυχία της μονής, η μοναξιά της ησυχίας, χείλη λερά που φιλήσανε και δεν το εννοούσαν, μην εμπιστεύεσαι τους άλλους, μην εμπιστεύεσαι ποτέ, Θεέ μου πώς αγάπησα κρυφά, πέρα δώθε κι ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό, θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο Αμβούργο σα να'ταν χτες, ο Άλεξ χτύπησε με τη δανεική τατουαζιέρα τον ουροβόρο στο κωλομέρι του Γιονάταν κι ο Μπέρτι πήρε το πατσαβουριασμένο τετράδιο με τη ροζέττα που είχα για τα λογοξερατά και είπε αυτό το θέλω στην καρδιά μου, κι έτσι ο Άλεξ για τη φάση και όλοι στα ουήσκια είδαμε τη ροζέττα στο αριστερό ημιστήθιο του Μπέρτι να'ρχεται στο φως, και το αίμα λέρωσε το χαλί, ρε μαλάκες η καρδιά είναι πιο χαμηλά, αλλά ήταν πια αργά, και το πρωί Φριτς Κόλα και σελοφάν και δεν έτρεχε και τίποτα, οι χρόνοι στο ναό είναι συμπτωτικοί, η ιέρεια σκάει μύτη κάθε Παρασκευή και λειτουργεί και όλα μια πλημμύρα, βλέπω τις διακριτικές της ακρωμιοκλειδικές, βλέπω τα καθαρά της μάτια που ως πριν λίγο ήταν σφιχτά κλεισμένα, τη βλέπω πάλι να χύνει αρπαγμένη απ'τους ώμους μου, και πίσω απ'όλα βλέπω ξανά το σκηνικό από απόσταση, ένας μουγγομπάσταρδος σαμάνος με γιατροσόφια της συμφοράς και μπερδεμένα ξόρκια, μια γυναίκα φάντασμα δέκα μέτρα κάτω απ'τα κύματα τυλιγμένη στη φωτιά παρέα με τις σμέρνες, ένας φρουρός του τάγματος της τετραπτυχίας με άκοφτο καυλί, για να πέσουν τα σωστά χαρτιά λιώσανε τα δάχτυλα της μάνας, αν θες να λες το μέλλον πρέπει να πληρώνεις με ό,τι έχεις, το ήξερε πως ήταν αυτή η συμφωνία, κι εγώ μοναχός σε μια ξέρα στο νότιο Ειρηνικό, ποτέ δε μπορούσα να μιλήσω, γι'αυτό και τόσο γράψιμο, μα και να'θελα δε θα της άλλαζα τη ρότα, όπως έστρωσε έτσι να κοιμηθεί, γριά μυταρόλα κραγιόνι και περμανάν, ωρίστε η μάνα του τραπεζιού, πίνει κονιάκ γελάει βραχνά και από την πουδραρισμένη παλάμη πέφτουν σαν φύλλα φθινοπωρινά, ο κρεμασμένος, η τεμπεράντσα, ο τροχός της τύχης, το ένα μετά το άλλο τα χαρτιά βρίσκουνε την τσόχα όπως το μάγουλο τα λευκά σεντόνια παφ πουφ ποφ, αισίως εμείς και γύρω άλλος κανείς, σηκώνομαι γυμνός και πονεμένος και αναθεματίζω τη γριά, χώσε την υπόλοιπη τράπουλα στον πάτο σου, οι χρόνοι είναι τρεις, οι ομίχλες στην ιεραποστολή, ο ωκεανός και το άγιο βιβλίο, και όλοι πληρωμένοι με πληγές σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης.

Nausicaä of the Valley of the Wind





Vento fino, 
vento del mattino

vento che scuoti 
la cima del mio pino

vento che canti, che danzi,
la gioia tu mi mandi 

(trad.)

もうりょう

 



(without death there is no life)

Η υγρασία στάζει απ'το μουστάκι, η σέλα του ποδηλάτου που στέκεται παρακεί έχει φτιάξει λιμνούλα στο βαθύτερο σημείο. Το κρύο δεν κολώνει, μπουφάν, πουλόβερ, πουκάμισο, πετσί, τα κόβει όλα και δε σταματάει παρά όταν βρει τα κόκκαλα. Άπνοια, πυκνά χαμηλά σύννεφα γλείφουν το έδαφος, σε πρώτη όψη λες όμιχλη αλλά όχι, είναι αλλιώτικος καιρός, είναι το ωκεάνιο κλίμα των χαμηλών ακτών, είναι η ανάσα του χειμώνα σ'ένα ανατριχιασμένο σβερκάκι. Γαλότσες, κάλτσες θινσουλέητ 40 χιλιοστών και παρ' όλ' αυτά νιώθω το νερό να μου ρουφάει τη ζέστα. Ο φακός με τυφλώνει, τα βήματά της γίνονται όλο και πιο σαφή καθώς βγαίνει στα ρηχά και ο πάτος γίνεται όλο και πιο κολλώδης και ο εξοπλισμός όλο και πιο βαρύς χωρίς την αρχιμήδεια ευλογία, οι καλαμιές του W a t t e n  λαμποκοπάνε μες στον κρύο τους ιδρώτα, φιλτραρισμένη πίσω απ'το κεντητό τους ξεχωρίζει η χλωμή μου μούρη και το αφρόντιστο μουσκεμένο μουστάκι και η λαβή του φερμουάρ κάτω απ'το στενό πηγούνι σαν να τα βλέπω σε φωτογραφία, και από την ανελέητη μέρα του φακού ανατέλλει ένα κεφάτο σφύριγμα, χαμηλώνω το βλέμμα, να οι γαλότσες μου, με τυφλώνεις, το πνεύμα του βάλτου αντηχεί κοροϊδευτικά, με τυφλώνεις, και ξαναπιάνει το σφύριγμα, σηκώνω το βλέμμα, να ο ουρανός ένα παλιό σεντόνι, το φεγγάρι φαίνεται πίσω από τους υδρατμούς σαν οιωνός αυτοκινήτου πίσω από στροφή σε δασική οδό, μου έλειψες, χαμηλώνει το φακό, το κρύο γάντι μου πιάνει το γενάκι και με γυρνάει προς το μέρος της, Τι είπες; η φωνή ανθρωπινή αλλά η όψη ξένη, η μάπα ζουληγμένη από τη στολή και τη σηκωμένη μάσκα και τα χείλια κωλοτρυπιδιασμένα από τον αναπνευστήρα, ετοιμάζεται να με κατασπαράξει, θα μου φάει τα σωθικά και θα αφήσει το τομάρι μου σαν άδειο σακούλι στην πράσινη λασπερή όχθη, αλλά δε στέκομαι από τύχη στη μέση του πουθενά στην κοιλιά της νύχτας, μια φορά γιοκάι αυτή, δέκα εγώ, μου έλειψες, οι λέξεις αναδύονται απ'το κεφάλι μου σαν σπόροι μανιταριών, ο αιώνιος πυρετός της με τυλίγει σα βλεννώδες πέπλο, ο φακός σβήνει και όλα σκεπάζονται από ένα γλυφό φιλί, δεν είναι αλληγορία, έτσι έγινε ακριβώς, και έπειτα οι κόρες στα πελώρια μάτια της εξαφανίζονται, τα σκίζει η απογοήτευση, τη γέλασα, δεν έχω σωθικά, δεν είμαι καν νεκρός, δεν έζησα ποτέ.

The labyrinth habit


 

Alle naslang wegrannte ich bis ich in die Ecke getrieben wurde und dann Simsalabin wie ein Phönix aus der Asche bin ich mit heiler Haut davongekommen, alles ist mir ein Heimspiel. Nicht schlecht, Herr Specht.