Del amor y otros demonios
Φοβάμαι πολύ να γράψω. Οι λέξεις σημαίνουν βαρύτερα τη νύχτα. Στέκομαι αμαρτωλά στο ιερό, χείλη σφιγμένα, μάτια σφαλιστά. Από τις βαθειές κόγχες των βιτρώ ο Θεός έχει φανερωθεί στο απόγειο του βασανιστηρίου. Οι εντολές τυπώνονται παροδικά σα μαλακωμένα χρωματιστά σχήματα στο δέρμα και με θάλπουν. Τα μάτια ξαλληθώρισαν και το σώμα που έβλεπα διπλό μαζεύτηκε κι ενώθηκε με το φάντασμά του: εγώ. Στα γόνατα δωσμένη αίμα και σκουριά, στο στόμα διήθημα κορμιού, η αρχή του μυστηρίου. Ο άντρας με το καθαρό βλέμμα και την απρόσμενα βαριά φωνή, ο μόνος άντρας πια. Η γυναίκα κλεψύδρα από στοργή, αυτάρκης, μακρινή, Νηρηίδα στην αδιαπέραστη θολούρα της οκτωβριανής φουρτούνας, γεμάτη απ'τα σκοτάδια του Ιονίου, η Κέρκυρα ούτε να φανεί, και μας ξεχνούν κι οι Ωθωνοί, η μόνη γυναίκα πια. Στα πόδια της στερεοτυπίας κρυσταλλιάζει απαλά ένα μαντολίνο κι αυτός που το χτυπά σα να τραγουδά αμάν αμάν και προσευχή στον Άη Νικόλα, κι η βάρκα τραμπαλίζεται μισό μίλι απ'το μόλο, ποιον; Τα βάθη αυτά τα άπατα νερά της Κατάρας η σκιά ένα ναυάγιο που αιώνια αιωρείται με το κεφάλι καρφί για το ποτέ, το πουθενά. Η ζεστή σου αγαπησιάρικη παλάμη πίνει τις ώρες μου γουλιά γουλιά καθώς η βαρύτητα της γης μας παίρνει αγκαλιά με τα ιχθυόσπλαγχνά της. Είμαι έτοιμος, ο τρόμος στα χέρια του θανάτου είναι τρόμος οικογενής, τρόμος κληρονομικός, κι εγώ είμαι έτοιμος τώρα, τώρα που ανάσκελα με τα ματόμπαλα γυρισμένα ανάποδα οι μόνες λέξεις που μετά βίας ξεστομίζω είναι κάνε με ό,τι θες. Ο Θεός μου έχει φανερωθεί, πιστός και λατρευτής, η αυστηρή του θεϊκή λαιμολαβή, η αγνή σωματική απελπισία του πνιγμού, η υποταγή. Η θάλασσα μας αφαιμάζει απαλά, μας ξεντύνει από πνοή, βουλιάζουμε στη νύχτα, καμιά φωνή, κανένα πάθος, καμιά πληγή, παρά ένα τέλος βραδυνό.
Φοβάμαι πολύ να γράψω. Οι λέξεις σημαίνουν βαρύτερα τη νύχτα. Στέκομαι αμαρτωλά στο ιερό, χείλη σφιγμένα, μάτια σφαλιστά. Από τις βαθειές κόγχες των βιτρώ ο Θεός έχει φανερωθεί στο απόγειο του βασανιστηρίου. Οι εντολές τυπώνονται παροδικά σα μαλακωμένα χρωματιστά σχήματα στο δέρμα και με θάλπουν. Τα μάτια ξαλληθώρισαν και το σώμα που έβλεπα διπλό μαζεύτηκε κι ενώθηκε με το φάντασμά του: εγώ. Στα γόνατα δωσμένη αίμα και σκουριά, στο στόμα διήθημα κορμιού, η αρχή του μυστηρίου. Ο άντρας με το καθαρό βλέμμα και την απρόσμενα βαριά φωνή, ο μόνος άντρας πια. Η γυναίκα κλεψύδρα από στοργή, αυτάρκης, μακρινή, Νηρηίδα στην αδιαπέραστη θολούρα της οκτωβριανής φουρτούνας, γεμάτη απ'τα σκοτάδια του Ιονίου, η Κέρκυρα ούτε να φανεί, και μας ξεχνούν κι οι Ωθωνοί, η μόνη γυναίκα πια. Στα πόδια της στερεοτυπίας κρυσταλλιάζει απαλά ένα μαντολίνο κι αυτός που το χτυπά σα να τραγουδά αμάν αμάν και προσευχή στον Άη Νικόλα, κι η βάρκα τραμπαλίζεται μισό μίλι απ'το μόλο, ποιον; Τα βάθη αυτά τα άπατα νερά της Κατάρας η σκιά ένα ναυάγιο που αιώνια αιωρείται με το κεφάλι καρφί για το ποτέ, το πουθενά. Η ζεστή σου αγαπησιάρικη παλάμη πίνει τις ώρες μου γουλιά γουλιά καθώς η βαρύτητα της γης μας παίρνει αγκαλιά με τα ιχθυόσπλαγχνά της. Είμαι έτοιμος, ο τρόμος στα χέρια του θανάτου είναι τρόμος οικογενής, τρόμος κληρονομικός, κι εγώ είμαι έτοιμος τώρα, τώρα που ανάσκελα με τα ματόμπαλα γυρισμένα ανάποδα οι μόνες λέξεις που μετά βίας ξεστομίζω είναι κάνε με ό,τι θες. Ο Θεός μου έχει φανερωθεί, πιστός και λατρευτής, η αυστηρή του θεϊκή λαιμολαβή, η αγνή σωματική απελπισία του πνιγμού, η υποταγή. Η θάλασσα μας αφαιμάζει απαλά, μας ξεντύνει από πνοή, βουλιάζουμε στη νύχτα, καμιά φωνή, κανένα πάθος, καμιά πληγή, παρά ένα τέλος βραδυνό.
- η αληθινή τρομοκρατία είναι μην και χαθείς -