Περί ου ο λόγος
τα χρόνια του εσταυρωμένου
οι μέρες του υπομονετικού θανάτου
βροχή και μισοξαστεριά μαζί
ο Θεός με το'να χέρι σε καρπαζώνει
και με τ'άλλο σ'αρπάζει από το σβέρκο να σταθείς
ο φόβος ήρθε και με βρήκε εκείνη τη φορά
ούτε δέκα μίλια ΒΑ απ'τη Σορροσουέλα
και όταν κακοδρασκέλισα απ'το ντόκο στο Normand Prosper
και μετά μισή ώρα απ'τους Οθωνούς με το Σπύρο μπερδεμένο
και τότε που γύρισε η παλίρροια νωρίτερα στο Ούτερζουμ το '98
και τα παραμάζωσε όλα κι έτρεχα πλημμύρα στον ιδρώτα και η λάσπη μου ρούφαγε τα πόδια
ο φόβος ξέρει πού να σε βρει
πώς να σε δέσει πότε να σου κλείσει το στόμα
ο φόβος σε ξέρει καλύτερα από σένα
ο φόβος έπαιζε κι εκείνον τον αξημέρωτο έβενο χωρίς τα φώτα του Άη Στέφανου
η θύελλα κουτάλιαζε το νησί κι άνοιξε πάνω απ'το κρεβάτι μου το διπλό παράθυρο και μπήκε μέσα όλη η θεομηνία με τα ξηλωμένα κλαδιά το χώμα κι όλο εκείνο το νερό ξύπνησα απ'τον κρασωμένο λήθαργο άνοιξα τα μάτια ανασηκώθηκα και είδα τη χερούκλα του Θεού που μ'έπιασε από το λαιμό και με ζύμωσε σα φιγούρα από μαρτσιπάν.
Το τέλος δεν είναι μυστικό.
Το αίμα πνεύμα σταγόνα στον ωκεανό.
*
DEATH IS NOTHING TO FEAR