© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στο κάτω κάτω μια δουλειά είναι κι αυτή

Πιάτο καπέλο το κολλημένο ρύζι καυτό κατάπλασμα στη μούρη στα μαλλιά μια κατρακύλα χωρίς φρένο και έπειτα στάση για πειθαρχία πετσέτα στις σακούλες των ματιών εκεί που το δέρμα είναι λεπτό και φαίνονται οι φλέβες και τρίψιμο τρίψιμο τρίψιμο για να ξεπετσιάσει να πάρει φωτιά να γίνει πληγή να ευχαριστήσει τιμωρώντας όπως πρέπει στα γόνατα με το ένα χέρι τεντωμένο σαν ουρακοτάγκου και μια τρεις πέντε κεφαλιές με το δεξιό κρόταφο στο ντουβάρι νταπ ντουπ νταπ και το καρδιοχτύπι από μια λίγη υστερία τριπόδισμα και σκόνταμα και λιποθυμία και προσγείωση με τον εκείνο δεξιό κρόταφο στα σανίδια και ένας ασφυκτικός πονοκέφαλος η φωνή του γονιού που λέει δεν παίζουμε μ'αυτά και το μικροτραύμα του λαβυρίνθου του Μενιέρε και το μόνιμο σούσουρο η δεξιά μεριά το πιο γερό μου χέρι το πιο μαθημένο να χτυπά

με κόβει ένας ιδρώτας στα σπλάγχνα μέσα στην κοιλιά σε βλέπω στο παρελθόν μου και πάνε αυτά πάνε ανεπιστρεπτί τώρα είναι άλλες μέρες άλλοι καιροί, καιροί για νέα ταξίδια και καινούριες γειτονιές και αλλιώτικες τιμωρίες και εμπέδωση ποινής και το κεφάλι κάτω βήμα βήμα ήττα ήττα ίντσα ίντσα προς τη θέωση

το χέρι μου στον ώμο του
το χέρι μου
και
ο κόσμος 

μια βδομάδα λίγο μούδιαζαν τα πόδια του και σα να πονούσε η μέση ε, σ'έπιασε λουμπάγκο, είπανε στα ΤΕΠ τις μικρές ώρες της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, την επομένη ήταν να του κάνω εξιτήριο, σαραντάρης, φρέσκος, με καθαρό πρόσωπο και αυτόφωτα μάτια, έμοιαζε και μια δεκαετία πιο μικρός αλλά να, το χέρι του στον ώμο μου, το χέρι του θανάτου με τα κρύα δάχτυλα τα δάχτυλα δρεπάνια
παρήγγειλα μια μαγνητική εκτός πρωτοκόλλου από ένστικτο, ψέμα και μαλακία ένστικτο, σου λέω ήταν το χέρι του θανάτου, έχει αφήσει μελανιές μια για κάθε δάχτυλο, το ίδιο απόγευμα έτρωγα ψωμί με κρεμμύδια και καπνιστή πέστροφα και έβλεπα πορίσματα και είδα και αυτό απ'το πρωί, μεταστάσεις από τον κόκκυγα ως τη θωρακική μοίρα, αγνώστου πρωτοπαθούς, 
αγνώστου πρωτοπαθούς πένθους
ο Θ9 λιωμένος τον έφαγε ο καρκίνος και οι γλώσσες της πυρκαγιάς είχαν αρπάξει και το νωτιαίο μυελό
και τώρα ήταν ανεγχείρητος η απόφαση του δικαστηρίου η ανελέητη καταδίκη η στιγμή που πήρε την πρώτη του ανάσα στον κόσμο η στιγμή που οι μοίρες έκαναν λογαριασμό και γράψαν το υφαντό του
και έδωσα κορτιζόνες και παρηγορικά και του έδωσα τρεις μήνες ζωή
και το φως εκείνο από τα πετράδια του προσώπου του θάμπωσε και μαλάκωσε όπως τα φώτα στα μαγαζιά όταν σκοτεινιάζει
μα όντως σκοτεινιάζει

με το βρακί στην άσπρη καρέκλα στην κουζίνα περιμένω να ψηθεί το ψωμί
βλέπω το ρολόι μου που ξαπλώνει βγαλμένο παραδίπλα
και σκύβω το κεφάλι κούτελο στο τραπέζι
του έδωσα τρεις μήνες, οι Μοίρες και ο λακές τους
αθάνατες λέξεις από στόμα βλάσφημο θνητού 
μήνες τρεις
και ο θάνατος καθρέφτης της ζωής.

S T U R Z

Γρήγορες συννεφιές γρήγορες βροχές και γρήγορα χαλάζια το κρύο νερό μουλιάζει στα ρούχα οι πατούσες μούσκεμα μέσα στα παπούτσια που δε με χωράνε ακριβώς αλλά ήταν δώρο μελαγχολία της άνοιξης από τη γλύκα στο ποτέ ξανά και ξανά μέσα στη μέρα εδώ στην καρδιά του νησιού στον πάτο του λάκκου που έχω σκάψει με τα νύχια στην κοιλιά του κήτους στα σπλάγχνα του πηγαδιού στην καρδιά του σκότους στο πουθενά η πλάτη μου ανακουφίζεται από το λασποκρέβατο και από πάνω σε εναλλαγή θέες πανέμορφες αυτοβιογραφίες και κύκνεια άσματα τα βλέφαρα ραμμένα ανοιχτά κοιμάμαι ξυπνητός

το πρασινωπό φως του μονόκλινου θαλάμου ο βόμβος του ηλεκτρισμού η ανάσα του θανάτου ο αέρας που ξυρίζει τα επίπεδα νησιά της Βόρειας Θάλασσας με ένα χνώτισμα χωρίς βοή το άδειασμα στο στέρνο το αίμα που χάνεται στο χώμα ετερόφωτο χαλίκι παγωμένο και πυρακτωμένο εκσφενδονίζεται σχεδόν αιώνια στο μαύρο βελούδο του σύμπαντος τελικός τρόμος και στένωση αορτικής ψίθυρος στο πόστο και άγριο φύσημα στη συστολή εκ γενετής τυφλός εκ γενετής θλιμμένος τα χρώματα χλωμιάζουν στο φεγγαρόφωτο της κλινικής το δέρμα φαιό και όλοι έχουν σχολάσει

χρυσός εσταυρωμένος γύρω από εβραίικο λαιμό πίσω στην αρχή στη γένεση στα πρώτα θεία λόγια πίσω στην ελεύθερη πτώση γεννιέσαι και πεθαίνεις ανελέητα η σταύρωση είναι φυσικά αλληγορία δεν είναι θυσία είναι η κάθε μαρτυρία ένα αστροπελέκι και ξαφνικά Άτλας με μια επιθυμία που ζυγίζει όσο όλος ο ουρανός και οι ώμοι ανθρώπινοι ξερακιανοί δριμεία θνητοί κι ο κόσμος γυρνάει τούμπα και μαζί του τα συμπαρομαρτούντα εσύ το καπίστρι σου και η γη που οργώνεις σαν υποζύγιο

οι θύελλες θα επιστρέψουν οι παλίρροιες θα τα πνίξουν πάλι όλα και θα γεμίσει και ο λάκκος μεταξωτό νερό και τότε θα αιωρηθώ προς τα πάνω για λίγο να μην ανησυχείς θα πάρω το μυστικό μαζί μου κανείς δεν πρόκειται να μάθει

x

x
x


x
x

x

και
κανείς δε δίνει μία

באַשערט‎

Το αμάξι απροθυμά να πάρει μπρος, το ακούω πίσω από την ψευτοπαραδοσιακή κουρτίνα εκεί που κάθεται η αλόη που έχει κοκκινίσει από ντροπή. Όταν παίρνει το μαρσάρεις ακριβώς όπως σου έχω πει να μην, οι ρόδες ξεκουνάνε τα χαλίκια που έφερα βουνό και τσουγκράνιζα ένα Σαββατοκύριακο αφότου έλιωσαν τα χιόνια, φεύγεις σαν κυνηγημένη και κάτω στο ισιάδι πρώτη τρίτη πέμπτη όλες τις ταχύτητες σπασμένες οδηγάς σα δεκαεννιάχρονος αγρότης με μεταχειρισμένη σαραβαλομπεμβέ και μικρή πούτσα όταν πρωτοήρθες εδώ το παράπονό σου Όλοι οδηγάνε τόσο κοιμισμένα που δεν έχω ποιανού τη φάρα να γαμήσω και τα παραδοσιακά μπινελίκια περιήλθαν σε αχρηστία, τελοσπάντων ξέρω πού πηγαίνεις πηγαίνεις στο Μπέλλινγκε και εκεί θα πάρεις το Μίκαελ ή Μιχάλη όπως τον λες από τη δουλειά, θα πάτε στο κουτσοχώρι του, θα πας 120 στα 90 και θα κάνετε καλαμπούρι για τα ραντάρια αλλά 40 στα 50 γιατί όλα κι όλα δε θέλετε να πάτε και φυλακή, θα πιεις μια Odense Pilsner ενώ ο Μιχάλης θα κάνει μπάνιο στα γρήγορα, θα εμφανιστεί ένας άλλος με καθαρά χέρια και μασχάλες που μοσχομυρίζουν 1 MILLION ή κάτι τέτοιο τσομπανοτραβόλτικο, θα πάρετε τις μπύρες και τα σνακς και θα οδηγήσετε, δεν ξέρω αν θα είναι αυτός ή εσύ σ'αυτό το γύρο, ως τις δανέζικες Άλπεις που είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα δρόμος, θα παρκάρετε δίπλα από το σκυλόδασος με τα ψηλά δέντρα και την ωραία θέα, τσιγαράκι, μπυρίτσα, πατατάκια, και άλλα τέτοια υποκοριστικά, ο Μίκαελ είναι κοντός, στο ύψος σου, χειρώναξ στην ακμή του, με στρογγυλούς μύες και κιτσοτατουάζ σταυρό στο δεξιό βυζί και μανίκι με νεκροκεφαλές αραχνοϊστό και ένα ρολόι στο δεξί χέρι, είναι βλαχόφατσα, έχει την πιο πλακέ προφορά εδώ την ειδική της Φιονίας και όταν τον ακούω να σου μιλάει στο τηλέφωνο πάντα τον δουλεύω από δίπλα και γελάς, αλλά τώρα ο Μίκαελ χαίρεται τη γλώσσα σου στα στενά του χείλη, τρίβει τα λίγα γένια του στα απαλά σου μάγουλα, σε κοιτάζει μες στα μάτια και σου λέει κάτι απαγορευμένο προφέροντας το όνομά σου ύποπτα σωστά, με περισσή σπουδή, σχεδόν με σεβασμό πιστού, και χαϊδεύεις τα βυζιά του και φιλάς τον άσπιλο λαιμό του και χωράτε τόσο όμορφα στο πίσω κάθισμα και χωράτε τόσο όμορφα ο ένας μες στον άλλον και από δυο χωριά χωριάτες Faaborg και Σταυρός και kryds και tværs γραφτό από αρχαιοτάτων χρόνων στα εγχειρίδια της φυσιολογίας... o mayn basherte.

Ever wonder 'bout you and me
at the bottom of the sea,
while both our souls set sail?

You ever think about both our mouths
'round the barrel of a gun?
Make it fast, won't feel a thing.

MODT. 7 / Αιφνίδια δύσπνοια

25.04.21 / 

Δουλεύω τρίτο εικοσιτετράωρο σερί, είμαι στο πλατύσκαλο της ψύχωσης, είμαι άπλυτος, έχω αλάτια στο κούτελο, τα γυαλιά είναι πιτσιλισμένα με διάφορες αηδίες, έχω κοιμηθεί αποσπασματικά τέταρτα και μισάωρα και λίγα δίωρα εδώ κι εκεί, ο ήλιος που μπαίνει απ'τη τζαμαρία της γωνίας με σκοτώνει, δε μπορεί να λάμπει ήλιος μέσα σ'αυτή τη μαύρη τρύπα, είναι έγκλημα πολέμου, τα χείλια μου έχουνε ξεπετσιάσει κάτω από τις μάσκες και στη γωνία έχει ανοίξει μια μικρή πληγή, αν χτυπήσει το τηλέφωνο άλλη μια φορά θα το ρίξω στη χέστρα και θα το χέσω και θα το κατουρήσω, η ραχοκοκκαλιά μου καίει, σπρώχνω τη βαριά πόρτα και μπαίνω στο MODT. 7 σαν ζωντανός νεκρός με μάτια ανοιχτά που κοιτούν αλλά δε βλέπουν, πιάνω ένα ζευγάρι γάντια μήντιουμ από τη ραφιέρα δίπλα στο λαβομάνο, αυτόματος πιλότος, Τι έχουμε εδώ; -Αιφνίδια δύσπνοια, λέει η αρχινοσοκόμα από δίπλα από το μόνιτορ, η άλλη κάτι πασπατεύει στα ντουλάπια, τραβάω το βλέμμα από το απλανές και τότε βλέπω στο κρεβάτι του MODT. 7 τον ΑΛΜΠΕΡΤ, το ροδαλό του πρόσωπο χλωμομπλαβί, σκεπασμένο με το αναθεματισμένο κουβερτάκι των αρρώστων, από κάτω φοράει ακόμα το κωλάν της ποδηλασίας με τη διαφήμιση CASTROL, το οξύμετρο στο δείκτη, Άλμπερτ, λέω το όνομά του πολύ γερμανικά με κάθε γράμμα στη θέση του, όχι δανέζικα με το πλαγιαστό άλφα και μαλακό ταυ, Άλμπερτ, δυο φορές, χαμογελάει, δε μπορεί να πολυμιλήσει, πετάω τα γάντια και τη μάσκα στο πάτωμα, δεν τα χρειάζομαι για τον αγαπημένο μου ορθοπεδικό, οι διασώστες δίνουν αναφορά, τον βρήκε ταξιτζής πεσμένο στο Μπρανεκίλε, πονούσε πολύ, του δώσανε Κομπιβέντ και Φεντανύλ και οξυγόνο στη Χάντσον αλλά ρίχνει συνέχεια κορεσμό, υγιής κατά τα άλλα, κρίση άσθματος, έμφραγμα; Να το προνοσοκομειακό καρδιογράφημα, -Μια ηπαρινισμένη σύριγγα δώσ'τε μου, είμαι ακόμα ηγούμενος εδώ πέρα, -Τα αρχικά σου; αυτός είναι ο διασώστης ένα με το ηλεκτρονικό σημειωματάριο στο χέρι, η δεύτερη νοσοκόμα μου περνάει με μια κίνηση τη σύριγγα, μια βαμβακόμπαλα και δυο πακέτα οινοπνευματοπανάκια, διαλέγω μεριά στην τύχη, με το ένα χέρι του κρατάω την παλάμη που με εκπλήσσει τόσο κρύα που είναι, με το άλλο τη σύριγγα σαν βελάκι στην κερκιδική, το αίμα παχύ και σκούρο, την κρατάω πίσω από κεφάλι μου και κάποιο άλλο χέρι την παραλαμβάνει, -Θέλετε ακτινογραφία επί τόπου; ρωτάει η αρχινοσοκόμα έτοιμη με το τηλέφωνο για να παραγγείλει, γνέφω όχι, το οξυγόνο είναι στα 15 λίτρα αλλά ο Άλμπερτ είναι μελανής, ακροάζομαι με το πουτανιασμένο στηθοσκόπιο που έχει ακούσει πνευμόνια και καρδιές που από το πλήθος τους έχασαν την αξία τους, σιγή δεξιά, σημεία κόπωσης στο καρδιογράφημα, -Έχεις πνευμοθώρακα υπό τάση, Άλμπερτ, θα σε πονέσω αλλά όλα θα πάνε καλά, η δεύτερη νοσοκόμα έχει ήδη ετοιμάσει το κιτ για Μπυλάου, η φωνή μου στο τέλος της πρότασης σβήνει και εξαφανίζεται και κάπως εξαφανίζομαι μαζί της, ο Άλμπερτ είναι γαντζωμένος από μένα με τα μάτια, -Να μην περιμένουμε τα αέρια; ρωτάει η αρχινοσοκόμα, γνέφω πάλι όχι, σέρνω το στρογγυλό σκαμπώ με τις ροδούδες, κάθομαι και κάνει παφ, πιάνω τα πλευρά, τέταρτο και πέμπτο, μέση και οπίσθια μασχαλιαία γραμμή, πάντα από πάνω, οι τραυματιοφορείς φεύγουν, αποστειρωμένα γάντια για πρώτη φορά με μόνο νοιάξιμο για τον άρρωστο και όχι για τη σωτηρία του κορμιού μου, χλωρεξιδίνη κίτρινη λεμονιά, τρέχει εδώ κι εκεί, λερώνει τα σεντόνια, δεν έβαλα πεδίο, ποιος το γαμάει, λιδοκαΐνη για την παρηγοριά, δεν περιμένω να πιάσει, νυστεράκι γυμνό, τομή, μια σταγόνα αίμα και ένα ρυάκι ιδρώτα από το σβέρκο μου ως την οσφύ, λαβίδα Κέλλυ, λίγο ακόμα αίμα, πονάει, σφίγγει τα τρυφερά του βλέφαρα, πφφφ ξεφύσημα και ο Άλμπερτ παίρνει ήδη χρώμα, δάχτυλο στην τρύπα, ε, ναι, έχω μεγαλώσει πια και δεν ντρέπομαι να πω για τα παρά φύσιν πάθη μου, δεν είναι η πρώτη μας φορά με δάχτυλα και τρύπες, παροχέτα και κονέ στο κιβωτιάκι του Μπυλάου, φυσαλίδες όπως πρέπει, ράβω στα χείλη, κολλάω το παραθυρένιο γαζοπλάστ, έχουμε πολυτέλειες εδώ, οι σφύξεις πέφτουν, το αλάρμ το βουλώνει, βγάζω τα αποστειρωμένα γάντια και του πιάνω το χέρι, οι νοσοκόμες συμμαζεύουν γύρω, -Το ήξερα πως είσαι καλός. Είσαι καλός, λέει, δεν κολακεύομαι, θρυμματίζομαι, γκρεμίζομαι σαν αμμόπυργος, ακουμπάω το κούτελο στο στομάχι του και με ξεφτιλίζει ένα ανεπανάληπτο γοερό κλάμα με χοντρά καυτά δάκρυα που με τραντάζει ολόκληρο, μου χαϊδεύει το κεφάλι και το οξύμετρο πιάνεται στα μαλλιά μου, η αρχινοσοκόμα με πιάνει από τον ώμο και με ρωτάει αν θέλω να βγω έξω, ακούω τον Άλμπερτ που λέει Περάστε εσείς έξω, παρακαλώ, και είναι η φωνή που έχω συνηθίσει στο κάτεργο, εύθυμη και ζεστή και πάντα με λίγη αστειευτική απορία στο τέλος, οι αδυναμίες μου με έχουν περικυκλώσει στρατηγικά και δεν έχω πού να κρυφτώ, σήμερα το πρωί μπανιαρισμένος παρφουμαρισμένος με τα πολιτικά μου με ένα σακούλι σπιτικά κουλουράκια και ένα μάτσο ζουμερές μανόλιες από το μαγαζί δίπλα στο ΝΕΤΤΟ, η αρχινοσοκόμα με πετυχαίνει στο διάδρομο, Μα έπρεπε να καλέσετε άλλον αφού γνωριζόσαστε, έπρεπε να προσέξετε και τον εαυτό σας γιατρέ, με τρομάξατε πολύ. -Χε-χε, η απάντησή μου, χε-χε, ό,τι πιο έξυπνο είχα να πω, τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά, ντρέπομαι φυσικά, αλλά αφού μπόρεσα αυτό, μπορώ τα πάντα, πού να σου γαμήσω για συναισθήματα, τώρα μπορώ τα πάντα, έτσι λέω, και μόλις τον βλέπω στο κρεβάτι με παίρνουν πάλι τα ζουμιά.