Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια.
Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.
Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;
Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.
Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.
Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.
Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.