Στον Άλμπερτ. Είσαι το φως του σκοτεινού μου κόσμου
ALBERT, DU ER MIN DUNKLE VERDENS LYS.
Είμαι μόνος.
Είναι η ώρα που απέναντι μυρίζει το βρεγμένο χώμα,
η ώρα που πέφτει η καλοκαιρινή βροχή,
η ώρα που δε βγαίνει το χαρτί, η σκαλωμένη ώρα.
η ώρα που δε βγαίνει το χαρτί, η σκαλωμένη ώρα.
Υπάρχει ένα εύκολο τερτίπι για να βγει: να κλέψω.
Ο κόμπος που βρίσκει στη χτένα του θανάτου κόβεται αν κλέψεις
κι ανάμεσα απ'τα δόντια περνάνε σαν μετάξι τα μαλλιά
Aχ, γιατρέ! Κάτι πρέπει να κρατάς και μυστικό.
Ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη και το ταξίδι της υπομονής
οι θάλασσες που θα ξαπλώσουνε πουτάνες ανάμεσά μας
δε κάνουν σε κανέναν χάρη. Θέλουν τύχη
το μόνο συνάλλαγμα που περνάει στα μέρη αυτά
αλλά εγώ θα κλέψω.
Όχι από αφραγκιά, από απληστία.
Ιστορία με όλα τα ποικίλματα και τις αποτζιατούρες
ο Θεός, ο θησαυρός, ο κλέφτης
μια παρτίδα βγαίνοντας να βγάζει όλα τα χούγια
μια παρτίδα βγαίνοντας να βγάζει όλα τα χούγια
το χέρι είναι κακό, κρύο και ιδρωμένο. Χέρι ερωτευμένου.
Η ώρα κάνει κόνξες, γι'αυτό θα σκοτωθεί
ώσπου να σε ξαναδώ θα πέφτει σαν άτυχος στρατιώτης
που ζει το τέλος του σαν επίμονο εφιάλτη
θα πέφτει και θα πέφτει
μαζί με το δύσκολο χαρτί
από ένα χέρι που δεν το'βαζε το μάτι σου πως το'λεγε η ψυχή του.