Η λόξα στο μυαλό
καθαρό κούτελο ούτε τύψη
λαιμός εκχυμωμένος δουλειά ή αναψυχή
γιακάδες Μάο Παναγία Φανερωμένη
πεθαίνω πεθαίνεις κάθε πρωί
πτήσεις πλεύσεις
κινούμενη άμμος λάσπη κόλλα
σούρσιμο στο μουσαμά πέντε και χάραξε
στο πλάι το βάρος των βημάτων σε χρυσό
δε βγαίνει το χαρτί δε βγαίνει το χούι
συννεφόκαμα νησί για νησί χώρα για χώρα
αυτή η άλλη η ανελέητη επαρχία αυτή η απομεριά
καρφί κέφι στο κέρατο
εμπύρετα μάγουλα του Γκόττρον οι κηλίδες
φτερά της πεταλούδας ηλιοτρόπια
φθίση και ζωή αυτή είσαι εσύ
σκοτάδι και χαίνει πάντα μισό
ούτε μία ντροπή στον κόσμο δεν είχα ποτέ
αφέγγαρες θλίψεις ανάλατες χαρές
και ίσιος και στραβός και πούστης και σωστός
το χέρι μου ψηνόταν κάτω απ'τη φούστα σου τα μάγουλά μου στις φλόγες σαν εφημερίδες σε ρωτούσα αφελής Τι τρέχει γυναικάκι; για να με χτυπήσεις με την ανάποδη του χεριού στο παραλαίμι και να μου πεις να μη σε ξαναπώ έτσι.