Θαλασσομίχλη και τα τζάμια όλα της φάτσας έχουνε γίνει φιμέ. Κουκουλώνομαι με το γερμανικό μου επενδύτη, παίρνω τη σάκα που λέει Κέντρο Ναυτιλιακής Ιατρικής και ένα πράσινο μήλο στην τσέπη και κατεβαίνω τις σκάλες σκοτωτός, έχω αργήσει. Οι λαβές του τιμονιού του ποδηλάτου είναι γλιτσερές, το ίδιο και η σέλα. Δέκα αποφασιστικές πεταλιές, χννχ, χννχ, και βγαίνω στον πεζόδρομο. Απαγορεύεται η ποδηλασία οχτώ μ'έξι. Είναι οχτώ παρά λίγο παράνομος, τι σκάνδαλο. Στο τέλος της ανηφόρας το ξημέρωμα, ένα φανταστικό καυτό τριανταφυλλί. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Στη μια τσέπη η κάρτα που λέει Φ. Λ. Λ. - γιατρός με μια μικροσκοπική πιξελιάρα φωτογραφία μου που μειδιώ δυσκοίλια, στην άλλη η τρέχουσα κλειδαρμαθιά, όλα κι όλα δυο μικρά κλειδιά, ποδήλατο και νοίκι. Δεν έχω καπνίσει μήνες, τα πούλησα όλα, τα καπνά στα κονσερβάκια, τρεις πίπες από ένα εκατόμπαλο τη μια, κράτησα μόνο εκείνη την κοντή που μου'κανε δώρο ο Μ. όταν τελειώσαμε το λύκειο, και ξέρω πού κοιμάται, αλλά δεν την επισκέπτομαι καθόλου. Λέω δεν έχω καπνίσει και από μέσα έρχεται ένα χαχανητό, οι τράκες απ'τον τραυματιοφορέα Λαρς πίσω από το νεκροτομείο δε λογιούνται, ό,τι γίνεται στη βάρδια δε γίνεται ποτέ, έτσι κι αλλιώς ως το σχόλασμα το στόμα μου μυρίζει μόνο πείνα. Που λες, κοιτούσα τα μπούτια μου εχτές. Θα'θελα να πω πως είναι απαράλλαχτα την τελευταία δεκαετία, αλλά εχτές, εχτές την ανακάλυψα, τη βρήκα μες στα μπούτια μου, μια ολόκληρη δεκαετία. Έχω γεμίσει μικροσκοπικά αιμαγγειώματα, σαν κεφαλές καρφίτσας, απ'τα γόνατα και πάνω, πόσο πάνω; τ'ακολούθησα υπομονετικά και έφτασα ως τους ώμους. Το δέρμα φθίνει λίγο λίγο, ο τόνος δεν είναι αυτός που ήταν τότε, οι τρίχες μαλακώνουν, τα μπουτομούσκουλα είναι κάπως πιο σκληρά, δέκα χρόνια μπούτια.
Άλμα στο σούρουπο που κρυφοχαζεύω απ'το παράθυρο τρώγοντας μπαγιάτικο πλιγούρι με κιμά, παλ γαλάζια, ροδαλά, επιμήκεις συννεφιές σε στρώσεις, παλ αρχίδια, παλ μουνιά, και σβήνω άλλη μια μέρα, και σβήνω γι'άλλη μια μέρα. Το πυρετώδες ζόρι του πρώτου καιρού μετατράπηκε σιγά σιγά σε μια ολόκορμη παραίτηση, σε μια παρατεταμένη σιωπή. Εκείνα τα τηλεφωνήματα του άλλοτε, τότε που σε ξυπνούσα από το βαθύ σου ύπνο σε παροξυσμό και φώναζα σαν τρελός με το τσεύδισμα του τσιγάρου που κρεμόταν σπαστικά απ'το στόμα, με τα πράσινα του χειρουργείου έξω απ'την κεντρική είσοδο, πάνε τώρα, ήσουν τόσο γλυκός, και σ'αγαπούσα τόσο... Τώρα βγαίνω στον ακάλυπτο του πίσω κλιμακοστασίου με τ'άσπρα σαν κέρινο ομοίωμα, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, καταπίνω το τρακαρισμένο Πρινς σα χλιδοτζάνκης, και πάλι μέσα. Το ξεδίπλωμα της δυστυχίας συν τω χρόνω μαλλιά στιλπνά που χύνονται στο μαξιλάρι, στα σεντόνια, στο πάτωμα, το ταβάνι, το λαρύγγι. Δεν είναι πως δεν έχω να σου πω. Όλα καταπίνονται απ'το άπατο στομάχι, γκλαπ γκλουπ γκλιπ. Πενήντα λέξεις τη μέρα, πενήντα φορές βοήθεια, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου, τι να συμπεράνεις; Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν τρίχες, θραύσμα ανθρώπου σιδέρωνε γιακά ντάλα μεσάνυχτα απάνω στη νωπή πετσέτα του κορμιού, πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν πρώτες ρυτίδες τριαντάρας, τοξοβολία τρία δάχτυλα αριστερά του στέρνου, δυο δάχτυλα απ'τη ρώγα. Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το κεφαλοχτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα που τρέμουν από οργή, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.
Το μακρύ ταξίδι εν πλω στο Φαύλο Κύκλο, ισόβιος μαθητευόμενος, μια φωτεινή σκιά εκπνέεται σαν υδράργυρος απ'τα ρουθούνια μου, μια ασημένια άλκη, βαριά, χαζή, πεθυμημένη, καλπάζει ώσπου χάνεται στο μαύρο δάσος ποδοπατώντας ολοκόκκινα αστραφτερά σμέουρα που της βάφουνε τα πόδια και πιτσιλάνε την ολόλευκη μαγική κοιλιά. Την ακολουθώ όπως όπως, κουβαριάζομαι σκοντάφτοντας στα γυμνά ριζά, τα χνάρια της φαίνονται απ'τις λίμνες χυμού εδώ κι εκεί στο χαλί από πευκοβέλονα, κολλάνε σοροπιασμένα στις γάμπες μου, το σκοτάδι πυκνώνει και βαθαίνει, τα δέντρα χοντραίνουν και ψηλώνουν, να'σου χιόνι, να'σου ξέφωτο, στο κέντρο η άλκη, παίρνω μια βαθιά ανάσα, και διαλύεται αργά σα ρυάκι υδραργύρου που κυλάει στα ρουθούνια μου, ώσπου σώνεται εντός μου. Ακούγονται γαυγίσματα κι αρβυλιές να πλησιάζουν. Και τώρα οι κυνηγοί... Τους τα'χω μαζεμένα, άρρωστοι, συγγενείς, νοσοκόμες και κορόιδα συνάδερφοι γιατροί, πατρίδες, νησιά, χερσόνησοι και εθνικές οδοί, πιο πολύ όμως σου τα'χω εσένα μαζεμένα κακιώστρα μου μικρή. Γυρόφερμα όρνιου πάνω απ'το κουφάρι μιας αυτοκτονίας, γυρόφερμα πληγή ζουμί, εξίδρωμα ζουμί πάνω απ'όλες τις ψιλές μου δυστυχίες, αυτές που βλέπουνε με τον καφέ τους οι θεοί και σκάνε ένα μικρό γελάκι χι χι χι. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Δε σέρνω άλλο τα σαμπώ, τώρα πήρα μαύρα σπωρτέκς με χριτσχράτς γιατί με πονούσαν οι αστραγάλοι, και είμαι νίντζα στους διαδρόμους, και χώνομαι αθόρυβα στους τελευταίους θαλάμους της ομάδας τέσσερα των παθολογικών που απ'το κρεβάτι δεν έχουν ορατότητα στην πόρτα, και οι γριές χέζονται στο βρακί τους μόλις γρυλίζω Γκοντέη φρου, και φανερά γελώ. Αγγαρεία μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, σταυροκόπημα τιπ τοπ ταπ τιπ πατήρ υιός και αγία λάντζα, τηλέφωνο στ'αυτί, στηθοσκόπιο τριανταδυό χρονών στην τσέπη, μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα το κατάστιχο της βάρδιας, κι ένα στυλό που βρήκα τις προάλλες στο πάτωμα του γραφείου, γητευτής των φυσημάτων, πρώτος κωλοδαχτυλωτής, σπουδαίος διαγνώστης και ευσεβής θεραπευτής. Γνέφεις δυο φορές και πίνεις δυο ηχηρές γουλιές ουζάκι απ'την κούπα του τσαγιού. Είναι αλήθεια αυτό που λένε, είσαι σπάνιο πλάσμα -και το πιο σπάνιο πάνω σου είναι η ανίατή σου τύφλα να το δεις. Απέναντί σου οι σκέψεις μου είναι παλιωμένες σα μπαγιάτικο ψωμί. Έχεις όμως κι εσύ φτέρνα, κι αυτή είμαι εγώ, ο Φ. Λ. Λ., ο σταθερός σου ξένος, ο ανώνυμος χαζογιατρός, του αίματός σου ο μόνος βουτηχτής. Α! μια σύντομη φλόγα στο βλέμμα. Σα να με ξέρεις τώρα.
Σκυλιά ξυπόλυτα και σκυλιά παπουτσωμένα έφτασαν πια κοντά, δυο δέντρα, δυο δρασκελιές από το ξέφωτό μου, στέκομαι ήρεμος, αργός, τα μάτια πάνω, βράδυ παγωμένο και κοκκινίλα στον ουρανό, χιονιάς, κι άλλος χιονιάς, τ'αστέρια κροταλλίζουν σα μεταλλικά ρινίσματα, τα μάτια μου με βλέπουν μες στα μάτια, κι η ζωή μου το σκάει απ'τα ρουθούνια μου, η άλκη απομακρύνεται νωχελικά προς τ'ασημένια θρύψαλά της.
Το νοσοκομείο ακτινοβολεί ζόφο σ'όλη τη γειτονιά. Εκείνος ο γέρος που έφτασε με μια κοιλιά στραβοξεχειλισμένη απ'το δεξί υποχόνδριο τα μεσάνυχτα κι ένα κλασσικό προσωπείο ιπποκρατικό, σκέτο κομψοτέχνημα, εκείνος ο γέρος δεν ήρθε για να μείνει. Ακούμπησα το γαντωμένο χέρι μου πάνω στο ξερό πετσί, τα κωλάντερα ένα πόντο μέσα ακίνητα σα παλιοσωλήνες. Το αίμα στο φυαλίδιο της αιμοληψίας σχεδόν κατρακυλούσε πηχτό σα παχειά λάσπη με χαλίκια, χους ει και εις χουν απελεύσει. Η ανάσα του μύριζε ψοφίμι, έζησα μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Υπαγόρευση στο ντικταφόν, διάταση εντερικών ελίκων, τοιχωματική ακινησία. Ώρα του η τρίτη ώρα της Κυριακής. Βγαίνοντας απ'την αίθουσα της ανάνηψης πέταξα τα γάντια στον κάδο του διαδρόμου, τράβηξα έξω το πράσινο μήλο και το'κανα μια χαψιά, πεινασμένος και πολύ ζωντανός. Προσπάθησε να θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στ'ασημικά του ακάθρεφτου ασανσέρ για την εντατική, εκείνη η άσπρη θολούρα θα σε βοηθήσει. Το δεξί μου βλέφαρο είναι τούμπανο, το μαύρο του ματιού είναι παραλυμένο, οι θεραπευτικές σταγόνες είναι λιπαρές και οι βλεφαρίδες κολλάνε μεταξύ τους, όψιμα δαμάσκηνα και όψιμα κεράσια. Είναι Αύγουστος στον ημιώροφο, νεκροί σε κάθε γωνιά, νεκροί σε όλα τα κρεβάτια, κι ανάμεσά τους δαρμένες και γυμνές και εξίσου απόλυτα νεκρές οι νοσοκόμες, το καλό μου μάτι αδιαφορεί, έζησαν μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Στο μάτι του κακού, στο μάτι της βελόνας είναι που σπάει η κλωστή, απ'την ποδιά μου ανθίζει σαν τουλίπα το αγκυροβόλιο του ζόφου, το δίκοπο μαχαίρι του λευκοντυμένου νεκροθάφτη, να'σαι, χαμογελάς, με ξέρεις, ναι, εγώ είμαι, πέρασα απέναντι τελικά.
Το μακρύ ταξίδι εν πλω στο Φαύλο Κύκλο, ισόβιος μαθητευόμενος, μια φωτεινή σκιά εκπνέεται σαν υδράργυρος απ'τα ρουθούνια μου, μια ασημένια άλκη, βαριά, χαζή, πεθυμημένη, καλπάζει ώσπου χάνεται στο μαύρο δάσος ποδοπατώντας ολοκόκκινα αστραφτερά σμέουρα που της βάφουνε τα πόδια και πιτσιλάνε την ολόλευκη μαγική κοιλιά. Την ακολουθώ όπως όπως, κουβαριάζομαι σκοντάφτοντας στα γυμνά ριζά, τα χνάρια της φαίνονται απ'τις λίμνες χυμού εδώ κι εκεί στο χαλί από πευκοβέλονα, κολλάνε σοροπιασμένα στις γάμπες μου, το σκοτάδι πυκνώνει και βαθαίνει, τα δέντρα χοντραίνουν και ψηλώνουν, να'σου χιόνι, να'σου ξέφωτο, στο κέντρο η άλκη, παίρνω μια βαθιά ανάσα, και διαλύεται αργά σα ρυάκι υδραργύρου που κυλάει στα ρουθούνια μου, ώσπου σώνεται εντός μου. Ακούγονται γαυγίσματα κι αρβυλιές να πλησιάζουν. Και τώρα οι κυνηγοί... Τους τα'χω μαζεμένα, άρρωστοι, συγγενείς, νοσοκόμες και κορόιδα συνάδερφοι γιατροί, πατρίδες, νησιά, χερσόνησοι και εθνικές οδοί, πιο πολύ όμως σου τα'χω εσένα μαζεμένα κακιώστρα μου μικρή. Γυρόφερμα όρνιου πάνω απ'το κουφάρι μιας αυτοκτονίας, γυρόφερμα πληγή ζουμί, εξίδρωμα ζουμί πάνω απ'όλες τις ψιλές μου δυστυχίες, αυτές που βλέπουνε με τον καφέ τους οι θεοί και σκάνε ένα μικρό γελάκι χι χι χι. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Δε σέρνω άλλο τα σαμπώ, τώρα πήρα μαύρα σπωρτέκς με χριτσχράτς γιατί με πονούσαν οι αστραγάλοι, και είμαι νίντζα στους διαδρόμους, και χώνομαι αθόρυβα στους τελευταίους θαλάμους της ομάδας τέσσερα των παθολογικών που απ'το κρεβάτι δεν έχουν ορατότητα στην πόρτα, και οι γριές χέζονται στο βρακί τους μόλις γρυλίζω Γκοντέη φρου, και φανερά γελώ. Αγγαρεία μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, σταυροκόπημα τιπ τοπ ταπ τιπ πατήρ υιός και αγία λάντζα, τηλέφωνο στ'αυτί, στηθοσκόπιο τριανταδυό χρονών στην τσέπη, μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα το κατάστιχο της βάρδιας, κι ένα στυλό που βρήκα τις προάλλες στο πάτωμα του γραφείου, γητευτής των φυσημάτων, πρώτος κωλοδαχτυλωτής, σπουδαίος διαγνώστης και ευσεβής θεραπευτής. Γνέφεις δυο φορές και πίνεις δυο ηχηρές γουλιές ουζάκι απ'την κούπα του τσαγιού. Είναι αλήθεια αυτό που λένε, είσαι σπάνιο πλάσμα -και το πιο σπάνιο πάνω σου είναι η ανίατή σου τύφλα να το δεις. Απέναντί σου οι σκέψεις μου είναι παλιωμένες σα μπαγιάτικο ψωμί. Έχεις όμως κι εσύ φτέρνα, κι αυτή είμαι εγώ, ο Φ. Λ. Λ., ο σταθερός σου ξένος, ο ανώνυμος χαζογιατρός, του αίματός σου ο μόνος βουτηχτής. Α! μια σύντομη φλόγα στο βλέμμα. Σα να με ξέρεις τώρα.
Σκυλιά ξυπόλυτα και σκυλιά παπουτσωμένα έφτασαν πια κοντά, δυο δέντρα, δυο δρασκελιές από το ξέφωτό μου, στέκομαι ήρεμος, αργός, τα μάτια πάνω, βράδυ παγωμένο και κοκκινίλα στον ουρανό, χιονιάς, κι άλλος χιονιάς, τ'αστέρια κροταλλίζουν σα μεταλλικά ρινίσματα, τα μάτια μου με βλέπουν μες στα μάτια, κι η ζωή μου το σκάει απ'τα ρουθούνια μου, η άλκη απομακρύνεται νωχελικά προς τ'ασημένια θρύψαλά της.
Το νοσοκομείο ακτινοβολεί ζόφο σ'όλη τη γειτονιά. Εκείνος ο γέρος που έφτασε με μια κοιλιά στραβοξεχειλισμένη απ'το δεξί υποχόνδριο τα μεσάνυχτα κι ένα κλασσικό προσωπείο ιπποκρατικό, σκέτο κομψοτέχνημα, εκείνος ο γέρος δεν ήρθε για να μείνει. Ακούμπησα το γαντωμένο χέρι μου πάνω στο ξερό πετσί, τα κωλάντερα ένα πόντο μέσα ακίνητα σα παλιοσωλήνες. Το αίμα στο φυαλίδιο της αιμοληψίας σχεδόν κατρακυλούσε πηχτό σα παχειά λάσπη με χαλίκια, χους ει και εις χουν απελεύσει. Η ανάσα του μύριζε ψοφίμι, έζησα μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Υπαγόρευση στο ντικταφόν, διάταση εντερικών ελίκων, τοιχωματική ακινησία. Ώρα του η τρίτη ώρα της Κυριακής. Βγαίνοντας απ'την αίθουσα της ανάνηψης πέταξα τα γάντια στον κάδο του διαδρόμου, τράβηξα έξω το πράσινο μήλο και το'κανα μια χαψιά, πεινασμένος και πολύ ζωντανός. Προσπάθησε να θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στ'ασημικά του ακάθρεφτου ασανσέρ για την εντατική, εκείνη η άσπρη θολούρα θα σε βοηθήσει. Το δεξί μου βλέφαρο είναι τούμπανο, το μαύρο του ματιού είναι παραλυμένο, οι θεραπευτικές σταγόνες είναι λιπαρές και οι βλεφαρίδες κολλάνε μεταξύ τους, όψιμα δαμάσκηνα και όψιμα κεράσια. Είναι Αύγουστος στον ημιώροφο, νεκροί σε κάθε γωνιά, νεκροί σε όλα τα κρεβάτια, κι ανάμεσά τους δαρμένες και γυμνές και εξίσου απόλυτα νεκρές οι νοσοκόμες, το καλό μου μάτι αδιαφορεί, έζησαν μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Στο μάτι του κακού, στο μάτι της βελόνας είναι που σπάει η κλωστή, απ'την ποδιά μου ανθίζει σαν τουλίπα το αγκυροβόλιο του ζόφου, το δίκοπο μαχαίρι του λευκοντυμένου νεκροθάφτη, να'σαι, χαμογελάς, με ξέρεις, ναι, εγώ είμαι, πέρασα απέναντι τελικά.