Αργά το απόγευμα. Περιμένω να κάψει το σιδεροτήγανο. Το αλεύρι κάθεται μες στην κούπα που έπεσε και το σμάλτο έσπασε στο χείλος και έφυγε ένα κομμάτι σαν κάποιος να το δάγκωσε. Ανάπαυση εν αναμονή. Η κουβέρτα που έπλεξε η μακαρίτισσα η πεθερά είναι διπλωμένη τέσσερεις φορές πάνω στην καρέκλα για να μην κρυώνει ο κώλος μου. Το φως από το παράθυρο συναντάει το φως από το γατολαμπατέρ και εκεί στο ένωμα είναι τα σταφύλια και τ'αυγά. Το βιβλίο αντί ρολογιού. Διαβάζω μια σελίδα και η κρέπα θέλει γύρισμα. Άλλη μια και είναι έτοιμη. Σύστημα.
-Μίλησα στη Σουκριγιέ.
Τώρα δεν έχω διαφυγή. Βολεύομαι πάνω στη διπλωμένη κουβέρτα. Πιάνω τα ξερακιανά γόνατά μου. Το δέρμα είναι ελεεινό. Βλέπω σχεδόν τις ίνες των μυών μου. Μια μέρα θα γίνω ένας από εκείνους τους σαρκοπενικούς γέρους με το μικρό μπακάκι. Από το παράθυρο έξω όλα μούσκεμα. Τα χρώματα πιο έντονα μετά από τη βροχή. Μίλησα στη Σουκριγιέ, όχι Μίλησα με τη Σουκριγιέ.
-"Από πότε είσαι γκέη δηλαδή;", μιμούμενος τη Σουκριγιέ. Και μετά, με την κανονική του φωνή: Δεν είμαι γκέη.
Σηκώνομαι να βάλω την πρώτη κρέπα. Χωρίς το σύστημα πρέπει να είμαι σε εκγρήγορση. Του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζει να μιλάει, συνεχίζω να ακούω. Μιμείται τη Σουκριγιέ απανωτές φορές. Η φωνή του ανεβοκατεβαίνει, όπως των ψυχωσικών στα τρελάδικα που διαβουλεύονται με τους φανταστικούς τους στρατηγούς. Περιγράφει το βράδυ της Τετάρτης. Ως εδώ με το δούλεμα. Δεν το είχε πλάνο να τ'ομολογήσει. Το αποφάσισε εν θερμώ. Η Σουκριγιέ ήταν ανήσυχη, εκείνη η διαβρωτική αμφιβολία την είχε τουμπάρει. Η αμφιβολία, πιο καυστική κι από βιτριόλι. Κάτι έχει αλλάξει εδώ και δυο τρία χρόνια, δεν είναι αυτός που ήξερε. Πήρε σβάρνα τις ρητορικές ερωτήσεις, ούτε που περνούσε από το νου της πως θα ήταν κάτι τόσο πεζοδρομιακό. Την έκοψε. Βρίσκομαι με τον Φ. Έτσι μου είπε πως της είπε. Ποιον Φ.; Τον Φ. της Ν.; -Ναι.
Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Είναι αρκετά παραδοσιακή. Ή είσαι πούστης ή δεν είσαι. Ή είσαι παντρεμένος ή δεν είσαι. Δυναμική μουσουλμάνα, αμάντηλη αλλά όχι ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι μια Τουρκάλα απ'το Ρέγκενσμπουργκ, από αυτές που πήγαν κανονικό σχολείο και πανεπιστήμιο και κάνουνε καριέρα, αλλά στέκονται προσοχή στους πατεράδες τους που είναι μουστακαλήδες και έχουν λαμαρινάδικο ή ρεστωράν, και δύσκολα τους ξεχωρίζεις από τους άλλους, που στέλνουνε τις κόρες τους στα τούρκικα σχολεία και τις φοράνε τη μαντήλα και τις παντρεύουν στην Τουρκία με εγχώριο παπούτσι. Αντί για το Ρέγκενσμπουργκ, το σόι της Σουκριγιέ βρήκε άκρες στην Κοπεγχάγη. Πιο καλά λεφτά, πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση, μικρότερο το γκέτο, ευοίωνες προδιαγραφές για τη Σουκριγιέ που επιβεβαιώθηκαν, διδακτορικό, καλά μισθά, επιφανής εκλεγμένη στη δανοτουρκική ένωση, πολιτικός γάμος έξω απ'τη μειονότητα, με τύποις προτεστάντη, πρόοδος. Από πότε είσαι γκέη δηλαδή; -Δεν είμαι γκέη. -Με κοροϊδεύεις; Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Χαστούκι από το πουθενά. ΣΛΑΤΣ. Της κόστισε στη γυναικεία της υπερηφάνεια και στη θρησκευτική της υπερηφάνεια και στην κοινωνική της υπερηφάνεια. Πλήγμα. Όλες οι υπερηφάνειες στα γόνατα. Όπως ο Άλμπερτ στη ζούλα. Τον φαντάστηκε σίγουρα, παραστατικά πίσω από τα μάτια της, τον φαντάστηκε βρώμικο και γελοίο. Τη βλέπω εμπρός μου με εκείνο το σφιχτό χαμόγελο που κρύβει τα δόντια και το λαμπερό σκουλαρίκι στη μύτη, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά, τα αλφαδιασμένα φρύδια, ακούραστη ακόμα και μετά από νυχτέρι, με τις βαμμένες βλεφαρίδες που κάνουν μικρούς κόμπους, σα γυναίκα σε γιγαντοαφίσα, σαν γυναίκα από διαφήμιση ιδιωτικής κλινικής με το στηθοσκόπιο κολιέ και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός από το στήθος.
Την κυρίως Σουκριγιέ την ξέρω απ'τον Άλμπερτ και απ'τη γυναίκα μου. Στο νου μου είναι χαλκομανία. Την έχω δει φευγαλέα στη δουλειά εδώ κι εκεί. Ίσως έχουμε μιλήσει στο υπηρεσιακό κάνα δυο φορές. Γνωριστήκαμε κανονικά την Πρωτοχρονιά που πήγαμε προσκεκλημένοι. Είχε φτιάξει ταβούκ κιοκσού και παπουτσάκια που τα είπε στα τούρκικα και δε θυμάμαι τη λέξη. Την ενδιέφερα, όχι επειδή είμαι και τόσο χαρισματικός. Την ενδιέφερα επειδή πίστευε πως είχα κάτι κοινό με τον Άλμπερτ, όπως αυτός, έτσι κι εγώ πλάι σε μια δυνατή γυναίκα όπως η ίδια της. Στ'αλήθεια αυτό που την κέντριζε είναι πως έχω κάτι κοινό με εκείνην, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου μυστικό για να τ'ομολογήσω. Την απασχολούσε γιατί δε με πέτυχε όταν ο Άλμπερτ έπαθε τον πνευμοθώρακα, ήθελε να μ'ευχαριστήσει και τα λοιπά. Όλα καλά, χωρίς εκπλήξεις. Καριερίστα με αυτοπεποίθηση, ούτε μύγα στο σπαθί της και, ανάθεμα, είναι κοφτερό σπαθί, πήρε ειδικότητα στα γρήγορα, βέβαια πριν απ'το σύζυγο, βαριά χειρουργεία, αρθροπλαστικές, πολυτραυματίες, απέραντες υπερωρίες, δε σταματάει πουθενά, ξαρχιδώνει σφίχτες στους προθαλάμους για χόμπυ, η κτηνοτρόφα με τη λάμα και το κοπάδι γουρούνια την εποχή του ευνουχισμού, μια ιστορία που λίγο πολύ την ξέρω απ'τα μέσα, τα γνωστά γερμανικά χοιροτροφεία, οι γουρουνοσχολές, αλλάζουν οι σημαίες αλλά το κρέας είναι διεθνής σταθερά. Εγώ κι ο Άλμπερτ διάχυτοι, και οι δυο με μια μισοαρχινισμένη παρατημένη ειδικότητα στην πλάτη και άλλη μια, αποπροσανατολισμένοι, ανεστίαστοι, όλα μονίμως πιο δύσκολα για μας παρά για τις γυναίκες μας, όλα κάπως λάθος, λες από κάποια εγγενή αδυναμία, έτσι φαίνεται, δε λειτούργησε καλά η φυσική επιλογή.
-Θα τον σκίσει η Σουκριγιέ, θα του διανοίξει την κωλότρυπα όπως ο μετροπόντικας διανοίγει τα λαγούμια στη Σαλονίκη, αυτή είσαι εσύ, μικρή μου, κάποιο βράδυ, ενώ ξαπλώνουμε με τα φώτα σβηστά στο ίδιο μαξιλάρι, και ακούω τη φωνή σου στ'αυτιά μου και στα κόκκαλά μου. Η Σουκριγιέ είναι γεννημένη πετυχημένη, καταλαβαίνεις;
-Τι θέλεις να γίνει τώρα;
-Δεν ξέρω.
Γυρίζω την κρέπα. Είναι ματσαλιασμένη. Πάντα η πρώτη είναι με τερατογένεση. Μετά βρίσκω τη ρέγουλα και όλες είναι όμοιες και ομαλές. Ησυχία για λίγο. Μόνο ο ήχος της εστίας τσακ, ο θερμοστάτης ανάβει και σβήνει, και το σιγανό πφφιιιιιιτ ιιιιτ της κρέπας που υποφέρει.
-Δε σου πάει η καρδιά να το πεις, ε;
-Όχι, γιατί ξέρω τι θα απαντήσεις.
Θα έπρεπε να είμαι κολακευμένος αλλά είμαι θυμωμένος. Θέλω να του πω Αφού σου είπα... αλλά η σκέψη ρίχνει λάδι στη φωτιά, με θυμώνουν οι αναδρομικοί γνωστικοί πιο πολύ απ'όσο με θυμώνει που έκανε ακριβώς αυτό που τον συμβούλεψα να μην κάνει. Μέσα στο στρογγυλό γουλένιο πλανήτη που έχει για κεφάλι τα πιατίνια δίνουνε ρεσιτάλ και τ'ακούω ως εδώ, κάτω από το δικό μου κεπέγκι, στα προάστια των Σοδόμων.
Πάλι η Σίσσι και τα κλισεδοτσιτάτα της. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που την είδα τελευταία φορά, αλλά τώρα μπορώ μόνος μου να συνθέσω κλισεδοτσιτάτα σα να τα λέει αυτή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω 839 κορώνες. Αυτό μάλλον δηλώνει πως η Σίσσι έκανε καλά τη δουλειά της, και η ψυχοθεραπεία λειτούργησε, ή τελοσπάντων, άναψε μια λάμπα μέσα στην κοιλιά μου και τώρα η ενδοσκόπηση είναι πιο αποδοτική, γράψε τις δικές σου μοτιβέησοναλ κλισεδιές για τη θεραπεία της θλίψης. Σύνηθες πρόβλημα, οι άνθρωποι εξαρτούμε την ευτυχία μας από τους άλλους. Δε μπορείς να περιμένεις από τους άλλους να φροντίσουν για την ευτυχία σου. Πρέπει να τη διεκδικήσεις. Κανείς άλλος δε θα φροντίσει, αυτά είναι κατάλοιπα παιδικά.
Η κουζίνα και το μπάνιο είναι απέναντι, από τις ανοιχτές πόρτες αναθυμιάσεις χλωρίνης ανακατεύονται με τους κρεπατμούς. Σειρά σου να συμμετάσχεις στην κουβέντα (στα ελληνικά γιατί είναι πολύ πριβέ το ζήτημα).
-Να σε πάρει κι εσένα και τα κωλομαλλιά σου, σαράντα λεπτά το κωλοσίφονο, είχε στουμπώσει, και τι έβγαλα από μέσα, ναι είχε και δικά μου, αλλά τι θα γίνει, θα καραφλιάσεις επιτέλους; Τρίχες μάτσα, μαλλιά του πρίγκηπα, μάτσα! Θες να'ρθεις να δεις;
-Όχι, δε θέλω, άσε με θα κάψω τις κρέπες.
-Τι γίνεται όμως πριγκηπάκο, είσαι αγχωμένος; Γιατί τόσες τρίχες για πέταμα;
Οι κολοκυθοκρέπες κάνουν πύργο. Στέκομαι με το σωρτς Τσάμπηον με την τρύπα λιωσίματος στο κωλομέρι εμπρός από την εστία, χωρίς φανέλα, δεν ξέρω πού προσγειώθηκε, κάπου πέρα στα κουτιά που μαζεύουμε για τη μετακόμιση, το παράθυρο ανοιχτό, ιδρώνω, πάντα στο τέλος της μαγειριάς ιδρώνω από τη ζέστη που φυτρώνει από τα σύνεργα, σ'αυτό το σπίτι όταν μαγειρεύουμε είμαστε γυμνοί απ'τη μέση και πάνω, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλμπερτ κάθεται στην καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι. Δε μιλάει άλλο. Τα τροφαντά κοκκινωπά του βλέφαρα είναι κατεβασμένα ρολά, ταχτοποιεί το μαγαζί του. Όλα είναι της σαρκός, και η ψυχή μαζί, αλλά κάπου σκάει το κύμα και απ'τα βρεγμένα βρίσκεσαι στα στεγνά, και σαν να έχεις μόλις φορέσει τα καλά γυαλιά σου, αποκαλύπτονται καινούρια περιγράμματα, η σάρκα εδώ, η ψυχή εκεί, σαφώς ξεχωρισμένα.
Γελάω μόνος μου πάνω από τις κρέπες, το νοικιασμένο διαμερισματάκι του ισογείου, δίπλα στο μαλακόγερο Άρνε που μας χαζεύει πίσω απ'τις κουρτίνες, οι χοντρές αδερφές του πρώτου ορόφου, τα ποδήλατα στο στέγαστρο, ο Νικολάι του υπογείου που παίρνει ντελίβερυ και πάντα τ'αφήνουνε στη δικιά μας πόρτα και πηγαίνεις με τη ρόμπα και του δίνεις το πακέτο από το σουσάδικο και σίγουρα τον παίζει για πάρτη σου, οι σκυταλοδρομίες των μετακομίσεων, τα λεξικά δίπλα στη χέστρα, τα πράγματά μου στο συρτάρι του παιδικού μου φίλου, οι μικροί και οι μεγάλοι έρωτές μου άμμος και αμμοβολή, ανθρωπάρια του Πένφηλντ, καρικατούρες που περιφέρονται από σελίδα σε σελίδα σε κιτρινισμένους άτλαντες, μαλλιά του πρίγκηπα στο σιφόνι, ο εστεμμένος, εκείνος ο ίδιος που όταν πριν χρόνια μια γκόμενα έκλαιγε στον ώμο του γελούσε βουβά σαν ψυχασθενής, ένας εγωπαθής ερημοσπίτης όπως
ο πατέρας του πατέρα μου, εγώ λοιπόν, ο μεγάλος πειρασμός. Μα τι στην ευχή;
-Γιατί γελάς;
-Γιατί είσαι ένας χαζοβιόλης. Κι εσύ και όλοι.
Ένα μουνί σε πετάει από το πουθενά στη μέση του κόσμου, και ξαφνικά αβοήθητος και άχρηστος σαν γυμνοσάλιαγκας πρέπει να παλέψεις με τη μοναξιά ώσπου να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγαλύτερό σου φόβο.
Σκατά επινόηση.