Το πένθος έχει αραιώσει όπως αρμόζει στα πένθη τα ανεπίπλεκτα, τώρα σε
συλλογιέμαι μόνο περιστασιακά, όταν τύχει και μείνω μόνος ή πέσω στραβά για
ύπνο. Η παραίτησή σου στα συνθετικά αμερικάνικα φλωράλ σεντόνια, τα μαλλιά σου
ξερά απ'το γλειφό γυψονέρι, η μυρωδιά σου μετά από τη θαλάσσια διπλοβάρδια, το
δέρμα σου δαγκωμένο απ'το ηλιόκαμα, ο λεπτός ευαίσθητος λαιμός σου, τα
πορσελάνινα δάχτυλά σου που θα πέσουν απ'την οστεοαρθρίτιδα πρωΐμως, το
μελαγχολικό χαμόγελό σου, τα ακούραστα μικρά σου πόδια, η μέση σου που
κατάφερνα να τη δαχτυλιδώσω με το ένα μου χέρι, τα ψιθυριστά σου λάμδα, το
γυναικείο ιερό, μνεία όπως αρμόζει στους αναχωρήσαντες. Η πνιγηρή κερκυραϊκή
υγρασία, το τσίμπημα της ψύχρας, τα σκυλιά που δεν έβγαζαν το σκασμό κάθε
νύχτα, οι κρεουργημένοι σκατζόχοιροι ανάμεσα στα φύλλα της κολοκυθιάς, η τρύπια
σίτα, οι μεταξωτές κουρτίνες που έκαναν όλη τη μέρα ηλιοβασίλεμα, ο γυαλιστερός
γρανίτης, οι άδειες βιβλιοθήκες, μια θρομβωμένη νοσταλγία, η μυρωδιά της
φρέσκιας πρικαλίδας, οι στάλες του λαδιού σα δάκρυα πενθούντος, η αργή, επίμονη
ζωή, μέρα μέσα, μέρα έξω, το νεκροταφείο των αναχωρησάντων (δὲ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι φυλακὰς κατεστήσαντο κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν). Η χρυσή άμμος στο Αλωνάκι
μ’έτριβε στις πατούσες. Τα νερά ήταν ρηχά, ο πάτος υπόσγουρος, οι γόνοι
γυάλινοι στη φανταστική μεσημεριανή λαμπράδα, κι εκείνη η βαθειά, ζεστή αγκαλιά
της ησυχίας, η διάλυση του κόσμου σε παύση.
Φτάνει κι η μέρα που το πένθος αραιώνει όπως αρμόζει στα πένθη τα
ανεπίπλεκτα, η πρώτη μέρα της σειράς που δε σ’έφερα στο νου μου, η αρχή της
λησμονιάς. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ένας φιλόλογος από τα γυμνασιακά μου
χρόνια είχε πει, όταν γράφετε εκθέσεις να προσέχετε να μην αρχίζει καμιά
περίοδος με έψιλον. Κόβομαι στο δύστυχο. Ο Ινδιάνος σαμάνος στο διπλανό ταμπ
πάγωσε στο χρόνο πάνω που μουρμούριζε, έχασες τη σκιά σου - κι αυτό σημαίνει
πως δεν έχεις τίποτε άλλο να χάσεις. Ψιλός ιδρώτας με θυμάται στην οσφύ. Δεν
είμαι άρρωστος αλλά δε φαίνομαι ν'αναρρώνω κιόλας. Η ξενιτιά δεν είναι για
όλους, Θ. Καλλιφατίδης. Καπνίζει την πίπα του νωχελικά στις φωτογραφίες.
Καπνίζω την πίπα μου εν μέσω υπαρξιακής αγωνίας στο πάτωμα του σαλονιού ενώ μια
άγνωστη γυναίκα με κοιτάζει λατρευτικά αφ’υψηλού. Τον Καλλιφατίδη κι εμένα μας
χωρίζουν κάπου πενήντα χρόνια αλέσματος μεταξύ σφύρας και άκμονος. Είναι μια
απάντηση που δεν αντιστοιχεί σε καμιά ερώτηση, είμαι μια ερώτηση που δεν έχει
απάντηση. Οι πόλοι γυρνάνε τούμπα τόσο αργά που δεν τους παίρνεις πρέφα, και
μόλις συνειδητοποιήσεις πως έπαψες να ρωτάς, όλα έχουν απαντηθεί - αλλά ποια
ήταν η ερώτηση;
Στο νοτιοανατολικό διαμπερές διαμέρισμα της συμβολής των οδών ... και ...,
τα φώτα του λιμανιού γλυκαίνουν το βραχύβιο σκοτάδι. Στηρίζομαι με τα χέρια στο
περβάζι, στ'αριστερά το σιλό του Σαν-Βιαμύλ, στα δεξιά τα κτίρια των
ασφαλιστικών, ευθεία εμπρός τα εργαλεία για τις πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου,
κι απάνω ένας άναστρος ουρανός. Η νύχτα παραμονές της ισημερίας είναι κοντή και
δεν την προλαβαίνεις. Αν μετακομίσεις αρκετές απανωτές φορές, γίνεσαι
φιλοξενούμενος του εαυτού σου. -Θα θέλατε μια κούπα τσάι; -Ναι, ευχαριστώ, αφού
ξέρετε πόσο μ’αρέσει το τσάι. Βάζω την τσαγιέρα να βράσει και ρίχνω μια αρπαξιά
νταρτζήλινγκ στο τσίγκινο κιούπι που έχει κάνει γλίτσα στα χείλη απ’το στόμα
μου. -Πότε πλύνατε την κούπα σας τελευταία φορά, φίλε μου; -Πάει καιρός.
Η συνάρτηση της παρουσίας μου στην όποια χώρα με την εργασιακή μου
κατάσταση με έχει παραδώσει ψυχή τε και σώματι στην έμμισθη δουλεία. Ανήκειν; Ανήκειν όπου χρήμα. Το συλλογικό ένστικτο της ομοιογένειας ταράζεται με τους
μετανάστες, ιδού οι μύγες, ιδού το γάλα. -Γιατί είσαι εδώ; -Για να δουλέψω.
Γιατί είμαι εδώ; Για να δουλ... όχι, στάσου. Για να ξεφύγω. Μα αγόρι μου ξεφεύγει κανείς απ’το εδώ του; αυτή ήσουν εσύ, μικρή
μου πικροχόλα, αυτή ήταν η διδαχτική σου απορία που με βρήκε σα βέλος στο
αριστερό αυτί μέσω του τηλεφώνου, σπαρμένη διακριτικά σαν οχιά ανάμεσα σ’αυτήν
και την άλλη καθημερινότητα. Πιάνω την πεθύμια σου και με βρέχει ως το μεδούλι
μέσα στα δυο λεπτά των τηλεφωνημάτων που αραιώνουν κι αυτά όπως το πένθος της
φυγής μου, Ναυσικά αλάτι της πληγής μου, αλλά τα λόγια σου γίνονται ολοένα και πιο στοχευτικά, πιο
ακριβή και πιο πονετικά, κι έτσι όσο πάει χρειαζόμαστε πιο λίγα ώσπου να παραδοθούμε
στη διακρατική σιωπή.
Τα νομικά σύνορα είναι τεντωμένες πετονιές που κόβουν σα νυστέρι. Φυσικά
σύνορα, πού; Το σύνορο της θάλασσας και της ακτής, το σύνορο του
κορμιού και του έξω κόσμου, το σύνορο του ύπνου και του ξύπνιου, το σύνορο της
ζωής και του θανάτου, το σύνορο της λάσπης και της ρίζας, το σύνορο της λάμας
και του κρέατος, και το όνομα αυτών μεταβάσεις, γλιστρήματα, γκλισσάντο. Δε με
συντροφεύει η σκιά μου, την ήπιαν οι σελίδες του διαβατηρίου. Η ζωή μου διαλύεται προς κόκκους σαν αλεύρι που φυσιέται. Στηρίζομαι με τα
χέρια στο περβάζι, ξένα χέρια, ξένο περβάζι, άγνωστες αναπνοές, περαστικοί που
όλο λένε κάτι, δεν καταλαβαίνεις τι λένε; Όχι, είναι η βαρηκοΐα της γλωσσικής
μοναξιάς. Ο φιλοξενούμενός μου αιωρείται έξω από την πρόσοψη του κτιρίου του
19ου αιώνα και κοιτάζει μέσα στο διαμπερές διαμέρισμα. Ώρα για φτηνή
λογοτεχνία, δηλαδή την παρουσίαση του ήρωα μέσα από τη μαρτυρία του ενώ
κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη: ψηλοτάβανο παλαϊκό σπίτι με γύψινες
ροζέττες γύρω από τα κρεμαστήρια των φωτιστικών, σανίδια που έχουν συσταλεί κι
ανάμεσά τους αποκαλύφθηκε σε λωρίδες το υπόγειο σκοτάδι, μια βιαστική
ταχτοποιησιά, ένα πουκάμισο πεταμένο δίπλα στο τυρκουάζ υποπόδιο της
πολυθρόνας, το ρολό κωλόχαρτο της μαλακίας στην άκρη του τραπεζιού που
ξετυλίγεται απ’την αύρα, καθαρό σουηδικό χαλί, ένα μπουρζουά γούστο για τέχνη
στα ντουβάρια, ακούρτινα παράθυρα, λερωμένα τζάμια, και στο νοτιότερο όλων ένας
χλωμός άντρας με απολογητικά φρύδια, ξυρισμένος στρατιωτικά, γυμνός απ'τη μέση και πάνω, τρεις σημαδιακές σταξιές χλωρίνης στο
παντελόνι, τη ζώνη δυο γύρες και περασμένη όπως όπως στα θηλύκια, ανάφαγος αλλά μουσκουλιάρης με φλέβες που ξεχειλώνουν και προβλέπω σύντομα κιρσούς, ένας άντρας που δεν έχω ξαναδεί και δεν αναγνωρίζω.
Σε τι πιστεύεις; ρώτησε η γυναίκα. Δεν απάντησα. Δε νομίζω πως πιστεύεις. Γιατί το φοράς
αυτό; κι έπιασε το χρυσό σταυρό. Για
να κρατάει το σκοτάδι μακρυά. Τον πασπάτευε, είχα τα μάτια μου κλειστά. Δεν τον χρειάζεσαι άλλο. Η αλυσίδα ξεγλίστρησε.
Την τράβηξε μαλακά και την άφησε δίπλα στο μαξιλάρι. Ένιωσα σα να μ’έσκισε στην
κοιλιά. Ό,τι με χώριζε από την κατακλυσμιαία μοναξιά ξεκόλλησε από πάνω μου
μαζί με το σταυρό. Αυτός είμαι εγώ, αυτός είναι ο φιλοξενούμενός μου, αυτός
είναι ο άντρας στο παράθυρο, ένας ισόβιος ξένος.
τα δάκρυα ικεσίας μ'έχουνε σκάψει ως το αίμα
η απελπισία η νησιωτική δε μπορεί να ξεπλυθεί
μη μ'εγκαταλείπεις.