Κατά το βράδυ, ο Αντρέι Εφίμιτς πέθανε από αποπληξία. Στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος που τον διαπέρασε σύγκορμο και μια τάση για εμετό. Κάτι σιχαμερό όπως του φάνηκε, διαπερνώντας όλο το κορμί του, ακόμη και τα δάχτυλα, ανέβηκε απ'το στομάχι στο κεφάλι και πλημμύρισε τα μάτια και τ'αυτιά του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του, έβλεπε αυτό το κάτι σαν ένα πράσινο κύμα. Ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του και θυμήθηκε πως ο Ιβάν Ντμήτριτς, ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πιστεύουν στην αθανασία. Έχει γούστο να υπάρχει πράγματι! Μα δεν την ήθελε πια την αθανασία και τη σκέφτηκε για μια μόνο στιγμή. Ένα κοπάδι ελάφια, που όλα τους είχαν μια εκθαμβωτική ομορφιά και χάρη, πέρασε τρέχοντας από μπροστά του· ύστερα μια γυναικούλα άπλωσε προς το μέρος του το χέρι της κρατώντας ένα συστημένο γράμμα... Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα χάθηκαν όλα κι ο Αντρέι Εφίμιτς βυθίστηκε στο λήθαργο για πάντα.
Ήρθαν οι μουζίκοι, τον σήκωσαν απ'τα χέρια και τα πόδια και τον κουβάλησαν στο παρεκκλήσι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος στο τραπέζι, με τα μάτια ανοιχτά, και τη νύχτα τον φώτιζε το φεγγάρι. Το πρωί ήρθε ο Σεργκέι Σεργκέιτς, προσευχήθηκε ευλαβικά μπροστά στον Εσταυρωμένο και έκλεισε τα μάτια του πρώην προϊσταμένου του.
Τον Αντρέι Εφίμιτς τον κηδέψανε την άλλη μέρα. Στην κηδεία του παρέστησαν μόνο ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και η Ντάριουσκα.
А. Ч.