Όποτε συναντιόμαστε στην πόρτα του κλιμακοστασίου, παίρνω μια ανάσα που σχεδιάζω για ώρες κάθε μέρα απ'το πρωί. Μυρίζει κάτι μαγικό, οι αρχέγονοι φλοιοί αστράφτουν όσο διαρκεί η διασταύρωσή μας. Στην αίθουσα των ενημερώσεων ενημερώνομαι για αυτούς που αυταπατώνται. Δεν καταλαβαίνω λέξη αλλά γνέφω παρολαυτά. Πάνω σ'εκείνο το τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο χύνονται ντυτοί αφορισμοί και ένοχες και εχθρικές ματιές και φευγαλαίες εξομολογήσεις: Έχω κάνει λάθη στη ζωή μου επειδή δεν έχω σκεφτεί. Δε σήκωσα το βλέμμα απ'το βιβλίο, λες και η κατά γόνυ είχε πιο πολλά να πει από το ολίσθημά του, αλλά ευτυχώς το βάρος των σαράντα του χρονών κράτησε μια στιγμή και δε θα ξαναρθεί. Η αλήθεια βρίσκεται υγρή μέσα στα μεγάλα αγγεία. Είναι μεσόκοπος σχεδόν, κλεισμένος σε ένα σώμα που οδηγείται από ό,τι οδηγούνται τα σώματα που στέκονται προσοχή στο λόγο του κυρίου, άρτι πατέρας και Δαυίδ, όσα του συμβαίνουν είναι σπίθες που πετάνε οι τροχοί. Το δέρμα του είναι δυο ή τρεις φυλές λιγότερο καθαρό απ'το δικό μου, κι όμως ο γύφτος είμαι εγώ και πίσω απ'τη χλωμάδα παίρνω βράση. Οι μετακαρποφαλαγγικές του πρώτου κόσμου βρίσκουν τη σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω στα χωριά. Στη θεωρία βυθίζομαι μέσα σε ένα παρήγορο κορμί. Υποφέρει κι αυτός ύπουλα και απαλά, με την ευγένεια που έχει για να δίνει και να δίνει και να δίνει... ένα μικρό όχι, ένα μικρό ναι, Θέλετε ένα χέρι; και έπιασε με τη σταθερή παλάμη του το χέρι της γριάς ενώ γλίστρησα τη βελόνα από περιόστεο σε περιόστεο, ρούαχ αντί για αέρα μέσα στο ιατρείο, ρούαχ και μέσα μου προσευχή, ελεύθερος σκοπευτής ελεύθερα σκοπεύει με την κάνη πρώτη στον ουρανίσκο, η ευτυχία είναι μεταναστευτική. Είμαι ο Μίδας στα σκατά, ο πόνος του μεσαρθρίου ταξιδεύει κατακόρυφα κατά μήκος των οστών, τον νιώθεις πίσω από το κούτελο σαν αντιμάμαλο σε κακό λιμάνι. Η μάνα των παιδιών του, ανάμεσα σ'αυτήν κι αυτόν το άγονο παραπέτο, το ρούαχ, η επισκοπή, οι μέρες που χάνονται παραλλήλως, οι αστοχίες, οι παραβολές, είναι το παρασκήνιο που θα μας καταπιεί, αλλά προς το παρόν σπρωχνόμαστε κεφάλι με κεφάλι, σαν άλκες που παλεύουν. Το πλήρωμα καταπίνεται ολοένα σε βίους κοινούς και ανθοσπαρμένους, η βάρκα ελαφραίνει και μένουμε πάνω εγώ, οι μέρες της κι αυτή. Στο δεύτερο κατάστρωμα κοιμάμαι οχτώ και οχτώ λεπτά με το ρολόι. Στη δουλειά φοράω άσπρη στολή και γίνομαι λευκό σακί των λάθος ιδεών, βουβός και βλοσυρός, φωτεινή σκιά πίσω από την ευπροσήγορη πλάτη του Νιμρώδ. Το κρεβάτι φέρει ό,τι έτυχε να ρίξουν οι μάχιμοι από τη διαλογή, οι φάκελοι είναι όλοι ψηφία της ατέρμονης ανακύκλωσής μας, οι νοσοκόμες έγιναν γιατροί, όλα στηρίζονται στα λόγια, οι κουβέντες δεν έρραψαν ποτέ καμιά πληγή και ίσως να φταίει που δεν ξέρω να μιλώ. Η θέα της ακτής όταν θολώνει την περνάς για μεσογείου. Η γλύκα της ζωής μου χωράει στα οχτώ και οχτώ λεπτά της δύσης και της ανατολής. Οι ρόλοι μοιράζονται τυφλά, άλλα σώματα τραβάνε άλλο κουπί, η βάρκα δεν κινείται. Κυκλώνω τη μέση της, κάτω από τα δάχτυλά μου σφύζουν τα μυστικά της. Ανδρώνει άλλους, πολύ πιο δειλούς από μένα, γιατί λοιπόν να πέσω εγώ έξω; Ο κόσμος σταματά στην ανάνηψη ώσπου να ξυπνήσει ο εκάστοτε φουκαράς. Ο ιδρώτας λιμνάζει στην οσφύ, εκείνο το κατούρημα περιμένει απ'το πρωί, τι δίνουν και δε δίνουν οι παροχετεύσεις, το ράμμα και η κλωστή, μια μέσα και δυο έξω, το ταλκ, ο οξυζενές, το καροτσάκι της αλλαγής κρίκι-κρίκι-κρικ και ζέχνει από τη βρώμα, τα γάντια σκίζονται στον καρπό αν τα τραβήξεις βιαστικά. Ο κόσμος σταματά για οχτώ και οχτώ λεπτά. H γλύκα της ζωής μου είναι αυτή. Τα νερά χόρεψαν έναν ισπανικό χορό, ήρθε πάλι το μεσημέρι και πλημμύραμε στο αίμα.