Δε θα πω ψέματα, εκείνο το πρωί μετά από μια πιπακωλοβάρδια που με ξύπνησε ξεκουφαίνοντας η κλάψα του Περπινιάδη η πρώτη μου σκέψη ήταν μα τι στο διάολο. Μετά έκλεισα πάλι τα μάτια, σκεπάστηκα πιο βολικά και βρέθηκα στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου στη Β..., μια χειμωνιάτικη καθημερινή, το περασμένο βράδυ το είχα παρακάνει, το μισό κεφάλι μου ήταν πουρές, είχε ξημερώσει προ πολλού αλλά δεν ήταν αυτό που με είχε ξυπνήσει, ήταν η κλάψα του Περπινιάδη. Το σπίτι μύριζε καφέ και τσιγαράκι, έβλεπα θολόν το φυματικό Ρωσοπόντιο απέναντι πίσω από τις κουρτίνες με το βρακί στο μπαλκόνι οκλαδόν, κάπνιζε κι αυτός δίπλα στις μαρμελάδες της κυράς του. Μετά έκλεισα πάλι τα μάτια, σκεπάστηκα πιο βολικά και βρέθηκα στη γκαρσονιέρα στη Δ..., τώρα έχουμε πάει δώδεκα χρόνια πίσω, άκου δώδεκα χρόνια, και δε θυμάμαι ακριβώς την εποχή, πρέπει να ήταν αρχές καλοκαιριού γιατί ήμουν σκεπασμένος μόνο με το κίτρινο σεντόνι με τις γαλάζιες ροζέτες και από κάτω ήμουν γυμνός, το παράθυρο πάνω από το κρεβάτι ήταν ανοιχτό και έκανε ψιλό ρεύμα με τη μπαλκονόπορτα στην άλλη άκρη, ήμουν γουλής τότε και είσαι πολύ αντιληπτικός με τις πνοές του αέρα όταν είσαι γουλής, αλλά δεν ήταν αυτό που με ξύπνησε, ήταν η εκκωφαντική κλάψα του Περπινιάδη, και τότε η πρώτη μου σκέψη ήταν μα τι στο διάολο, απαράλλαχτη στα χρόνια, τώρα πλέον κλασσική.
Μόλις πέρασαν οι πρώτοι μήνες της εγκατάστασης στη Θεσσαλονίκη, τότε τα παλιά χρόνια, ήρθε η απογοήτα. Οι σάπιες πλάκες στα ταβάνια στο πανεπιστήμιο που ήταν σαν γκαστρωμένες και απειλούσαν να ξεράσουν τα ζουμιά της αποχέτευσης πάνω στα αντιδραστήρια που με τόση σπουδή είχα δοσομετρήσει, οι άφαντες χέστρες και οι διαλυμένες τουαλετόπορτες (θυμάμαι μερικές φορές να κατουράω και με το ένα πόδι να στηρίζω την πόρτα για να μη μου την ανοίξει κανείς στον κώλο), η χαοτική κίνηση στην Αγ. Δημητρίου, ο παρακμιακός Μασούτης στη Μανωλάκη Κυριακού με εκείνη την πικραμένη ταμία που έκρινε τι αγόραζες και τι δεν αγόραζες και κάποτε είχε χέσει μια φοιτητριούλα επειδή είχε το θράσος να θέλει ν'αγοράσει ένα τεστ κυήσεως από αυτά που βρισκόταν σε σωρό πάνω στο ταμείο, ο πνιγηρός καιρός και η κολλώδης σκόνη με εκείνους τους αδιαπέραστους ουρανούς, το ξεπαρθένιασμά μου ως νέος οδηγός στις συναντήσεις στην Απ. Παύλου και στο παρκάρισμα στα πλακόστρωτα τετραγωνίζοντας τον κύκλο που με ίδρωνε στις δίπλες της μικροσκοπικής κοιλιάς, το σκυλολόι μετά τσιμπουριών σε κάθε ήσυχη γωνιά, οι Χ.Ο. καθηγητές που βρωμούσαν κιτρινίλα, οι Χ.Ο. συμφοιτητές που βρωμούσαν κιτρινίλα, το χτυκιό που με χτύπησε στο πρώτο εξάμηνο και τουρτούριζα σαν πρέζουλας στη φυσούνα του 5 και εν τέλει οδήγησε στην ανακάλυψη της καρδιακής μου κακοτεχνίας, οι σιωπές, τα πρωινά που δε μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, οι αγωνιώδεις νύχτες που απελπισμένα έψαχνα γιατρικό για μυστικές παθολογίες, δεν ήξερα τι μου έφταιγε αλλά ξαφνικά ήθελα να γυρίσω πίσω.
Όμως άρχισαν σιγά σιγά οι κλεφτές ματιές μέσα από τα δικά σου μάτια, και η απογοήτα άλλαξε μορφή και έγινε κάτι άλλο, έγινε το τοπικό ιδίωμα, έγινε τα ριζίδια των ριζών μου, έγινε vasa vasorum. Η θρησκευτική μοναχικότητα του ανατομείου μετά τις 1600, οι παλαϊκοί διάδρομοι με τα αρχαία μηχανήματα, οι φυλλωσιές έξω από τα ψηλά ιδρυματικά παράθυρα, ο σύλλογος αλιέων και η περισυλλογή στην κυματοσκασιά, το χαρτί που πάντα κάποιος ήταν έτοιμος να παίξει, τα κρουασάν με βερύκοκο, η χαοτική κίνηση στην Αγ. Δημητρίου, οι τρέλες στον περιφερειακό, το σταθερό σχόλιο όταν έβγαινες από το τούνελ να εδώ σκοτωνόμαστε, τα ιστορικά παρκαρίσματά σου μονοτιμονιά που ακόμα τα ζηλεύω, η κόντρα που πήγαινες και πήγαινα τους αγγουροκωλιασμένους και τα επεισόδια που διηγιόμασταν στα τσίπουρα, τα τσίπουρα που με δηλητηρίασαν και έκτοτε ξερνάω με μια γουλιά και το'χεις ακόμα να με δουλεύεις άντρας που δε μπορεί το τσίπουρο αρχίδια άντρας, οι νύχτες στο Αγγελοχώρι μες στο αμάξι με τις στάλες της βροχής να πληθαίνουν και να πληθαίνουν και τα λιγοστά φώτα να μπερδεύονται, η θαλασσίτσα (δηλ. ο Θερμαϊκός) και το αεράκι (δηλ. ο βοριάς), το τσιμεντένιο δάσος της μιζέριας και η επαναστατική θαλπωρή του να ευημερείς εκεί μέσα χωρίς την ευλογία της κρετινικής ευτυχίας, ο πεταμένος καναπές κοντά στο προξενείο που απέκτησε καθρέφτη και τασάκι, η ποδαράδα από το τέρμα της Μίκρας στο κέντρο και μετά που με τη μέση κομμένη καθόμουν στην καρέκλα στη Ζώγια και έπινα έναν γαλάζιο κήπο που θεράπευε τα πάντα, έξω τα λεωφορεία ουρά στη Βενιζέλου, δεν ήξερα τι μου συνέβαινε, αλλά να...
Όλα εδώ μέσα είναι ρε, όλα εδώ, και χτυπάς τον κρόταφο με τον τεντωμένο δείκτη. Διαφωνούσα για χρόνια, ήμουν αβάσταχτα θυμωμένος με όλες τις εξωγενείς μαλακίες που μου σαφράκιαζαν τα νεφρά από την πίκρα, μέχρι εκείνο το απόγευμα στα ανοιχτά του Μπέργκεν πάνω στην πλατφόρμα που στεκόταν σαν τρίχα πάνω στο δέρμα κρεμασμένου που τον φύσαγε δυνατός χειμωνιάτικος αέρας, μέσα στη μέθη της μοναξιάς κράτησα τα μάτια ανοιχτά να δακρύσουν από την πούντα, και το μήνυμα αναδύθηκε από τα έγκατα των σπλάγχνων μου και έκαψε τα οστά και τα πετσιά μου, ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ. Από παιδί ροπή στην αυτοτιμωρία, εγώ ο εμπόλεμος, εγώ ο απελπισμένος, ισορροπώντας στο λεπτό σύνορο ανάμεσα στην παραίτηση και την υπομονή, αργότερα πήρα είδηση πως είμαι στη χρυσή τομή, εκεί ακριβώς που βρίσκεται αυτό που λέμε σθένος. Όλα εδώ μέσα είναι ρε, όλα εδώ, και χτυπάς τον κρόταφο με τον τεντωμένο δείκτη. Όταν κλαις σιωπηλά και οι φαβορίτες σου σγουραίνουν δεν ξέρω τι να κάνω, δεν έχω συνηθίσει να σε βλέπω να λυγάς και μισοπαραλύω, αποφασίζω μια αστεία απόπειρα να σε παρηγορήσω, και εξυπνακίστικα λέω μα αφού όλα είναι εδώ μέσα, ρύθμισ'τα να πάνε στην ευχή, διέσχισες το ευρύχωρο σαλόνι και μου άστραψες ένα χαστούκι κατευθείαν στο αυτί, κάθε φορά που το σκέφτομαι ξυπνάει ξανά το βουϊτό.
Στη σοφίτα του πατρικού σου, μπανιαρισμένοι και ξαρμυρισμένοι αμφότεροι μετά από μια παρατεταμένη τύποις εφημερία στη βάρκα, μέσα έξω απ'το νερό η συνταγή του εγκαύματος για κάτι χλωμά πρόσωπα σαν και του λόγου μου, μια ο ένας μια ο άλλος για βουτιά από το χάραμα ως τη δύση, όλα μου τα μούσκουλα ευδαιμονικά κουρασμένα και ζεστά, εσύ ηλιαρπαγμένο φρούτο Χαλκιδικιώτικο, άχνιζες μες στην άπνοια, στάθηκες απέναντί μου, πιάσε με, είπες κι έτεινες τα αντιβράχια, ναι, δοκίμασε να με κρατήσεις, υπάκουσα, έσφιξα γερά το εγγύς τριτημόριο του πήχη σου και στις δυο πλευρές, και σα δεντρογαλιές γλίστρησαν τα δικά σου χέρια και μ'άρπαξες και έλυσες τις λαβές μου, βλέπεις, κάθε λαβή σου μου δίνει λαβή, δράση αντίδραση, αν πιάνεις σημαίνει πως είσαι έτοιμος να πιαστείς, και αν δεν προλάβεις σ'έκανα πέρα ή τις έφαγες, κατάλαβες; Δοκίμασε πάλι, πιάσε με, να, και γύρισες την πλάτη, σε έπιασα κεφαλοκλείδωμα, οι δεντρογαλιές πάλι χώθηκαν γοργά και με άρπαξαν να με λύσουν σαν κορδόνια αρχαίων παπουτσιών, σου άρεζε πάντα να παίζεις έτσι λιονταράκι, και όταν ερχόταν η ώρα έριχνες και ξύλο που δεν το'βαζε ο νους σου, η μάνα σου το'φερε βαρέως για χρόνια που σε είχαν αποβάλει κάποτε γιατί πλακωνόσουν με τους άλλους στο χωριό, κάτι μάθαινα κοντά σου, αλλά ήταν το δούναι και λαβείν, μια αμοιβαία περιστασιακότητα, κάτι σου μάθαινα κι εγώ, βάλε το αυτί σου στο στήθος μου και άκου τους λεπτούς τρίζοντες, το θαλάσσιο ψίθυρο μέσα από το ναυτίλο, το καρδιογενές άσθμα, πιάσε τις πετέχειες ως αστερισμούς σε πέτσινο στερέωμα, δες τα νερά της φωτοτοξικότητας από το ταμποκόρ, εγώ κωλότρυπες θα ράβω, δε χρειάζομαι τις παθολογίες, και χωνόταν ο πατέρας σου από τη θέση του τραπεζοβασιλιά με το στόμα γεμάτο κολοκυθάκια με πατάτες στο φούρνο, χειρουργός που ξέρει παθολογία είναι θεός, να το θυμάσαι, ο πατέρας σου με είχε σε εκτίμηση από παλιά, κάποτε με είχε πάρει παρακείθε δίπλα στα βαρέλια και μου εξομολογήθηκε πως τον ταλαιπωρούσατε, θα ήθελε να με έχει παιδί του γιατί δεν ήμουν πονοκέφαλος, επειδή ακριβώς δεν ήμουνα παιδί του. Είχες πει κατηγορώντας σχεδόν το'χουνε σκεφτεί, το ξέρω πως το'χουνε σκεφτεί, κι εγώ αφελής καθόμουν στο κρεβάτι σου γυμνός δεν ήξερα τι είχανε σκεφτεί, οι πατεράδες μας, εμάς μαζί, τι, όχι; Ξέρεις κι εσύ πως το σκέφτονται και τους καλοπέφτει. Μαστιγωμένοι από τα καπρίτσια της μιας και της άλλης επαρχίας, μα ναι, βέβαια, όταν το ανέφερες το αναλογίστηκα και έκτοτε το έφερνα στο νου μου μια στις τόσες, και μου προκαλούσε αμηχανία, δεν ήθελα να με σκέφτεται κανείς τόσο ευάλωτο και τόσο καυλωμένο, πόσο μάλλον οι πατεράδες μας, ήταν ξεβρακωτικό.
Η ενδελεχής μελέτη της νοσταλγίας, το μονοσέλιδο έργο της ενήλικης ζωής μου, η σύνοψη: τα ταξίδια μέσα στο Ρούνγκχολτ και στο Νορντφρίσλαντ διασχίζοντας βουβά τα σεντόνια της ομίχλης με το κούτελο κολλημένο στο νωπό τζάμι. Όταν μεγαλώνεις σε ένα κωλονήσι στο έλεος της άμπωτης και των μηχανοστασίων μαθαίνεις την υπομονή, όπως λέει και ο Τάτσης θα περιμένωμε ώσπου να γυρίσει ο καιρός, τι άλλο; Και πάντα το απέναντι είναι και σπουδαίο και απειλητικό, το αχανές απέναντι, η κλειστοφοβία των τόπων που δεν έχουνε ακτές, και πάντα περνώντας απέναντι έχω το ένα παπούτσι αφημένο στο νησί σαν πριγκιπέσσα. Σκάβω, σκάβω εντός μου με τα χέρια φτυάρια, λες για να με θάψω μέσα μου και να μη με ξαναδώ, και σκάβοντας έρχονται στην επιφάνεια γεωσκούληκα και γυμνοσαλίγκαρα και ασπρουλιάρες νύμφες που δεν πρέπει να τις βλέπει το φως του κόσμου, δεν πρέπει να τις βλέπει κανένα μάτι. Ακούς ποτέ το φύσημά σου; -Όχι. Ακούω μερικές φορές το κλικ και με πονάει το στέρνο. -Σε πονάει επειδή το ακούς. Ναι, για τ'ανάθεμα, επειδή δεν είναι για να τ'ακούω, συμβαίνει από λάθος. Πήρα υπό μάλης μέρες εδώ κι εκεί διάσπαρτες σε χυλώδη μεσοδιαστήματα, από το ένα στο άλλο νησί, από το ένα στο άλλο λιμάνι, από το ένα στο άλλο αεροδρόμιο. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί είχαν την πυρετική γυαλάδα που τους δίνει το παραταξίδεμα, βρήκα με τη μούρη τον πάτο του πηγαδιού πολλές φορές, και όταν κατάφερνα να γυρίσω στην πλάτη μου και να κοιτάξω κατά πάνω έβλεπα τη φάτσα σου με το τσιγαράκι και το επικριτικό ύφος για μια μικρή στιγμή, και μετά κάποιος μου πετούσε το σκοινί και πάντα αργά ή γρήγορα το'πιανα και σκαρφάλωνα πάνω ντροπιασμένος, ώσπου έφτασε εκείνος ο Αύγουστος, που το πηγάδι ήταν τίγκα στη λάσπη του τύφου που θέριευε όλο το καλοκαίρι, και μου πέταξες το σκοινί και αποφάσισα να κρεμαστώ. Αλλά πάλι με είχες προλάβει, και το σκοινί που μου'ριξες εκείνη τη φορά ήταν σκάρτο και έσπασε πριν προλάβω να αποχαιρετήσω τα εγκόσμια. Έμεινα στο μούργο κλωσσώντας την αποτυχία μου για μήνες, από το τηλέφωνο μου είπες κλείσ' τα μάτια και βούτα στο σκατό, στην άλλη άκρη της κωλότρυπας είναι το στόμα, και θ'αναδυθείς από το ξερατό σαν άλλος φοίνικας, και γέλασα και ανακάλυψα πως δε χρειαζόμουν το σκοινί, βήχοντας και κλάνοντας μπορούσα να σκαρφαλώσω στα γλιτσερά πετρότουβλα μέχρι πάνω και τώρα; Τώρα πηδάω στο χτυκοπήγαδο γι'αστείο, έμπειρος μουργοδύτης.
Μες στο αίμα σου κολυμπάει ο χρόνος μου
η λόξα είναι στα καρωτιδικά σωμάτια
από εκεί με παίρνει και μ'αφήνει το σκοτάδι
από εκεί με πιάνεις και με χρήζεις και με αφορίζεις
ο Θεός να σε φυλά με τα δικά μου χείλη.